Ποιοί τελικά κατευνάζουν την Τουρκία;
Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009
*Toυ Ανδρέα Θεοφάνους
Ήταν αναμενόμενο να μην περάσουν απαρατήρητες οι δηλώσεις του Προέδρου Χριστόφια σε σχέση με τα αποτελέσματα της πολιτικής του κατευνασμού της Ναζιστικής Γερμανίας καθώς και της ανοχής που επιδεικνύεται σήμερα από την ΕΕ και άλλες δυνάμεις έναντι της Τουρκίας. Ανεξάρτητα από το τι ακριβώς είχε κατά νου ο Πρόεδρος και αν υπήρξε ή όχι διαστρέβλωση των δηλώσεων του, ο παραλληλισμός απαιτεί μια αξιολόγηση.
Είναι η επικρατούσα άποψη ότι η ανοχή και η πολιτική του κατευνασμού της Βρετανίας και της Γαλλίας έναντι του Χίτλερ συνέβαλε στην έκρηξη του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ας μην λησμονείται ότι ο Βρετανός Πρωθυπουργός N. Chamberlain επιστρέφοντας στο Λονδίνο μετά από συνάντηση με τον Χίτλερ στο Μόναχο τον Σεπτέμβριο του 1938 και όπου κατ’ ουσίαν έγινε αποδεκτή η προσάρτηση της Σουδεδίας (επαρχίας της Τσεχοσλοβακίας που κατοικείτο ως επί το πλείστον από Γερμανούς) από τη Γερμανία δήλωσε πανηγυρικά ότι πέτυχε «Peace in our time». Αλλά ούτε η ειρήνη κατοχυρώθηκε ούτε αξιοπρεπής και έντιμη ήταν η πολιτική έναντι της Τσεχοσλοβακίας. (Στη συνάντηση αυτή – Γερμανίας, Βρετανίας, Γαλλίας και Ιταλίας – δεν εκπροσωπήθηκε η Τσεχοσλοβακία).
Η Ναζιστική Γερμανία κατέλαβε τον Μάρτιο του 1939 ολόκληρη την Τσεχοσλοβακία. Και πάλιν δεν υπήρξε αντίδραση από τις δημοκρατικές ευρωπαϊκές δυνάμεις. Παρακολουθούσαν με δέος και με στρουθοκαμηλισμό την επερχόμενη ναζιστική λαίλαπα.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου η Τσεχοσλοβακία, με την ανοχή των ΗΠΑ, της Σοβιετικής Ένωσης, της Βρετανίας και της Γαλλίας, εξεδίωξε όλους τους Γερμανούς της Σουδεδίας (και της χώρας) απαλλοτριώνοντας τις περιουσίες τους με το επιχείρημα ότι ως κοινότητα/μειονότητα είχαν συνεργασθεί με τη Ναζιστική Γερμανία και πριν και κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής.
Εξήντα τέσσερα χρόνια μετά ο Πρόεδρος της Τσεχίας Βάσλαβ Κλάους απαίτησε και εξασφάλισε εξαίρεση από πρόνοιες της Συνθήκης της Λισαβόνας (βάση των οποίων οι Γερμανοί πρώην κάτοικοι της Τσεχοσλοβακίας που εκδιώχθηκαν θα μπορούσαν να επαναδιεκδικήσουν τις περιουσίες τους). Επ’ αυτού δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για την Κυπριακή Δημοκρατία καθ’ ότι ο παραλληλισμός παραπέμπει αλλού (δηλαδή στην απαλλοτρίωση περιουσιών όσων συνεργάσθηκαν και συνεργάζονται με την κατοχική Τουρκία). Πέραν τούτου η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ζητά εξαιρέσεις, αντίθετα εμμένει στην κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Όσο αφορά την Τουρκία και κατά πόσον υπάρχει κάποια ομοιότητα με τη Ναζιστική Γερμανία σημειώνεται ότι η κάθε ιστορική περίοδος αλλά και η κάθε περίπτωση είναι διαφορετική – παρά ταύτα όμως είναι δυνατό να γίνουν συγκρίσεις και να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα. Η διαχρονική πολιτική της Τουρκίας έναντι της Κύπρου παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με ναζιστικές και φασιστικές πρακτικές. Η Τουρκία προέβει σε εθνοκάθαρση το 1974 καθώς και σε εγκλήματα πολέμου. Μέχρι σήμερα η Τουρκία δεν αναγνωρίζει δικαίωμα ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας και συστηματικά θέτει βέτο στη συμμετοχή της σε διάφορα Ευρωπαϊκά και διεθνή φορά, συνεχίζει την πολιτική του εποικισμού και ενθαρρύνει τη λαθρομετανάστευση. Η πολιτική αυτή είναι επεκτατική και ιμπεριαλιστική. Εάν αξιολογήσουμε επίσης και τις διαχρονικές δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων για τη γεωστρατηγική σημασία της Κύπρου και την ανάγκη στρατηγικού ελέγχου της περιοχής τότε μπορεί να γίνει και σύγκριση με το ναζιστικό Lebensraum– την πολιτική για εξασφάλιση «ζωτικού χώρου».
