Σε δύο στοιχεία, που τέθηκαν ήδη σε κυκλοφορία, καταγράφονται οι διώξεις που υπέστησαν οι Έλληνες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Η έκδοση των βιβλίων συμπίπτει χρονικά με τα 70 χρόνια από την «Ελληνική Επιχείρηση» το 1939.
ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ για τις διώξεις, που υπέστησαν οι Έλληνες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης φέρνει στο φως της δημοσιότητας ο συγγραφέας και ερευνητής Ιβάν Τζούχα, μέσα από δύο νέα βιβλία της σειράς «Ελληνικό Μαρτυρολόγιο».
Πρόκειται για τα βιβλία «Ειδικοί Συρμοί με κατεύθυνση Ανατολικά» και «Γράφω με δικά μου λόγια;», που εκδόθηκαν μέσω του προγράμματος «Ιστορική Μνήμη» του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού (ΣΑΕ), Περιφέρειας χωρών πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Την πρωτοβουλία είχε ο Συντονιστής της συγκεκριμένης Περιφέρειας, βουλευτής της Ρωσικής Ντούμα, Ιβάν Σαββίδης.
Η έκδοση των βιβλίων συμπίπτει χρονικά με τα 70 χρόνια από την «Ελληνική Επιχείρηση» το 1939, στην οποία αναφέρεται εκτενώς ο ερευνητής στο ομώνυμο βιβλίο του, πρώτο της σειράς «Ελληνικό Μαρτυρολόγιο», που εκδόθηκε το 2006. Η σειρά θα ολοκληρωθεί με το «Βιβλίο μνήμης», που θα περιλαμβάνει τα ονόματα όλων των Ελλήνων, οι οποίοι υπέστησαν διώξεις την περίοδο 1920-1950. Τα βιβλία, που κυκλοφόρησαν στα Ρωσικά, αναμένεται να μεταφραστούν στην Ελληνική και ακολούθως στην Αγγλική, Γερμανική και Γαλλική.
«Δεκάδες χιλιάδες Ελληνες, από τους πιο νέους μέχρι και τους υπερήλικες, στάλθηκαν στη Σιβηρία και στο Καζακστάν», τονίζει στον πρόλογο του βιβλίου ο Ιβάν Σαββίδης, χαρακτηρίζοντας τα χρόνια εκείνα ως τις πιο τραγικές σελίδες στην ιστορία των Ελλήνων τής τότε Σοβιετικής Ένωσης. Σημειώνει δε, πως η αδικαιολόγητη τιμωρία που συντελέστηκε, δεν προκάλεσε το μίσος των Ελλήνων, που με στωικότητα αντεπεξήλθαν σε όλες τις αντιξοότητες. Βρήκαν τη δύναμη να σταθούν πάνω από τις περιστάσεις και να συνεχίσουν την ένδοξη ιστορία των προγόνων τους.
Για τα γεγονότα αυτά, ακόμα και σήμερα, λίγα είναι γνωστά. Ο ερευνητής Ιβάν Τζούχα θεωρεί ως προσωπικό χρέος να βρεθούν απαντήσεις στα ερωτήματα, που βασανίζουν ακόμα και σήμερα πολλούς Έλληνες της πρώην ΕΣΣΔ. Τι έγινε με τους δικούς τους ανθρώπους; Ποιες ήταν οι αιτίες και πόσοι δικοί μας χάθηκαν;
«Είναι ένα από τα ηθικά τραύματα που βασανίζουν ακόμα και σήμερα τους ομογενείς. Και όταν απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, όταν θα έχουμε μάθει την ιστορία μας, τότε δικαίως θα απαιτήσουμε και την αποκατάσταση όλων αυτών των Ελλήνων, όπως έχει γίνει με άλλες εθνικότητες στη Ρωσία. Θα το πετύχουμε όταν γνωρίζουμε και εμπεριστατωμένα αποδείξουμε τι είχε συμβεί», τονίζει σε δηλώσεις του ο Ιβάν Τζούχα και προσθέτει:
«Ο στόχος είναι διαφωτιστικός. Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να εξιστορήσουμε τα γεγονότα σε απλή, πειστική γλώσσα, βάσει ντοκουμέντων. Τα βιβλία μου δεν θα εξαντλήσουν το θέμα, που είναι πολύπλοκο και τεράστιο, ελπίζω όμως να σταθούν αφορμή για πολλές άλλες, ενδελεχείς, έρευνες».
