Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα BMP-3. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα BMP-3. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

CGV, BMP-3 και ο Έλληνας πεζικάριος

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Σύμφωνα με δημοσιεύματα αμερικανικών ΜΜΕ, ο αντικαταστάτης του αμερικανικού ΤΟΜΑ Μ-2 Bradley (GCV-Ground Combat Vehicle), μπορεί να φτάσει το βάρος των 84 τόννων, ξεπερνώντας κατα πολύ το βάρος ενός άρματος μάχης Μ-1 Abrams!

Οι προβλέψεις βάρους που ανακοινώθηκαν αυτή την εβδομάδα από την επιτροπή προυπολογισμού του Κογκρέσου αναμένεται να δημιουργήσουν αρκετές αντιδράσεις από τους πολέμιους του προγράμματος GCV, τόσο στο Κογκρέσο όσο και στις τάξεις του Στρατού. Σύμφωνα με τις ανακοινωθείσες προβλέψεις η προτεινόμενη σχεδίαση από την General Dynamics ζυγίζει 64-70 τόνους ενώ η πρόταση της BAE Systems ζυγίζει ακόμη περισσότερο φτάνοντας τους 84 τόνους! Η παραπάνω είδηση δεν μπορεί παρά να μας φέρει στο μυαλό τον Ισραηλινό κανόνα : Protection is mobility.

Όχι τυχαία, στις μη-αναπτυξιακές επιχειρησιακές εκτιμήσεις (ΝDV evaluation) οχημάτων στις οποίες προχώρησε ο Αμερικανικός Στρατός  για το πρόγραμμα GCV, έλαβαν μέρος τα εξής οχήματα : TOMA M2A3 Bradley, M1126 Stryker, ένα Bradley ανευ πυργίσκου, το σουηδικό CV-9035, καθώς και το Ισραηλινό Νamer.... Oι δοκιμές έλαβαν χώρα σε εγκαταστάσεις του Αμερικανικού Στρατού στο Fort Bliss και στο πεδίο βολής πυραύλων White Sands στο Νέο Μεξικό. Στόχος η λεπτομερής ανάλυση των ικανοτήτων και των διαμορφώσεων των παραπάνω οχημάτων, για τον καθορισμό των χαρακτηριστικών του νέου αμερικανικού ΤΟΜΑ. Το πρόγραμμα GCV κόστους 40 δις $, προβλέπει την ανάπτυξη ενός οχήματος το οποίο θα μεταφέρει ομάδα πεζικού  9 ανδρών υπο προστασία θώρακα, ικανού να αντιμετωπίσει όλες τις απειλές ένος σύγχρονου πεδίου μάχης.

Ο επικεφαλής του προγράμματος GCV για τον αμερικανικό στρατό, Συνταγματάρχης Andrew DiMarco, δήλωσε χαρακτηριστικά : "Οι πληροφορίες που θα αποκομήσουμε από αυτές τις δοκιμές θα μας βοηθήσουν να επικυρώσουμε τις υπάρχουσες ικανότητες έναντι των απαιτήσεων για τον νέο ΤΟΜΑ του προγράμματος GCV, όπως επίσης να ερευνήσουμε τα πιθανά trade-off στην σχεδίαση του οχήματος." Αναφερόμενος ουσιαστικά στην αναζήτηση του κατάλληλου μείγματος κινητικότητας/προστασίας/φονικότητας για το νέο ΤΟΜΑ. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω αναζητήσεων, τα υπο εξέταση σχέδια οχημάτων κάνουν το Ισραηλινό Namer να μοιάζει με 500αράκι Fiat..

Μετά τον πόλεμο του 1982 οι Ισραηλινοί επιδίωξαν την ανάπτυξη βαρύτατα θωρακισμένων ΤΟΜΠ, ικανών να επιχειρήσουν μαζί με τα Merkava, χωρίς να υπολείπονται σε προστασία του μεταφερόμενου προσωπικού. Αρχικά μετέτρεψαν σκάφη αρμάτων μάχης Τ-55 (λάφυρα των Αραβο-Ισραηλινών πολέμων) και Centurion σε οχήματα μεταφοράς προσωπικού, οχήματα τα οποία είδαν εκτεταμένη δράση. H διαφορετική σχεδίαση των Ισραηλινών αρμάτων μάχης Merkava, με τον κινητήρα τοποθετημένο στο πρόσθιο μέρος του άρματος επέτρεπε την ευκολότερη μετατροπή τους, γεγονός που ώθησε τους Ισραηλινούς στην υιοθέτηση του ως βάση για το TOMΠ Νamer. Τα αρχικά Namer βασίζονταν στο σκάφος του  Merkava Mk1, και ήταν εξοπλισμένα με τηλεχειριζόμενο πυργίσκο OWS της Rafael (πυροβόλο 25mm,συζυγές των 7,62). Aργότερα εγκαταλείφθηκε η μετατροπή παλαιότερων Μerkava Mk1 σε Νamer, υπέρ της παραγωγής καινούργιων σασί Merkava MkIV. Τα διδάγματα από τον πόλεμο του Λιβάνου ώθησαν τους Ισραηλινούς στην επιτάχυνση της παραγωγής του, με στόχο τον εξοπλισμό 2 Μ/Κ Ταξιαρχιών εώς το 2013, με προτεραιότητα να δίνεται στην ΤΞ Golani στα σύνορα με την Συρία.


Για ποιο λόγο σημειώνουμε τα παραπάνω; Ίσως οι παλαιότεροι αναγνώστες θα θυμούνται την ιστορία με το ΒΜΡ-3 (που εξακολουθούν να σπονσοράρουν κάποιο επιτήδειοι για δικούς τους λόγους) και τον δημόσιο διάλογο που είχε προκαλέσει. Ειδικότερα, για το θέμα "ΤΟΜΑ/προστασία έναντι ταχύτητας" σας παραπέμπουμε στα παλαιότερα άρθρα (1,2) για την πιθανότητα απόκτησης ΒΜΡ-3 από τον Ε.Σ και τον πολύ ενδιαφέρον διάλογο του Eν Κρυπτώ με τον ακαδημαϊκό κ.Βασίλειο Μαρκεζίνη (βλ Διάλογος με τον κ. Βασίλειο Μαρκεζίνη).

Το επιχειρούμενο έγκλημα έναντι του Έλληνα πεζικάριου ευτυχώς δεν υλοποιήθηκε για λόγους ξένους με την ακαταλληλότητα του οχήματος..Δυστυχώς η εκάστοτε ηγεσία του ΕΣ δεν είναι άμοιρη ευθυνών, καθώς η προστασία του προσωπικού δεν δείχνει να είναι ψηλά στην λίστα προτεραιοτήτων της. Θα προτείναμε να αφήσουν κατα μέρους τις δεξιώσεις και τα φουαγιέ και να πιέσουν ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ προς την χορήγηση ατομικού θώρακα/σύγχρονου κράνους/σύγχρονου ιματισμού και εξαρτήσεων στον Έλληνα οπλίτη. Βεβαίως η αξιοποίηση των παραπάνω θα απαιτούσε και κατάλληλη εκπαίδευση. Η οποία θα απαιτούσε κατάλληλη θητεία. Η οποία με την σειρά της θα απαιτούσε κατάλληλη ηγεσία που θα θέσει μετ'επιτάσεως το θέμα στους πολιτικούς προιστάμενους...

Διαβάστε περισσότερα...

Επιστολή ακαδημαϊκού κ. Βασιλείου Μαρκεζίνη

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

Αγαπητό «Εν Κρυπτώ»,

Γράφω απο το Τέξας, ΗΠΑ για να πώ πόσο ενδιαφέρουσα βρήκα την εμπεριστατωμένη απάντηση στην επιστολή μου. Διδάσκω 3-4 ώρες καθημερινά (πέντε ημέρες την εβδομάδα) και παραλλήλως ετοιμάζω δύο νέες εκδόσεις νομικών μου βιβλίων. Ως εκ τούτου, δεν έχω τον καιρό να (ξανά) διαβάσω με την ησυχία μου, να αφομoιώσω τις λεπτομέρειες και ενδεχομένως να εκφράσω απορίες ή και δισταγμούς στο νέο κείμενο. Σε γενικές όμως γραμμές τολμώ να πώ οτι βρήκα το δεύτερο κείμενο πιο κατατοπιστικό αν όχι και πιό πειστικό απο το πρώτο!

Θά ήταν χαρά μια μέρα να γνωρίσω τον συγγραφέα αν το επιτρέπει αυτό η ανωνυμία του και να μάθω περισσότερα για το θέμα των εξοπλιστικών προμηθειών.

Φιλικώτατα,

Βασίλειος Μαρκεζίνης

Απάντηση "Εν Κρυπτώ":
Κύριε καθηγητά,
σας ευχαριστούμε θερμώς για τα καλά λόγια. Ο δημόσιος διάλογος μαζί σας υπήρξε τιμή και πνευματική απόλαυση. Ο συγγραφέας του κειμένου θα το θεωρούσε χαρά και τιμή να σας συναντήσει όταν επιστρέψετε στην Ελλάδα.
Με εκτίμηση,
"Εν Κρυπτώ"

Διαβάστε περισσότερα...

Μια οφειλόμενη απάντηση στον κ. Βασίλειο Μαρκεζίνη: Μέρος Δεύτερο

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Ισραηλινά άρματα μάχης Centurion περνούν την διώρυγα του Σουέζ

Ευχαριστούμε τον ακαδημαϊκό κ. Βασίλειο Μαρκεζίνη για την εκτενή απάντησή του. Ασχέτως διαφωνιών, μας τιμά ο διάλογος μαζί του. Θα προσπαθήσουμε να δομήσουμε την ανταπάντησή μας σε αντιστοιχία με το δικό του κείμενο, για λόγους καλύτερης κατανόησης.