Πώς όμως έχει αντιμετωπισθεί η Τουρκία; Αθήνα και Λευκωσία αξιολογώντας τη τουρκική στρατιωτική υπεροχή έχουν εν πολλοίς ακολουθήσει μια κατευναστική πολιτική. Ούτε φαίνεται να έχει κατανοηθεί ότι οι τουρκο(κυπριακές) απαιτήσεις στο Κυπριακό έχουν τον χαρακτήρα της επιβολής (diktat). Από την πλευρά της η ΕΕ έχει από το 1999 και μετά ακολουθήσει μια πολιτική ανοχής έναντι της Τουρκίας που εν πολλοίς παραβλέπει την παραβίαση αρχών. Σημειώνεται όμως ότι υπήρξαν ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα που θεώρησαν ως ιστορικό λάθος την αναγόρευση της Τουρκίας ως υποψήφια χώρα για ένταξη.
Υπογραμμίζεται, σε σχέση με την Κύπρο, ότι όταν η Τουρκία ευρίσκεται ενώπιων ιστορικών σταθμών οι πιέσεις στρέφονται προς την αδύνατη πλευρά. Αυτό έχει συμβεί κατ’ επανάληψιν. Και ενώ είναι η Τουρκία που αξιολογείται τον Δεκέμβριο του 2009 οι πιέσεις στρέφονται και πάλι προς τη Λευκωσία. Η πολιτική αυτή εν πολλοίς έχει αποθρασύνει την Τουρκία. Ας μην λησμονούμε επίσης ότι η Τουρκία έχει εκλεγεί πανηγυρικά και ως μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Και η Κύπρος; Ως αποτέλεσμα συγχύσεων και ανεπάρκειας πολιτικής δεν έχει καταφέρει να αρθρώσει ένα ολοκληρωμένο λόγο και μια «αφηγηματική επεξήγηση». Αξίζει μόνο να σημειωθεί ότι πολλές φορές δημιουργείται η εντύπωση ότι θύτες στην Κύπρο είναι οι Ελληνοκύπριοι και τα θύματα οι Τουρκοκύπριοι και ως εκ τούτου η ανάγκη για απολογία και αποδοχή των όρων τους.
Αναφορικά με το διεθνές περιβάλλον απουσιάζει η ολοκληρωμένη αξιολόγηση δεδομένων όπως προκύπτει, για παράδειγμα, από τη βαρύτητα που αποδίδεται ή δεν αποδίδεται στις σχέσεις με διάφορα κράτη. Και ενώ στον σύγχρονο κόσμο κερδοσκοπικοί και μη οργανισμοί καθώς και ποδοσφαιρικές ομάδες έχουν επικοινωνιακή πολιτική, η Κυπριακή Δημοκρατία ως μέλος της ΕΕ που αντιμετωπίζει την κατοχική Τουρκία και το υπαρξιακό ζήτημα επιβίωσης δεν έχει επικοινωνιακή πολιτική. Εξακολουθεί να μιλά για διαφώτιση. Αυτό δυστυχώς είναι απότοκο της σύζευξης αφ’ ενός μιας νοοτροπίας επαρχιωτισμού (parochialism) και αφ’ ετέρου της αλαζονείας της (εκάστοτε) εξουσίας που έχει την εντύπωση ότι τα ξέρει όλα.
*Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων.
http://www.antinews.gr/?p=23451
1 σχόλια:
Εξαιρετικό μπράβο!!
Δημοσίευση σχολίου