Πέρα από τις πολλές προσωπικές μαρτυρίες, που έχει συλλέξει ο Ιβάν Τζούχα, ο οποίος ασχολείται από το 1977 με τη μελέτη της ιστορίας των Ελλήνων της ΕΣΣΔ, παραθέτει στα βιβλία του ντοκουμέντα από κρατικά αρχεία (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφάλειας, Υπουργείο Δικαιοσύνης κ.ά.), έχοντας πραγματοποιήσει πολλά ταξίδια στα μέρη όπου μαρτύρησαν ή εκτοπίστηκαν Έλληνες.
Το νέο βιβλίο, «Ειδικοί Συρμοί με κατεύθυνση Ανατολικά», αναφέρεται εκτενώς -μέσα από 600 σελίδες- στις διώξεις των Ελλήνων τη δεκαετία του ΄40, ένα από τα πολλά κύματα διωγμών που υπέστησαν οι ομογενείς μας, με πιο μαζικό αυτό που ξεκίνησε στις 15 Δεκεμβρίου του 1937 (ταυτόχρονα σε όλες τις δημοκρατίες της ΕΣΣΔ), με την ντιρεκτίβα Νο 50215 της ΝΚΒΝΤ, τη μετέπειτα ΚGΒ, υπογεγραμμένη από τον Νικολάι Εζόφ, στενό συνεργάτη του Στάλιν. Ο ερευνητής μιλάει για περίπου 25.000 συλληφθέντες (συνήθως κεφαλή της οικογένειας), από τους οποίους 19.000 εξοντώθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι στάλθηκαν σε στρατόπεδα.
Τρία κύματα διώξεων σ' ένα μόνο χρόνο
Μόνο το 1942, υπήρξαν τρία κύματα νέων διώξεων κατά των Ελλήνων (το Μάιο, τον Αύγουστο και τον Οκτώβριο). Η συνήθης κατηγορία ήταν συνεργασία με τους Γερμανούς, κάτι που όμως ο κ. Τζούχα αποκρούει κατηγορηματικά, επισημαίνοντας ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ, «και γι΄αυτό είμαστε υπερήφανοι». Απεναντίας, πολλοί Έλληνες πολέμησαν στις τάξεις του Κόκκινου Στρατού. Χαρακτηριστικά αναφέρει το παράδειγμα του Κοσμά Τσέλιου, από τη Σεβαστούπολη, που στάλθηκε σε εξορία, αν και από τα έξι του παιδιά είχε χάσει τέσσερα στο μέτωπο, ενώ δύο γιοι του επέστρεψαν με παράσημα ανδρείας.
Ακολούθησαν και άλλες διώξεις το 1944, που ήταν και από τις πιο σκληρές, αλλά και το 1949. Ο κ. Τζούχα συνδέει όλες αυτές τις διώξεις με την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, σε καθεμιά από τις προαναφερθείσες χρονικές περιόδους.
«Ο Στάλιν είχε χάσει το παιχνίδι με την Ελλάδα -τονίζει ο κ. Τζούχα- δεν ήθελε, όμως, το καθεστώς να χάσει και τις περιουσίες των Ελλήνων στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, στην Οδησσό, στον Καύκασο, στην Αμπχαζία, που ήταν ζηλευτές. Υπάρχουν, άλλωστε, έγγραφα που μαρτυρούν ότι όσοι εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους υποχρεώθηκαν βιαίως να υπογράψουν ότι εγκαταλείπουν οικειοθελώς τις περιουσίες τους. Εκεί εγκαταστάθηκαν άνθρωποι της νομενκλατούρας, αγοράζοντάς τα σε τιμές εξευτελιστικές. Οι ομογενείς μεταφέρθηκαν με ειδικούς συρμούς, που αναζητούσαν οι Αρχές απεγνωσμένα, ώστε να τους ''φορτώσουν'' όλους. Τελικά πληρώνανε οι ίδιοι οι εκτοπισθέντες τη μεταφορά τους (300 ρούβλια το άτομο, ποσό υπέρογκο για την εποχή εκείνη), και ταξιδεύανε χωρίς συνοδεία γιατρών και ασφάλεια».