Ας ξεκινήσουμε από το δίπολο «γενικών και ειδικών», που επικαλείται ο κ. Μαρκεζίνης ήδη από τον τίτλο της απάντησής του. Επ’ αυτού κατ’ αρχήν δυο διευκρινίσεις:
1. Παρά την εντύπωση που ίσως δημιούργησε το άρθρο, ο συγγραφέας του δεν είναι «ειδικός», δηλαδή επαγγελματίας στρατιωτικός. Γράφουν και τέτοιοι στο «Εν Κρυπτώ», αλλά ο υποφαινόμενος δεν περιλαμβάνεται σε αυτούς. Χαίρομαι πάντως που οι τεχνικές κρίσεις του άρθρου δεν διαψεύστηκαν από κανέναν και αισθάνομαι εξαιρετική τιμή για τα σχόλια επαγγελματιών όπως ο Αρματιστής, που επιβεβαίωσαν τις εκτιμήσεις του άρθρου.
2. Τούτου δοθέντος, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να γράψουμε ότι απαγορεύεται σε έναν μη ειδικό να εκφράσει γνώμη σε ειδικά θέματα. Γράψαμε ότι, εάν το πράξει (δικαίωμά του!), η γνώμη αυτή κρίνεται με κριτήρια ειδικού, και όχι με τα ελαφρυντικά του μη ειδικού. Σε κάθε περίπτωση, απορούμε πού είδε ο κ. Μαρκεζίνης την "καταληκτική συμβουλή" ότι "ως μη ειδικός στα στρατιωτικά δεν πρέπει να αρθρογραφεί για αυτά τα θέματα". Αυτό που γράψαμε είναι ότι ως άνθρωπος του μέτρου που είναι, θα όφειλε να αποφύγει τις "λιακοπουλικές" λογικές για το ΒΜΡ-3, πράγμα εντελώς διαφορετικό.

Ας πάμε τώρα στο ευρύτερο θέμα της σχέσης πολιτικών και στρατιωτικών που θέτει ο κ. Μαρκεζίνης: «Όποιος στρατιωτικός κυριαρχείται από τεχνοκρατική και μόνο νοοτροπία, ουδέποτε θα αντιληφθεί ότι το αντικείμενο της δουλειάς του είναι, σε τελευταία ανάλυση, μια κατ` εξοχήν πολιτική πράξη». Το θέμα είναι εξόχως σημαντικό και πρακτικό, και για το λόγο αυτό άλλωστε έχει γίνει αντικείμενο εκτενούς μελέτης, π.χ. από τον αείμνηστο Παναγιώτη Κονδύλη σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου του «Θεωρία του Πολέμου» (Παρέκβαση Α: «Πολιτικοί» και «Στρατιωτικοί»). Η εκεί ανάλυση είναι, κατά την άποψή μας, πολύ ουσιωδέστερη, οξυδερκέστερη και διαφωτιστική από την επικρατούσα στη Δύση ανάλυση του Samuel Huntington: «The Soldier and the State: The Theory and Politics of Civil-Military Relations». Για να μείνουμε στην ουσία, συμφωνούμε απολύτως με την επισήμανση για τον βαθύτατα πολιτικό χαρακτήρα του πολέμου, ο οποίος κι επιτάσσει τον έλεγχο των στρατιωτικών πραγμάτων, και μάλιστα των πολεμικών εκεί ακριβώς που αναφαίνεται ο πολιτικός τους χαρακτήρας: στους κανόνες εμπλοκής, στους επιδιωκόμενους πολιτικούς στόχους, στα κριτήρια (και τις αποφάσεις) για τερματισμό των εχθροπραξιών, ή για την έκταση και την φύση των επιδιωκόμενων στόχων. Όμως, ταυτόχρονα, ασπαζόμαστε και τη θέση του Κλαούζεβιτς ότι: «Η πολιτική, ασφαλώς, δε θα επεκτείνει την επιρροή της στις επιχειρησιακές λεπτομέρειες. Οι πολιτικές παράμετροι δεν καθορίζουν την τοποθέτηση των σκοπών ή την ανάπτυξη των περιπόλων» (Περί του Πολέμου, Βιβλίο VIIΙ, Κεφάλαιο 6Β). Η εμμονή στο BMP-3 πλησιάζει επικίνδυνα στο όριο αυτό.

Αλλά, πλην της θεωρητικής, υπάρχει, και η ιστορική διάσταση του θέματος: επικαλέστηκε ο κ. Μαρκεζίνης τους Carr, Kissinger, Morgenthau και Waltz ως θεμελιωτές στρατιωτικο-πολιτικών δογμάτων. Ας μας επιτρέψει να διαφωνήσουμε. Κανείς από τους προαναφερθέντες δεν υπήρξε θεμελιωτής «στρατωτικοπολιτικού δόγματος». Όλοι οι προαναφερθέντες υπήρξαν διακεκριμένοι διεθνολόγοι με άμεση ή έμμεση εμπλοκή στην διαμόρφωση της πολιτικής ασφαλείας της χώρας τους, όλοι είχαν άποψη για την αναγκαιότητα της στρατιωτικής ισχύος, ορισμένοι – ευλόγως – ασχολήθηκαν με ειδικότερους πολιτικούς στόχους που θα έπρεπε να επιτυγχάνει η στρατιωτική ισχύς, αλλά ουδείς εξ αυτών ασχολήθηκε με θέματα επιχειρήσεων ή επιλογής και χρήσης όπλων (με εξαίρεση τα πυρηνικά όπλα, που όμως είναι ειδική περίπτωση).
Αντιθέτως, υπάρχει πληθώρα παραδειγμάτων πολιτικών ανδρών οι οποίοι είχαν την ατυχή έμπνευση να παρεμβαίνουν αποφασιστικά στα αμιγώς στρατιωτικά πράγματα, με ολέθρια για τους στρατούς τους και τις χώρες τους αποτελέσματα. Περιοριζόμαστε στα πιο γνωστά παραδείγματα από τον εικοστό αιώνα:
Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ως Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου, πίεσε κατά αφόρητα τον Α’ ΠΠ για την διεξαγωγή της αποβάσεως στην Καλλίπολη – παρά τις αντιρρήσεις των επαγγελματιών στρατιωτικών. Οδήγησε δεκάδες χιλιάδες Συμμάχους στο θάνατο, χάρισε στους Τούρκους μια εύκολη νίκη, έφερε την Αντάντ σε δύσκολη θέση και τον εαυτό του σε μακρά πολιτική απαξίωση. Κατά την επάνοδό του, στον Β’ ΠΠ, ο Τσώρτσιλ συνέβαλε τα μέγιστα στη νίκη των Συμμάχων εναντίον της Γερμανίας – αλλά όχι εξ αιτίας της εμπλοκής του στα στρατιωτικά πράγματα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η βασική αποστολή του στρατιωτικού του συμβούλου (και διακεκριμένου αξιωματικού) "Pug" Ismay ήταν να πείθει τον Τσώρτσιλ να μην απαιτεί ανοησίες από το Βρετανικό Γενικό Επιτελείο και να τον μεταπείθει σταδιακά, εξηγώντας του με υπομονή και λεπτότητα γιατί οι ιδέες του ήταν λανθασμένες.

Ο Χίτλερ υπήρξε, ίσως το αποκορύφωμα του πολιτικού ηγέτη με ισχυρή άποψη για τα στρατιωτικά πράγματα, ακόμη και για τις πιο λεπτές και τεχνικές τους πτυχές. Η μικρή αυτή εμμονή του Χίτλερ κόστισε στη Γερμανία έναν Παγκόσμιο Πόλεμο – και μερικά εκατομμύρια νεκρούς. Οι παρεμβάσεις του στα τεχνικά κι επιχειρησιακά θέματα υπήρξαν ο βασικός λόγος που οι Γερμανοί απέτυχαν σε έναν πόλεμο που θα μπορούσαν να έχουν εύκολα επικρατήσει: αρκεί, νομίζω να αναφέρουμε την αποδυνάμωση της κύριας προσπάθειας προς Μόσχα επ’ ωφελεία της προσπάθειας για το Κίεβο το φθινόπωρο του ’41, τη μοιραία διαταγή για την επί τόπου άμυνα της 6ης Στρατιάς στο Στάλιγκραντ το φθινόπωρο του ’42, και την επιμονή για μείζονα επιθετική ενέργεια στην εξέχουσα του Κουρσκ το καλοκαίρι του ’43 – όλες παρά τις αγωνιώδεις αντιρρήσεις των στρατηγών του - για να έχουμε τα τρία ορόσημα της πορείας της Γερμανίας προς την ήττα κατά τον Β’ ΠΠ. Όλες, αυτές οι παρεμβάσεις, δε, με την επίκληση της μεγάλης εικόνας, που οι "ειδικοί" γερμανοί στρατηγοί αδυνατούσαν να αντιληφθούν.

Στον αντίποδα αυτών, θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί την αντίληψη περί της διαχείρισης των στρατιωτικών πραγμάτων από μεγάλους statesmen (και stateswomen…):
Ο Ρούσβελτ, ο ιδιοφυής πολιτικός ηγέτης των ΗΠΑ κατά τον Β’ ΠΠ, παρακολουθούσε τις εξελίξεις των επιχειρήσεων, αλλά περιέβαλε τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου George Marshal με απόλυτη εμπιστοσύνη, του έδωσε σχεδόν εν λευκώ εξουσιοδότηση για τη διεύθυνση των στρατιωτικών πραγμάτων – και δικαιώθηκε απόλυτα. Παρά τη μέτρια ποιότητα του Αμερικανικού Στρατού, οι ΗΠΑ δεν διέπραξαν κανένα μείζον στρατιωτικό σφάλμα, σε κανένα θέατρο επιχειρήσεων.

Η βρετανή Σιδηρά Κυρία, η Μάργκαρετ Θάτσερ, ηγήθηκε της Μεγάλης Βρετανίας στον τελευταίο «εθνικό» πόλεμο της χώρας. Η στάση της υπήρξε υποδειγματική: έλαβε μία πολιτική απόφαση παρά την ένσταση των στρατιωτικών της (και πολιτικών...) συμβούλων: αποφάσισε ότι τα νησιά Φώκλαντ θα ανακαταληφθούν με στρατιωτικό τρόπο, χωρίς διαπραγματεύσεις, παρ’ ότι αυτή ήταν η εισήγηση της στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας , αφού θεωρούσαν ότι η χώρα δε διαθέτει τα στρατιωτικά μέσα για κάτι τέτοιο. Και πέραν τούτου – της πολιτικής δηλαδή αποφάσεως - ουδέν. Καμία παρέμβαση και καμία στρατιωτική εντολή, με εξαίρεση την ήπια πίεση για όσο το δυνατόν ταχύτερη αποφασιστική ενέργεια μετά την απόβαση, λόγω των πολιτικών πιέσεων από το εξωτερικό. Όλη η εποπτεία των επιχειρήσεων περιορίστηκε στην απόφαση για κανόνες εμπλοκής, και όχι για επιχειρησιακές αποφάσεις.

Αναφέρθηκε το Ισραήλ. Σε μια χώρα που ιδρύθηκε με πόλεμο και συνεχίζει να υπάρχει μέσα σε πόλεμο, το Ισραήλ είχε πρωθυπουργούς πολιτικούς και απόστρατους στρατιωτικούς. Πότε η Γκόλντα Μέιρ παρενέβη σε στρατιωτικά θέματα; Η ισραηλινή στρατιωτική ηγεσία έθετε ενώπιόν της τις στρατιωτικές επιλογές που είχαν πολιτική σημασία, και αυτή αποφάσιζε με πολιτικά κριτήρια. Ουδέποτε διανοήθηκε να κουνάει σημαιάκια πάνω στο χάρτη, ή να επιλέγει εκείνη το τάδε ή το δείνα οπλικό σύστημα, και μάλιστα παρά την αντίθετη εισήγηση των στρατιωτικών. Της ετέθη το θέμα της κινητοποίησης των ισραηλινών εφεδρειών, της προληπτικής αεροπορικής επίθεσης, της διάβασης του Σουέζ, κι αυτή έλαβε τις αποφάσεις, κατά τεκμήριο ορθές. Κατά τις κρισιμότατες στιγμές του Πολέμου του Γιομ Κιπούρ περιέβαλε τον Αρχηγό της IDF, τον "Ντάντο" Ελαζάρ με απόλυτη εμπιστοσύνη, κι αυτός τη δικαίωσε. Όταν, αντιθέτως, κατά τον πρόσφατο πόλεμο του Λιβάνου, το 2006, ένας Ισραηλινός πρωθυπουργός χωρίς στρατιωτική πείρα, ο Εχούντ Ολμέρτ, επέβαλε την διεξαγωγή ενός πολέμου με βάση τα "θαυματουργά όπλα", με επιθέσεις ακριβείας, συστήματα BMS, δίκτυα αισθητήρων και όλη τη σύγχρονη ονείρωξη για «πληροφοριακό» και «δικτυοκεντρικό» πόλεμο, χωρίς «αναχρονιστικές μεθόδους», οι Ισραηλινοί αντιμετώπισαν το φάσμα όχι μόνον της αποτυχίας, αλλά και της ταπείνωσης.

Συνεπώς, σωστά γράφει ο κ. Μαρκεζίνης ότι οι λύσεις σε ευρύτερα προβλήματα όπως τα προβλήματα στρατηγικής απαιτούν συνεργασία πολλών ειδικών, π.χ. οικονομολόγων στρατιωτικών κλπ., υπό την αρχηγία ενός προσώπου "γενικών γνώσεων" με εποπτεία του ευρύτερου προβλήματος. Όμως αυτό απαιτεί από τον "γενικό γνώστη" να περιορίζεται στο ρόλο αυτό, χωρίς να υποκαθιστά τη γνώμη των ειδικών με τη δική του άποψη για τα ειδικά θέματα.

Ας πάμε τώρα στο κυρίως θέμα: Η απάντηση του κυρίου Μαρκεζίνη στο άρθρο του Εν Κρυπτώ (κι εμμέσως, στο αρχικό άρθρο για τα ΒΜΡ-3 είναι ένα κείμενο αντάξιο της ευρυμάθειας και της ευρύτητας πνεύματος του συγγραφέως του. Ο κ. Μαρκεζίνης κινείται με άνεση κι ευελιξία ανάμεσα σε όλα τα επίπεδα της ανάλυσης: Από θέματα σχετιζόμενα με το πυροβόλο του BMP-3 (δηλαδή αμιγώς τεχνικά), μέχρι τη συμβολή της στρατιωτικής ισχύος στην εξυπηρέτηση των σκοπών της εξωτερικής πολιτικής μιας χώρας (δηλαδή θέματα υψηλής στρατηγικής). Και ενδιαμέσως, ο κ. Μαρκεζίνης παραθέτει επιχειρήματα που αφορούν το τακτικό, το επιχειρησιακό καθώς και το στρατηγικό επίπεδο. Δυστυχώς όμως, ο πλούτος των επιχειρημάτων και η ευελιξία της επιχειρηματολογίας δεν πείθουν και για την ισχύ της υποστηριζόμενης θέσης. Αφ’ ενός, γιατί ο κ. Μαρκεζίνης υποπίπτει σε σφάλματα τυπικής λογικής ως προς τη διάρθρωση των επιπέδων ανάλυσης (τα οποία εξήγησε διαυγέστατα ο αναγνώστης μας «Νίκος» εδώ) και αφ’ ετέρου επειδή σε κάθε ένα από τα επίπεδα ανάλυσης ξεχωριστά, τα επιχειρήματα του κ. Μαρκεζίνη δεν ισχύουν. Ας δούμε ένα ένα τα επίπεδα ανάλυσης.

Το τεχνικό επίπεδο: Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες

Επί του τεχνικού θέματος της διατρητικότητας των βλημάτων του πυροβόλου ο κ. Μαρκεζίνης αναφέρει ότι: «[…]Το ότι το ΒΜP-3 μπορεί να φέρει διατρητικά βλήματα […] επιβεβαιώνεται από διάφορες πηγές (βλ. π.χ. Janes Intelligence Guide. http://www.army-technology.com/projects/bmp-3/ http://articles.janes.com/articles/Janes-Ammunition-Handbook/100-mm-3UBK10-3-Basnya-gun-launched-missile-round-Ukraine.html Janes Tank recognition guide (2nd edition) 2000 pp.170.»Όμως οι πηγές που παραθέτει ο κ. Μαρκεζίνης αφορούν τα κατευθυνόμενα αντιαρματικά βλήματα (πυραύλους) τύπου 3UBK10 (ΑΤ-10 Stabber κατά τη ΝΑΤΟϊκή κωδικοποίηση) που βάλλει το ΒΜΡ-3 από την κάνη, και όχι τα απλά βλήματα του πυροβόλου. Όπως είπαμε, τέτοια ΑΤ βλήματα βάλλουν και άλλα ΤΟΜΑ (όπως τα Bradley και Marder). Η πρόσθετη ικανότητα που υποτίθεται ότι έχει το ΒΜΡ-3 είναι το πυροβόλο ως τέτοιο. Και δείξαμε ότι αυτό δεν μπορεί να βάλει αντιαρματικά διατρητικά βλήματα κινητικής ενέργειας, επειδή δεν είναι υψηλής, αλλά χαμηλής πίεσης.

Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι, εν πάση περιπτώσει, τι σημασία έχει το γεγονός ότι δεν βάλλει ΑΤ βλήματα, αφού βάλλει αντιαρματικούς πυραύλους; Η σημασία της διαφοράς έγκειται στην τεχνική κατωτερότητα των ΑΤ πυραύλων έναντι των ΑΤ διατρητικών κινητικής ενέργειας ως οπλικού συστήματος: Ο ΑΤ πύραυλος έχει χρόνο πτήσεως πολλαπλάσιο των βλημάτων πυροβόλου (12 ολόκληρα δευτερόλεπτα για το μέγιστο βεληνεκές των 4 χλμ.), κατά τη διάρκεια του οποίου απαιτείται ο συνεχής εγκλωβισμός του στόχου από τον σκοπευτή (λόγω της καθοδήγησης), ο οποίος παραμένει εκτεθειμένος στην εχθρική αντίδραση (η τυπική αντίδραση του στόχου – και η εμπειρία έχει δείξει και σχετικά αποτελεσματική – είναι τα πυρά εναντίον του εκτοξευτή). Οι τρείς αυτοί παράγοντες, από κοινού σημαίνουν ότι ενώ το όχημα (όπως και τα Bradley και Marder) έχει δυνατότητα αυτοάμυνας σε περίπτωση συνάντησης με άρματα, δεν δύναται να αντιμετωπίσει επί ίσοις όροις άρματα μάχης, λόγω του πολύ χαμηλότερου όγκου πυρός (αλλά και για άλλους λόγους, που αναφέρονται στο επίπεδο της τακτικής, παρακάτω).