Διόμισι εκατομμύρια πολίτες στην εξορία
Στο βιβλίο, με τίτλο «Γράφω με δικά μου λόγια;», ο ερευνητής Ιβάν Τζούχα παραθέτει 353 από τις χιλιάδες επιστολές Ελλήνων από τα Γκουλάγκ, που έχει συλλέξει. Έλληνες από πολλά μέρη της αχανούς Σοβιετικής Ένωσης, που σήμερα δεν ζουν, περιγράφουν στα γράμματά τους τα όσα πέρασαν.
Αδιάψευστη μαρτυρία η επιστολή του Λάζαρου Σαϊτανίδη, από τη Σεβαστούπολη, που έστειλε στο γιο του από τα κάτεργα του θανάτου στην περιοχή Κολιμά (Σιβηρία), απ΄όπου δεν επέστρεψε ποτέ. Ο Σαϊτανίδης περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τις δύσκολες ώρες που περνάει στην εξορία, εκεί όπου είχαν σταλεί συνολικά 2,5 εκατομμύρια Ρώσοι πολίτες από διάφορες εθνικότητες, κατά την περίοδο 1934-1956, για να εργαστούν στα «θανατηφόρα» ορυχεία του χρυσού.
Στα γκουλάγκ της Κολιμά μεταφέρθηκαν και οι περισσότεροι Έλληνες από τους περίπου 3.000, που επέζησαν από την «ελληνική επιχείρηση». Οι κλιματολογικές συνθήκες στην περιοχή (με -50 και -60 βαθμούς Κελσίου το χειμώνα) ήταν αρκετές για να μην επιζήσει κανείς χωρίς θέρμανση και κατάλληλο ρουχισμό, δουλεύοντας στα ορυχεία.
«Απ΄ ότι λένε, δεν άντεξε εκεί κανείς περισσότερο από 3 μήνες», σημειώνει ο κ. Τζούχα.
Ως σήμερα ο Ιβάν Τζούχα έχει συγκεντρώσει τα ονόματα 537 Ελλήνων, που άφησαν την τελευταία τους πνοή στην Κολιμά. Σ΄αυτούς θα αναφερθεί λεπτομερώς στο νέο βιβλίο που ετοιμάζει.
Όπως ανακοίνωσε, φέτος αναμένεται να στηθεί στην Κολιμά και το μνημείο για τους αδικοχαμένους Έλληνες, πλάι σε αυτά των άλλων εθνοτήτων, με πρωτοβουλία της Ομοσπονδίας Ελληνικών Συλλόγων Ρωσίας, υπό την προεδρεία του Ιβάν Σαββίδη.
Ανάμεσα στα γράμματα υπάρχουν και κάποια που απέστειλαν προς την ελληνική πρεσβεία ομογενείς εξόριστοι, ζητώντας βοήθεια που δεν ήρθε ποτέ, άλλα και προς την κεντρική εξουσία της ΕΣΣΔ, ακόμα και προς τον ίδιο τον Στάλιν.
Ο Φεοντόρι Όλεγκ Κονσταντίνοβιτς (Όλεγκ Θεοδωρίδης, του Κωνσταντίνου), από το χωριό Κομάρι της Κριμαίας, γεννηθείς το 1929, γράφει στις 30 Ιουλίου το 1949 γράμμα στον Στάλιν από τα Ουράλια, όπου είχε εξοριστεί, έχοντας περάσει ακόμα και από δίκη, με την κατηγορία για κατασκοπία υπέρ των Γερμανών, κάτι που τελικά δεν αποδείχτηκε.
«Η επιστολή αποτελεί έκφραση λατρείας προς το μεγάλο ηγέτη, καθώς δεν ήθελε ο ομογενής να πιστέψει ότι γνώριζε ο Στάλιν για τα δεινά των Ελλήνων. Η επιστολή, όπως και άλλες παρόμοιες, προφανώς δεν φτάσανε ποτέ στον προορισμό τους», σημειώνει ο κ. Τζούχα. Η επιστολή βρέθηκε στα κρατικά αρχεία της περιοχής Σβερντλόβσκ. Πάντως, η τύχη του Κωνσταντινίδη, που είχε εισαχθεί σε ψυχιατρική κλινική, δεν έχει εξακριβωθεί.
ΣΗΜΕΡΙΝΗ
Διαβάστε περισσότερα...