Περαιτέρω ο κ. Μαρκεζίνης αναφέρει: «σε ότι αφορά την κριτική για την αντιαρματική ανεπάρκεια του συγκεκριμένου πυροβόλου των 100 χιλ. (τύπου 2A70) χαμηλής πίεσης που φέρει το ΒΜΡ-3, δεν αντιλέγω άλλο από το προφανές : η λύση θα ήταν να εφοδιασθούν τα προοριζόμενα για την Ελλάδα ΒΜΡ-3 με πυροβόλο 100χιλ. ικανό να βάλλει διατρητικά πυρομαχικά κινητής ενέργειας». Καμία αντίρρηση. Πλην όμως το όχημα που προσφέρθηκε στην Ελλάδα, αυτό που θα προμηθευόμασταν αν ευοδωνόταν η συμφωνία, αυτό που εξυμνούσαν όλες οι δημοσιογραφικές πένες ως πανίσχυρο κλπ. κλπ., και αυτό για το οποίο μιλούσε ο κ. Μαρκεζίνης στο βιβλίο του, ήταν εξοπλισμένο με το πυροβόλο χαμηλής πίεσης 2Α70, όπως άλλωστε και όλες οι εκδόσεις του ΒΜΡ-3 που κυκλοφορούν. Έστω κι αν υπάρχει άλλο διαθέσιμο ρωσικό πυροβόλο, συμβατό με το ΒΜΡ-3 (περί αυτού αμέσως κατωτέρω), αυτό θα προϋπέθετε ανάπτυξη άλλου πρωτοτύπου, ενδεχομένως άλλου πύργου, άλλης ανάρτησης κλπ: εν ολίγοις, ένα άλλο ΒΜΡ-3. Εμείς, όπως άλλωστε και ο κ. Μαρκεζίνης στο βιβλίο του, μιλήσαμε για αυτό που επρόκειτο να αγοράσει ο Ελληνικός Στρατός. Και αυτό δεν είχε αντιαρματική δυνατότητα δια του πυροβόλου.

Ο κ. Μαρκεζίνης προσθέτει: «Φίλοι ειδικοί με πληροφορούν επί πλέον ότι η απαίτηση αυτή ικανοποιείται εύκολα γιατί και διαθέσιμα πυροβόλα υπάρχουν και ο σχεδιασμός του ΒΜΡ-3 είναι ικανός να αντέξει βολή σε κίνηση με τέτοιου τύπου πυροβόλο. Ειδικοί, πάλι, μου λένε ότι στις σειρές παραγωγής των ΒΜΡ-3 η αλλαγή πυροβόλου δεν θα επέφερε αύξηση του κόστους». Θα ήμασταν εξαιρετικά επιφυλακτικοί απέναντι σε «φίλους ειδικούς» που παραβιάζουν με χαρακτηριστική άνεση τον Δεύτερο και τον Τρίτο Νόμο του Νεύτωνα: Όταν ένα άρμα εκτοξεύει ένα βλήμα, στην πράξη του ρίχνει μια δυνατή κλωτσιά – και δέχεται εξ ίσου δυνατό τράνταγμα, το οποίο είναι μια βασική παράμετρος στο σχεδιασμό του πύργου και του πήγματος του οχήματος. Η εκτόξευση βλήματος κινητικής ενέργειας σημαίνει πολύ ισχυρότερη «κλωτσιά», άρα πολύ ισχυρότερο τράνταγμα. Όπως σωστά παρατήρησε και ο Αρματιστής εδώ, τα παραπάνω θα επέβαλλαν μεγαλύτερο και ισχυρότερο πύργο, μακρύτερη και βαρύτερη ουρά πύργου για να αντισταθμίζει το βάρος της κάνης, ισχυρότερη στεφάνη πύργου και σκάφους για να αντέχουν τα μεγαλύτερα βάρη και την οπισθοδρόμηση του πυροβόλου (για να μη διαλυθεί το σκάφος) και οπωσδήποτε ισχυρότερο σύστημα ανάρτησης. Δηλαδή πολύ αυξημένο βάρος, άρα και άλλο κινητήρα, μεγαλύτερης ιπποδύναμης και άλλες διαστάσεις του οχήματος. Και οπωσδήποτε μείωση του χώρου μεταφοράς της ομάδας πεζικού, που ούτως ή άλλως ήταν ολιγάριθμη. Εν ολίγοις, ένα ριζικά διαφορετικό όχημα, όπου όλη η φιλολογία περί αμφίβιας ικανότητας, ευελιξίας κλπ πάει περίπατο. Σημειωτέον δε ότι τα «διαθέσιμα πυροβόλα» που οι φίλοι ειδικοί διαβεβαιώνουν ότι υπάρχουν, δεν αναφέρονται πουθενά και σε καμία πηγή. Αν υπήρχαν, θα ήταν εξαιρετικά απίθανο η κατασκευάστρια εταιρεία να μην διαφημίζει τη δυνατότητα αυτή, και μάλιστα εντατικά. Αλλά δεν το κάνει πουθενά και ποτέ, και ο λόγος είναι προφανής: ακόμη κι αν υπήρχε τέτοιο πυροβόλο, η προσαρμογή του στο BMP-3 θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη, πολύπλοκη και δαπανηρή, όσο και στερούμενη νοήματος.

Το δεύτερο τεχνικό σημείο που πρέπει να θιγεί είναι η θωράκιση. Αναφέρεται ότι: «Είναι σαφές (και δεν νομίζω ότι κανείς διαφωνεί με αυτό) ότι κανένα ΤΟΜΠ/ΤΟΜΑ δεν αντέχει σε πλήγμα αντιαρματικών όπλων, ούτε σε ευθύ πλήγμα οβίδας πυροβολικού. Εξ όσων αντελήφθην το ζητούμενο είναι η προστασία από όπλα πεζικού, όλμους και θραύσματα οβίδων. Πάλι Έλληνες (και ξένοι ειδικοί) μου λένε ότι αυτή την προστασία την παρέχει επαρκέστατα το ΒΜΡ-3.» Και πάλι: το «επαρκέστατα» αυτό είναι παραπειστικό, όπως και η συνήθης αναφορά στην «προστασία από θραύσματα».

Boλή α/κ πυροβόλου Μ-109 του Ε.Σ

Κανένα ΤΟΜΑ δεν μπορεί να αντέξει σε άμεσο πλήγμα βλήματος πυροβολικού - αλλά ένας θώρακας μπορεί να παρέχει αποτελεσματική προστασία από ένα βλήμα των 155mm που θα εκραγεί σε απόσταση π.χ. 10 μέτρων από αυτόν, ενώ ένας ασθενέστερος θα δίνει την ίδια προστασία σε απόσταση π.χ. 20 μέτρων. Έχει πρακτική σημασία αυτό; Μεγάλη. Γιατί σημαίνει, στην πράξη, ότι αν ένα σύνολο οχημάτων (ας πούμε ένας Μ/Κ λόχος) δεχτεί μία βολή ΠΒ (δηλαδή: η περιοχή που κινείται θα γεμίσει από εκρήξεις βλημάτων), ο λόχος με τη βαριά θωράκιση θα υποστεί μικρότερες (ενδεχομένως πολύ μικρότερες) απώλειες. Συνεπώς, ένας Μ/Κ λόχος εξοπλισμένος με Bradley ή Marder, που έχουν σημαντικά ισχυρότερη θωράκιση, θα είναι πολύ καλύτερα προστατευμένος από ένα Μ/Κ λόχο εφοδιασμένο με BMP-3. Η σημασία αυτού εξηγείται αναλυτικότερα στο επόμενο επίπεδο, αυτό της τακτικής.


Το επίπεδο τακτικής: Magnifique, mais ce n’ est pas la guerre, c’ est de la folie (1)

Αναφέρει ο κύριος καθηγητής ότι «βλέπουμε ότι το ΒΜΡ-3 ουσιαστικά αποτελεί έναν συγκερασμό ταχύτατης και ασφαλούς προώθησης πεζών, καθώς επίσης και πυροβολικού εφόδου και αμυντικού όπλου, όταν απαιτηθεί. Είναι με δυο λόγια ένα πολυδύναμο εργαλείο που καλύπτει μία ευρύτατη ποικιλία λειτουργιών, ακόμη και την ακραία αυτοτελή (δίχως αρματική υποστήριξη) επιθετική κίνηση.» Κι ακόμη ότι: «το BMP-3 με την «τρομερή ισχύ πυρός» που διαθέτει είναι σε θέση να «διασπάσει αντίπαλες άμυνες, ακόμη και να αντιμετωπίσει άρματα», ακόμη και χωρίς τη βοήθεια υποστήριξης. Κι επίσης: «Το BMP-3 επιτρέπει όχι μόνον στατιστική άμυνα αλλά αντεπιθέσεις μέσα στο τουρκικό έδαφος, ανατρέποντας και αποτρέποντας τουρκικούς επιθετικούς σχεδιασμούς. Με έναν λόγο, είναι αυτό που μπορεί να κάνει τη διαφορά στο μέτωπο του Έβρου, εφ’ όσον έχει στοιχειώδη αεροπορική κάλυψη και υποστήριξη μέσου-βαρέως πυροβολικού». Όμως, δυστυχώς, καμία από τις δηλώσεις δεν είναι ακριβής. Ας εξηγήσουμε γιατί, ξεκινώντας από τις «αντίπαλες άμυνες»:

Μία αμυντική τοποθεσία σε έναν σύγχρονο στρατό έχει στη διάθεσή της έναν μεγάλο αριθμό από εξαιρετικά φονικά όπλα, διαφόρων κατηγοριών και βεληνεκών, που εκτείνονται σε βάθος, είναι παραλλαγμένα και – ανάλογα με το διαθέσιμο χρόνο οργάνωσης – προφυλαγμένα. Για να καμφθεί μία τέτοια αμυντική τοποθεσία (εάν είναι σκόπιμο να καμφθεί και όχι να παρακαμφθεί), ο τρόπος που χρησιμοποιούν όλοι οι στρατοί (ανεξαιρέτως) βασίζεται, κατ’ αρχάς, στην καταστολή της με πυρά πυροβολικού, όσο το δυνατόν πιο πυκνά και έντονα. Τα πυρά πυροβολικού διαφέρουν ουσιωδώς στο σκοπό τους από τα πυρά άμεσης υποστήριξης (όπως, μεταξύ άλλων, τα πυρά του πυροβόλου του BMP) κατά το εξής: το πυροβολικό, ενώ μπορεί να βάλλει πυρά (σχετικής) ακριβείας, είναι (και) όπλο περιοχής. Δηλαδή, μία κλασική του αποστολή είναι να «γεμίζει» σε βάθος μια περιοχή με πυρά, όχι κατ’ ανάγκην καταστροφικά για καλυμμένους στόχους, αλλά εξόχως τρομακτικά και παραλυτικά. Σε μία καλά προετοιμασμένη αμυντική τοποθεσία περιοχή που βάλλεται από συγκέντρωση πυρών πυροβολικού, σημαντικές δεν είναι μόνο οι απώλειες και οι καταστροφές, αλλά και το σοκ και η παράλυση του προσωπικού που δημιουργείται, και παραμένει για κάποιο διάστημα μέχρι το προσωπικό να συνέλθει. Η λειτουργία αυτή του πυροβολικού, αποτελεί τον βασικό τρόπο καταστολής μιας εχθρικής αμυντικής τοποθεσίας. Επιπλέον, για να γίνει επίθεση σε μία οργανωμένη τοποθεσία, θα πρέπει η περιοχή της προσέγγισης να απομονωθεί, δηλαδή οι αμυνόμενες δυνάμεις να αποτρέπονται από το να ενισχύσουν το σημείο που δέχεται την επίθεση. Κι αυτό γίνεται με πυρά πυροβολικού στο βάθος της τοποθεσίας.

Και τα άμεσα πυρά, αυτά που ενισχύει σημαντικά η παρουσία του πυροβόλου χαμηλής πίεσης του BMP; Αυτά είναι αναμφίβολα σημαντικά, αλλά δυστυχώς αυτά προϋποθέτουν την υπεροχή πυροβολικού, και δεν την υποκαθιστούν. Τα άμεσα πυρά μπορούν να εξουδετερώσουν οχυρά σημεία ή όπλα που έχουν επισημανθεί από την προηγηθείσα αναγνώριση (κι αυτά θα είναι τα λιγότερα), που αναφαίνονται κατά τη διάρκεια της εφόδου (συνήθως με οδυνηρό τρόπο), που βρίσκονται, κυρίως, πολύ κοντά στο πρόσθιο όριο της αμυντικής τοποθεσίας, που δεν έχουν κατασταλεί ή εξουδετερωθεί από το βομβαρδισμό, όπλα ή στοιχεία που απειλούν άμεσα, και για τα οποία δεν υπάρχει χρόνος συνεννόησης με το πυροβολικό για να τους εξουδετερώσει. Είναι σημαντικά και το BMP-3 πράγματι υπερτερεί στην αντιμετώπισή τους, αλλά (1) και τα άλλα ΤΟΜΑ μπορούν, σε μικρότερο βαθμό, να τα πλήξουν με τα πυροβόλα και τους αντιαρματικούς τους πυραύλους (που χρησιμοποιούνται σε ρόλο πυρών υποστήριξης όταν παρίσταται ανάγκη) και κυρίως (2) η υπεροχή σε έμμεσα πυρά (πυροβολικό) είναι πολύ κρισιμότερη από άποψη όγκου. Μόνο με όπλα άμεσης υποστήριξης δεν καταβάλλεται αμυντική τοποθεσία, και αν αυτό συμβεί κατ’ εξαίρεση, το κόστος σε αίμα θα καθιστά τη νίκη πύρρειο.

Αυτοί είναι οι στοιχειώδεις λόγοι που επίθεση σε οργανωμένη τοποθεσία δε είναι ποτέ εφικτή χωρίς υπεροχή πυροβολικού. Και που καθιστούν την δήλωση (και την εντύπωση…) ότι: «το BMP-3 με την «τρομερή ισχύ πυρός» που διαθέτει είναι σε θέση να «διασπάσει αντίπαλες άμυνες» άστοχη. Η δε αναφορά στην προϋπόθεση για «στοιχειώδη [] υποστήριξη μέσου-βαρέως πυροβολικού» γίνεται κάπου φευγαλέα. Κι όμως, αυτή είναι η κρίσιμη (κι όχι στοιχειώδης) προϋπόθεση για επίθεση σε οργανωμένη τοποθεσία (και φυσικά, για τις περισσότερες άλλες επιθετικές κι αμυντικές, τακτικού κι επιχειρησιακού επιπέδου). Αλλά αυτή την κρίσιμη προϋπόθεση είναι που θα στερούσε από την ελληνική πλευρά η αγορά των BMP. Γιατί στη Θράκη οι Τούρκοι δημιουργούν σταδιακά και σταθερά μια καταθλιπτική υπεροχή του τουρκικού πυροβολικού. Και η αγορά των BMP από έναν πεπερασμένο αμυντικό προϋπολογισμό θα γινόταν εις βάρος της δυνατότητας εκσυγχρονισμού του ελληνικού πυροβολικού, προτεραιότητας απείρως πιο σημαντικής.

Μια πιθανή ερώτηση θα ήταν: Αν ένα ΤΟΜΑ ή ΤΟΜΠ μεταχειρισμένο κάνει τη δουλειά του μια χαρά, γιατί δεν ισχύει το ίδιο και για τα πυροβόλα του ΠΒ; Για τον απλούστατο λόγο ότι για να κάνουν τα πυροβόλα του ΠΒ όλες τις άλλες αποστολές υποστήριξης μάχης, θα πρέπει να έχουν αρχικά επικρατήσει έναντι των αντίστοιχων εχθρικών. Η πρώτη και βασικότερη αποστολή του πυροβολικού είναι η αποστολή αντιπυροβολικού, αυτή είναι η αποστολή ΟΛΩΝ των μονάδων πυροβολικού (ασχέτως του κεντρικού σχεδιασμού κι ελέγχου της αποστολής σε μεραρχιακό επίπεδο – εν μέρει λόγω ανάγκης στον ΕΣ…) και είναι αποστολή στην οποίο το αποφασιστικό πλεονέκτημα (σε αντίθεση με τα ΤΟΜΑ) είναι το τεχνολογικό. Όποιος έχει μεγαλύτερο βεληνεκές, μικρότερους χρόνους τάξης και καλύτερη ροή πληροφοριών θα επικρατήσει. Ο άλλος, ή θα σιγήσει ή θα πεθάνει. Η υπεροχή πυρός είναι που δίνει την ευχέρεια για όλους τους ελιγμούς και τις ενέργειες. Εκτός αν φιλοδοξούμε να ξαναδώσουμε τη μάχη Κιλκίς-Λαχανά…

Η εσφαλμένη εκτίμηση για την αξία του BMP επεκτείνεται σε άλλες όψεις του θέματος: «το BMP-3 με την «τρομερή ισχύ πυρός» που διαθέτει είναι σε θέση να «διασπάσει αντίπαλες άμυνες []». Εδώ, πέραν του σφάλματος που προαναφέρθηκε, υπάρχει κι ένα ακόμη βασικό σφάλμα: Η υποστήριξη με άμεσα πυρά που προσφέρει το BMP, πέραν του ότι δεν είναι κρίσιμη, όπως είπαμε, δεν είναι και καινοφανής: σε όλα τα ΜΚ συγκροτήματα, κατά τη φάση της επίθεσης σε αμυντικές τοποθεσίες, την υποστήριξη σε άμεσα πυρά την προσφέρουν, κατ’ εξοχήν, τα άρματα μάχης του συγκροτήματος. Αυτά, παραμένοντα σε κάποια απόσταση από την εχθρική άμυνα για τον φόβο των αντιαρματικών, καλύπτουν το πήγμα τους και παρέχουν άμεση υποστήριξη με το κύριο πυροβόλο, ασύγκριτα μεγαλύτερης ισχύος πυρός από το κατοστάρι του BMP, από μεγαλύτερη απόσταση και σε μεγαλύτερη ασφάλεια. Ώστε το BMP, ενώ προσφέρει ενίσχυση της υποστήριξης με άμεσα πυρά, δεν προσφέρει κάτι που δεν υπάρχει ήδη. Αντιθέτως, με δεδομένη την ασθενή του θωράκιση, αυτό θα είναι αναγκασμένο για τις θέσεις βολής να εκτεθεί με πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο, ή αντιστρόφως, να μη μπορεί να εκμεταλλευτεί ευνοϊκές θέσεις βολής για πυρά άμεσης υποστήριξης.


Κι ο «αρματικός» κι αντιαρματικός ρόλος του BMP; Κι εδώ, πέραν της πλάνης σε τεχνικό επίπεδο που αναφέραμε προηγουμένως, υπάρχει και μια συνήθης σύγχυση ως προς τις δυνατότητες και τους ρόλους των δύο συστημάτων. Το BMP έχει δυνατότητα αντιαρματικής άμυνας μέσω των 8 ΑΤ πυραύλων που φέρει, όπως έχουν και τα Marder και Bradley με τους αντίστοιχους πυραύλους. Αυτή η δυνατότητα δε σημαίνει ότι αυτά «έγιναν άρματα». Αυτό που εξασφαλίζουν οι ΑΤ πύραυλοι είναι η δυνατότητα αντιαρματικής αυτοπροστασίας. Σε όλους τους στρατούς που γνωρίζουμε, όταν ΤΟΜΑ αντιλαμβάνονται εχθρικά άρματα μάχης, σπεύδουν να καλύψουν το πήγμα τους (εκτός αν αυτό είναι αδύνατον), βάλουν ΑΤ για να αμυνθούν, και δεν εγκαταλείπουν την κάλυψή τους παρά μόνον εάν η αρματική απειλή έχει αντιμετωπιστεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Αυτό, λόγω της συναίσθησης της αδυναμίας τους απέναντι στα άρματα μάχης εξ αιτίας της ασθενούς θωράκισης, του χαμηλού ρυθμού βολής, και των υποδεέστερων αισθητήρων. Σε αντίθεση με τα ΤΟΜΑ, αν άρματα μάχης συναντήσουν εχθρικά άρματα (και κατά μείζονα λόγο, ΤΟΜΑ) η επιδίωξή τους θα είναι να βάλουν άμεσα και να κινηθούν ώστε να αποκτήσουν το τακτικό πλεονέκτημα, παίρνοντας ευνοϊκή θέση ως προς τον αντίπαλο, επιδιώκοντας την πλευροκόπηση, την υπερκέρασή του ή ό,τι άλλο επιτάσσει η τακτική κατάσταση και η κρίση του επικεφαλής. Ώστε το ένα όχημα θα καθηλωθεί, και θα προσπαθεί απλώς να απωθεί τα εχθρικά άρματα, ενώ το άλλο όχημα θα έχει την ευχέρεια είτε να κινηθεί επιθετικά, είτε και να παρακάμψει με ασφάλεια τα TOMA (τα οποιαδήποτε ΤΟΜΑ) για να επιδιώξει κάποιον άλλο σκοπό.

Ο κ. Μαρκεζίνης επικαλέστηκε «φίλους ειδικούς, έλληνες και ξένους», κι ασφαλώς έχει πολλούς τέτοιους. Σαν άνθρωπος με μακρά και διακεκριμένη παραμονή στην Βρετανία, είναι βέβαιον ότι έχει και βρετανούς φίλους ειδικούς. Θα απευθύναμε, λοιπόν, την εξής πρόκληση στον κ. Μαρκεζίνη: Ας ρωτήσει έναν βρετανό φίλο, αξιωματικό της 7ης Ταξιαρχίας (πλέον) του Βρετανικού Στρατού (των περίφημων Desert Rats), πως θα εκτιμούσε το αποτέλεσμα μιας αντιπαράθεσης της ταξιαρχίας του με μία ταξιαρχία από BMP-3 στις μονάδες ελιγμού της – με όλη την αντιαρματική τους σκευή. Κατά το βρετανικό έθιμο, θα ήμασταν διατεθειμένοι να στοιχηματίσουμε και λεφτά για την απάντηση...

Μια επιπλέον παρατήρηση, στο επίπεδο τακτικής, συναφής με την προηγούμενη παρατήρηση, αλλά και σχετικά με την θωράκιση και την προστασία. Η ισχυρή προστασία θώρακος δεν είναι απλώς θέμα προστασίας, ούτε και μόνον «ανθρωπιστικό» θέμα, αλλά, εξ ίσου και θέμα ευκινησίας και επιβίωσης. Η ευκινησία σε τακτικό επίπεδο δεν εξαρτάται τόσο από την «τελική ταχύτητα» (για να το πούμε απλοϊκά) αλλά και από την δυνατότητα και την αίσθηση ασφάλειας που έχει ένα όχημα ή μια ομάδα στο πεδίο της μάχης. Ένα όχημα που έχει ασθενή προστασία έχει εύλογη απροθυμία να κινηθεί και να εκτεθεί, ενώ ένα καλύτερα προστατευμένο θα κινείται. Για να το πούμε ακόμη πιο σχηματικά: ένας αρχηγός πληρώματος Bradley ή Marder, όταν αντιλαμβάνεται εχθρικό πολυβόλο 0,50 σε απόσταση βολής θα κινείται άφοβα, ενώ ένας αρχηγός πληρώματος BMP θα είναι πολύ προσεκτικότερος, ασχέτως «τελικής» του κάθε οχήματος. Εξ ου κι ο ισραηλινός κανόνας: Protection is mobility.

Κι ακόμη: Αν ένα ΤΟΜΑ προσφέρει μεγαλύτερη επιβιωσιμότητα ενός άλλου σε πυρά πυροβολικού (κι είπαμε προηγουμένως ότι η αντοχή και η επιβιωσιμότητα δεν είναι απόλυτες αλλά σχετικές) τότε το πλεονέκτημα είναι τακτικό. Αν ένα συγκρότημα ΜΚ εκτεθεί σε ισχυρό πυρ εχθρικού πυροβολικού, τότε αναπόφευκτα θα υποστεί κάποιες απώλειες. Αλλά αν η διαφορά θώρακα σημαίνει ότι ένα συγκρότημα από BMP χάσει το 50% της δυνάμεώς του, ενώ ένα συγκρότημα από Marder ή Bradley χάσει το 10%, η διαφορά δε θα έγκειται μόνον στην οδύνη της απώλειας ανθρώπινης ζωής, αλλά και στη δυνατότητα συνέχισης της αποστολής. Στη μία περίπτωση το συγκρότημα φθείρεται αλλά συνεχίζει την αποστολή του, ενώ στη δεύτερη απλά αδυνατεί.

Υπάρχουν δεκάδες ακόμη επιχειρήματα σε ότι αφορά το ρόλο, την καταλληλότητα και τη σκοπιμότητα του BMP, που η οικονομία χώρου δεν επιτρέπει να παρατεθούν. Αλλά, τελικά, νομίζουμε ότι μόνον κάποιοι στίχοι μπορούν ν’ αποδώσουν το σχόλιό μας για την αντίληψη που θεωρεί το BMP-3 ως «πολυδύναμο εργαλείο που καλύπτει μία ευρύτατη ποικιλία λειτουργιών, ακόμη και την ακραία αυτοτελή (δίχως αρματική υποστήριξη) επιθετική κίνηση». Ελπίζουμε ότι ο κ. Μαρκεζίνης, με τη βαθειά παιδεία του, θα τους εκτιμήσει αναλόγως:

Half a league, half a league,
Half a league onward,
All in the valley of Death
Rode the six hundred.
"Forward the Light Brigade!
Charge for the guns!" he said.
Into the valley of Death
Rode the six hundred.

(The Charge Of The Light Brigade by Alfred, Lord Tennyson)


Το επιχειρησιακό επίπεδο – Cult of the offensive (2)

Τα επιχειρήματα περί της «τρομερής επιθετικής ικανότητας του BMP» σε επίπεδο τακτικής τροφοδοτούν το επόμενο στάδιο στο σκεπτικό του κ. Μαρκεζίνη, το οποίο είναι η επιχειρησιακή εκμετάλλευση του πλεονεκτήματος αυτού. Πιο συγκεκριμένα:

«[] το BMP-3 είναι επιθετικό όπλο, πράγμα το οποίο υποδηλώνει ότι, στην κρίσιμη στιγμή,το ελληνικό αμυντικό πρόβλημα στον Έβρο θα μπορούσε να λυθεί – όπως στον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ – με υπέρβαση του υδάτινου κωλύματος από τον αμυνόμενο και, στη συνέχεια, να μεταβληθεί σε πλευρικό πλήγμα των μετόπισθεν των επιτιθεμένων, ώστε να βρεθούν αποκομμένοι δυτικά του Έβρου.»

Κι ακόμη: «Η τάφρος υποτίθεται ότι θα μας απήλασσε από τον κίνδυνο αιφνιδιαστικής εισβολής των Τούρκων, καθιστώντας παράλληλα την άμυνα μας ευχερέστερη ακόμη και με το σημερινό – αριθμητικά ελλειμματικό θα έλεγα - ανθρώπινο δυναμικό. Ωστόσο, η κατασκευή της τάφρου δεν είναι απόλυτη λύση, διότι η δυσχέρεια που προσθέτει δεν αρκεί για να αποτρέψει τους Τούρκους απο το να προετοιμασθόυν κατάλληλα για την αιφνιδιαστική της υπέρβαση καί να καταλάβουν π.χ. το βορείως του Ερυθροποτάμου Ελληνικό έδαφος καί να παραμείνουν εκεί οχυρωμένοι και διαπραγματευόμενοι Ερωτώ, η πλευροκόπηση καί κύκλωση μιας ενδεχόμενης Τουρκικής επιθετικής κίνησης πρέπει να αποκλείεται δογματικά; Ειναι αρκετό να εξαρτάται από τις γέφυρες που θα συναρμολογήσει στην τάφρο το Μηχανικό μας;»

Για να διατυπώσουμε συνοπτικά το βασικό νήμα του σκεπτικού: Φτιάξαμε μια τάφρο, θεωρούμε ότι είναι απόλυτη λύση, αλλά αυτό δεν ισχύει γιατί οι Τούρκοι μπορούν, παρά την ύπαρξή της, να καταλάβουν αιφνιδιαστικά ένα κομμάτι εδάφους εντεύθεν του Έβρου και να το διατηρήσουν. Η λύση, δε, σε αυτό είναι να υπερβούμε κι εμείς τον Έβρο, να υπερκεράσουμε τις επιτιθέμενες τουρκικές δυνάμεις και να αχθούμε στα νώτα τους, αποκόπτοντάς τους από την Ανατολική Θράκη. (Και φυσικά, αυτό είναι κάτι που μπορεί να κάνει το BMP, ενώ χωρίς αυτό δε γίνεται).

Αν και η συζήτηση για αυτό το θέμα σε αυτό το επίπεδο διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να εκφυλιστεί σε επιπέδου «δεξιότερα Κουροπάτκιν (3)» , θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε γιατί η διάθεση για «ελληνική επίθεση εντεύθεν του Έβρου, με σκοπό την περικύκλωση των Τούρκων επιτιθεμένων» αφ’ ενός τίθεται… βουλησιαρχικά, αφ΄ ετέρου δεν έχει σχέση με τα βασικά επιχειρησιακά προβλήματα που αντιμετωπίζει το Δ’ ΣΣ. Προκαταρκτικά, να αναφέρουμε ότι κανείς δεν θεώρησε ποτέ την τάφρο απόλυτη λύση στο αμυντικό μας πρόβλημα, όπως και κανείς δε θεωρεί τον Έβρο απόλυτη λύση στο αμυντικό μας πρόβλημα, μιας και η τάφρος είναι απλώς συνέχεια του Έβρου. Η τάφρος, όπως και ο Έβρος , είναι αμυντικά κωλύματα, και τα αμυντικά κωλύματα απλώς διευκολύνουν την άμυνα.

Το Δ΄ΣΣ, με παρατεταγμένες δύο ΜΚ μεραρχίες κατά μήκος του Έβρου και τρεις ΤΘ Ταξιαρχίες ως εφεδρείες πιο πίσω, είναι αντιμέτωπο με 3 τουρκικά Σώματα Στρατού, με ισχυρότερους συνιστώντες σχηματισμούς (ταξιαρχίες τετραγωνικές κι όχι τριαδικές, όπως οι ελληνικές), με εξαιρετικά υψηλά ποσοστά επάνδρωσης των μονάδων τους και με σημαντική υπεροχή πυροβολικού. Επιπλέον, οι Τούρκοι έχουν πλήρη πρωτοβουλία ως προς τον χρόνο και τον τόπο της ενέργειάς τους.

Σε ενδεχόμενο πραγματικής εχθρικής επίθεσης, οι Τούρκοι έχουν την ευχέρεια, λόγω της υπεροχής σε μονάδες, μέσα και ανθρώπινο δυναμικό, να επιτύχουν στο σημείο (ή στα σημεία) που θα επιχειρήσουν βίαια διάβαση, μεγάλη συγκέντρωση δυνάμεων και σημαντική τοπική υπεροχή. Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις τους κατά μήκος του Έβρου, και σε βάθος πίσω από αυτόν, παραμένουν πιο ισχυρές από τις απέναντί τους ελληνικές – σίγουρα μέχρι να καταφθάσουν οι ελληνικές εφεδρείες. Η λογική της ελληνικής άμυνας (όπως και της κάθε άμυνας σε κώλυμα) είναι ότι παρά την υπεροχή τους, οι τουρκικές δυνάμεις για να εισβάλουν θα πρέπει να διαβούν τον Έβρο (ή την τάφρο). Αυτό είναι μια επιχείρηση δύσκολη, που ακόμη κι αν στεφθεί από επιτυχία καθ΄ εαυτή, επιτρέπει μόνον αργή και σταδιακή διεκπεραίωση δυνάμεων, κι αυτή πάντα υπό απειλή, μιας και ακόμη και μετά την τοποθέτηση πλωτών γεφυρών, αυτές είναι ελάχιστες κι ευάλωτες. Συνεπώς, σε ΚΑΘΕ απόπειρα διάβασης, υπάρχει μια φάση κατά την οποία ο επιτιθέμενος είναι σε αδύναμη θέση κι ο αμυνόμενος σε (θεωρητικά) ισχυρότερη. Αυτή είναι η κατάσταση που επιδιώκει να εκμεταλλευτεί η ελληνική πλευρά (και κάθε πλευρά σε αυτή την κατάσταση).
Πώς να την εκμεταλλευτεί; Επιδιώκοντας την όσο το δυνατόν πιο στενή περίσχεση του εχθρικού προγεφυρώματος από τις επί τόπου δυνάμεις, κι επιδιώκοντας να συγκεντρώσει στην περιοχή εκείνη όσο το δυνατόν ισχυρότερες δυνάμεις ώστε να εξαλείψει το προγεφύρωμα.

Από πού θα βρει τις δυνάμεις αυτές; Με δεδομένο ότι οι επί τόπου δυνάμεις θα είναι, εκ των πραγμάτων, υποδεέστερες από κάθε πλευρά, (εκεί θα έχει γίνει η μεγαλύτερη συγκέντρωση εχθρικής δύναμης) θα πρέπει: είτε να έρθουν από το υπόλοιπο μήκος του Έβρου (όπου, όμως, οι αντίπαλες δυνάμεις παραμένουν, και πάλι, ισχυρότερες και καθηλώνουν τις ελληνικές – κι επιπλέον η διαμόρφωση του οδικού δικτύου δεν ευνοεί την αλλαγή θέσεων των μονάδων) είτε, προφανώς, από τις εφεδρείες, δηλαδή τις ΤΘ Ταξιαρχίες που θα σπεύσουν στην περιοχή από τα δυτικά.
Ο αγώνας δρόμου θα είναι: οι επί τόπου ΜΚ ταξιαρχίες (και ΤΣ Συντάγματος, στο βορρά) να αμυνθούν όσο το δυνατόν καλύτερα, παραχωρώντας όσο το δυνατόν λιγότερο έδαφος στον εχθρό (στην καλύτερη περίπτωση αποτρέποντας την διάβαση, αλλά αυτό είναι ρεαλιστικά απίθανο) καταστρέφοντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αρματικό και άλλο δυναμικό του, και οι εφεδρείες να φτάσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, στο χώρο που έχει εκδηλωθεί η Κύρια Προσπάθεια του εχθρού, για να την εξαλείψουν επιθετικά. Πώς θα το αντιμετωπίζουν αυτό οι τούρκοι; Αποτρέποντας την κίνηση των ελληνικών εφεδρειών προς τα εμπρός, με πυρά βάθους από το (υπέρτερο σε αριθμό, ποιότητα οπλισμού και βεληνεκές) ΠΒ τους, καθώς και (πιθανότατα) με τη διενέργεια ανορθόδοξων επιχειρήσεων στις υπώρειες της Ροδόπης απ’ όπου θα πρέπει να διέλθουν οι ενισχύσεις προς την ΧΙΙ Μεραρχία.

Ποια είναι η εναλλακτική επιλογή που προτείνεται, ελέω BMP-3; Ποια είναι η εναλλακτική επιλογή που προτείνεται, ελέω BMP-3; Χοντρικά: τα 450 BMP θα διέλθουν κι αυτά το ποτάμι (προφανώς αφού εντοπιστεί η Κύρια Προσπάθεια του εχθρού), για… να τον κυκλώσουν και να τον αποκόψουν στην ελληνική όχθη. Και να το πράξουν αυτό αυτοτελώς, χωρίς άλλες μονάδες π.χ. τεθωρακισμένων ή ανεφοδιασμού (αφού θα περάσουν… κολυμπώντας). Όμως προκύπτει το ερώτημα: τα… 450 BMP που θα κολυμπήσουν απέναντι, από που θα προέλθουν, και που θα βρίσκονται; Διότι:

Αν μεν τα BMP διατεθούν στις ΜΚ ταξιαρχίες της πρώτης γραμμής , τότε αυτά θα βρίσκονται ευλόγως διασκορπισμένα κατά μήκος του Έβρου, (σε δυνάμεις ΜΚ τάγματος, των 40-45 οχημάτων).
• Είτε θα δράσουν συγκεντρωτικά οπότε: θα πρέπει… να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους (οι τούρκοι που είναι απέναντι υπέρτεροι δε θα κάνουν άλλη ενέργεια διάβασης;) και να κινηθούν κατά μήκος του Έβρου, μπροστά από τα μάτια των τούρκων, για να συγκεντρωθούν σε κάποιο σημείο κοντά στο σημείο της τουρκικής διάβασης(αλλά όχι πολύ κοντά), ώστε να περάσουν απέναντι, κι αφού κατά τη διαδρομή θα έχουν δεχθεί τις περιποιήσεις του εχθρικού ΠΒ (αφού έχουν... αντοχή στα θραύσματα, δεν πειράζει). Αφού συγκεντρωθούν σε κάποιο σημείο του Έβρου (χωρίς να το καταλάβουν οι Τούρκοι;!), θα κολυμπήσουν αιφνιδιαστικά απέναντι (πάλι, χωρίς ανεφοδιασμό, για να μην πούμε άλλη υποστήριξη, πχ Υγιειονομικού) και μετά;… Μετά θα αρχίσουν να κινούνται επιθετικά, εναντίον υπέρτερων δυνάμεων που θα είναι πλήρη συγκροτήματα συνδυασμένων όπλων, με άρματα, ΑΤ πυραύλους, ΠΒ και πεζικό; Θα στείλουμε 400 BMP-3 (προσέξτε! όχι πλήρεις ταξιαρχίες εξοπλισμένες και με BMP-3, αλλά σκέτα Μ/Κ τάγματα εξοπλισμένα με BMP-3, γιατί χωρίς εγκατεστημένες γέφυρες τίποτα άλλο δε θα μπορεί να ακολουθήσει) εναντίον ισχυρότατων βαρέων ταξιαρχιών, από τις οποίες οι εμπρός θα είναι μάλλον αμυντικά οργανωμένες (τουλάχιστον τα ΜΚ τάγματά τους) κι οι υπόλοιπες κλιμακωμένες σε βάθος σε επιθετική διάταξη! Και, μετά από 24 ώρες, που οι μονάδες θα χρειάζονται καύσιμα και πυρομαχικά; Που θα τα βρούνε;;;
• Είτε θα δράσουν αποκεντρωμένα, δηλαδή: θα περάσουν απέναντι από τα σημεία που ήδη ταγμένα, δηλαδή καθ’ όλο το μήκος του Έβρου. Κι αφού περάσουν, θα δράσουν μεμονωμένα, δηλαδή: ένα Μ/Κ τάγμα εξοπλισμένο με BMP-3 θα κολυμπήσει απέναντι, και θα πάει να ψάχνει… τι; Θα περάσουν απέναντι, ενώ δεν γνωρίζουν τη διάταξη των εχθρικών αρμάτων, που δεν έχουν εμπλακεί, αντιθέτως, βρίσκονται στους χώρους συγκεντρώσεώς τους; Χωρίς αναγνώριση; Και θα ελίσσονται ανάμεσά τους, ανεντόπιστα, ψάχνοντας για τις εχθρικές μονάδες ΠΒ; Κι όταν τις προσβάλουν; Θα διαφύγουν, και πάλι ανεντόπιστα, και πάλι ελισσόμενα ανάμεσα στις εχθρικές δυνάμεις; 40άδες από τεθωρακισμένα;;; Και το βασικό μας πρόβλημα, το εχθρικό προγεφύρωμα, πώς θα το ενοχλήσουν – αφού θα είναι μακριά από αυτό; Αυτό, στο Γερμανικό Στρατό του Β’ ΠΠ το έλεγαν Himmelfahrtskommando (4)

Αν, πάλι, τα 450 BMP-3 διατεθούν στα ΜΚ τάγματα των ΤΘ ταξιαρχιών, τότε, προφανώς, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα, θα ακολουθήσουν τις ταξιαρχίες τους στην προσπάθεια να φτάσουν μπροστά και να προσβάλουν το τουρκικό προγεφύρωμα. Εκτός αν το νέο σχέδιο προβλέπει ότι η ελληνική εφεδρεία δεν θα ελέγξει πρώτα τα τουρκικά προγεφυρώματα, αλλά… αγνοώντας τα, θα επιχειρήσει να περάσει απέναντι. Τότε, και πάλι, θα χρειαστεί τις γέφυρες και όλα τα συναφή. Όμως τότε, αντί να διενεργήσει την επίθεσή του στο σημείο που έχει πλεονέκτημα (δηλαδή επί του ελληνικού εδάφους, όπου οι τούρκοι είναι σε περίσχεση, δυσκολεύονται να διεκπεραιώσουν τα οχήματά τους, και το ελληνικό ΠΒ μπορεί να δρα εντός του βεληνεκούς του) θα εμπλακεί η ίδια στο σενάριο που είναι το πιο δύσκολο: προγεφύρωμα απέναντι αλλά για τη δική μας πλευρά: χωρίς αριθμητική υπεροχή, χωρίς υπεροχή ΠΒ (αφού τα σχετικά κονδύλια τα έχει απορροφήσει το BMP), και… χωρίς εφεδρείες –αφού είναι οι εφεδρείες αυτές που εμπλέκονται….

Η ιδέα περί επιθετικής διαβάσεως του Έβρου από τα BMP ώστε να κυκλωθεί και να αποκοπεί ένα τουρκικό προγεφύρωμα είναι μια καλή ιδέα μόνον στο άκουσμά της. Αρκούν 60 δευτερόλεπτα προσεκτικής σκέψης με τα επιχειρησιακά δεδομένα υπ ‘όψιν, για να καταλάβει κανείς ότι στερείται επιχειρησιακής αξίας. Κι αν ένα τέτοιο σενάριο μπει πάνω σε χάρτη με πραγματικά δεδομένα, και δοκιμαστεί με τους πραγματικούς επιχειρησιακούς περιορισμούς (ανεφοδιασμοί, χρόνοι, αποστάσεις κλπ) η δοκιμή του δε θα κρατούσε πάνω από μερικά λεπτά.

Yπάρχουν επιχειρησιακές συλλήψεις και ιδέες που είναι τολμηρές, κι έχουν επιτύχει. Υπάρχουν άλλες που είναι τολμηρές, αλλά θεωρήθηκε πολύ επικίνδυνο να εφαρμοστούν – και θα μπορούσαν να είχαν επιτύχει. Υπάρχουν κι άλλες ιδέες, που θεωρήθηκαν μη ρεαλιστικές, κι αποκλείστηκαν πολύ γρήγορα. Η παραπάνω ιδέα δεν ανήκει, καν, σε κάποια από αυτές τις κατηγορίες. Όπως λέει ένα ρητό, "για να παραβείς τους κανόνες, πρέπει πρώτα να τους μάθεις".

Και, αφού χρησιμοποιήθηκε ως παράδειγμα επιθετικού πνεύματος το Ισραήλ και ο πόλεμος του 1973, μερικά σύντομα σχόλια:

1. Οι ισραηλινοί διέβησαν το Σουέζ αφού είχαν αναχαιτίσει τις αιγυπτιακές δυνάμεις και σταθεροποιήσει την κατάσταση, και όχι προκειμένου να τις αναχαιτίσουν

2. Οι ισραηλινοί διέβησαν του Σουέζ κι εξαπέλυσαν αντεπίθεση, αφού στην αμυντική μάχη είχαν καταστρέψει μεγάλο μέρος του Αιγυπτιακού αρματικού δυναμικού. Άλλωστε, αυτός είναι πάντα ο σκοπός της αμυντικής μάχης: να καταστρέψει ο αμυνόμενος τις επιτιθέμενες δυνάμεις, και να περάσει σε αντεπίθεση.

3. Οι ισραηλινοί αρχικά πέρασαν στην αντεπίθεση χωρίς να έχουν υπεροχή πυροβολικού και αεροπορίας, έφαγαν τα μούτρα τους και το ξαναεπιχείρησαν μόνον όταν είχαν αποκαταστήσει υπεροχή εκεί. Το πυροβολικό που λέγαμε...

4. Ένα βασικό σφάλμα που πλήρωσαν οι Ισραηλινοί στον πόλεμο αυτό υπήρξε η πλάνη τους, λόγω κακής ερμηνείας του θριάμβου του 1967, ότι στο άρμα μάχης βρήκαν την «silver bullet » του χερσαίου πολέμου. Οι αμιγώς αρματικές ισραηλινές ταξιαρχίες, χωρίς μηχανοκίνητο πεζικό, σχηματισμός που είχε εγκαίρως επικριθεί από τους περισσότερους δυτικούς παρατηρητές, υπήρξαν βασική αδυναμία των ισραηλινών δυνάμεων. Επειδή απέφυγαν τα σοβαρά επιχειρησιακά λάθη στη συνέχεια, επειδή ενισχύθηκαν εγκαίρως και αφειδώς από τις ΗΠΑ, κι επειδή τους βοήθησαν με τα τραγικά λάθη τους οι αντίπαλοί τους, επεβίωσαν. Αν εμείς βρούμε την «silver bullet» μας στο BMP, και μάλιστα τη συνδυάσουμε και με σοβαρά επιχειρησιακά σφάλματα, όπως αυτά που προτείνονται, είναι αμφίβολο αν θα επιβιώσουμε εμείς.

5. Το επιθετικό πνεύμα που δικαίως θαυμάζει ο κ. Μαρκεζίνης δεν επετεύχθη ούτε με πολιτική απόφαση, ούτε με ηθικές παραινέσεις. Επετεύχθη επειδή οι ισραηλινοί έκαναν σωστά τα θεμελιώδη του στρατού: ορθή επιλογή στελεχών, εντατική και ρεαλιστική εκπαίδευση, και όλα τα άλλα, άυλα, που προσδίδουν ποιότητα και αυτοπεποίθηση σε ένα στρατό – κι επιθετικό πνεύμα. Και επιπλέον το επιθετικό πνεύμα μερικές φορές απέβη οδυνηρά εις βάρος τους, διότι περισσότερο από οποιοδήποτε πνεύμα σημασία έχει κάθε φορά η (κατά Κλαούζεβιτς) «λεπταισθησία της κρίσης του διοικητή»


Το επίπεδο της υψηλής στρατηγικής


Τα επιχειρήματα του κ. Μαρκεζίνη στα προηγούμενα επίπεδα δημιουργούν μια διαδοχή συμπερασμάτων που έχει ως τελικό στόχο το επίπεδο της υψηλής στρατηγικής, σε πολλές του διαστάσεις. To βασικό συμπέρασμα στο οποίο οδηγούν, και στο οποίο το BMP-3 υπέχει θέση Wunderwaffe (5), είναι ότι:

«Αδυνατούμε να αντιληφθούμε τί θα απέτρεπε/αποθάρρυνε τους Τούρκους. Αδυνατούμε να διαβάσουμε την παγιωμένη τους αντίληψη: ότι οι ΄Ελληνες δεν επιθυμούν (και δεν είναι εξοπλισμένοι για) συνολικό πόλεμο ως αντίδραση στην διαρκή προώθηση των Τουρκικών βλέψεων. Το ΒΜΡ-3 συνιστούσε ακριβώς μια ένδειξη ότι και μπορούμε και θέλουμε. Επιλέγοντας – πιθανώς - τα «δεύτερο χέρι» ΤΟΜΠ από τα υπολείμματα των Γερμανών και των Αμερικανών, φοβούμαι οτι εκπέμπουμε - εμμέσως πλην σαφώς - την εντύπωση πως θα ρίξουμε , αν ανακύψει η ανάγκη κάποιες τουφεκιές για «την τιμή» των όπλων και μετά το πολιτικό - και όχι στρατιωτικό - κατεστημένο θ` αποδεχθεί το τετελεσμένο, όπως άλλωστε όλα αυτά τα χρόνια έχει κάνει.»

Αξίζει όμως να παραθέσουμε ένα σχόλιο αναγνώστη που αντικρούει αυτό που σωστά χαρακτηρίζει ως «ψευδοδίλημμα που μας καλεί να επιλέξουμε μεταξύ δύο αυθαίρετων και επιλεκτικά διατυπωμένων θέσεων:
(1) Ή Χ ΤΟΜΑ και απαρχαιωμένο στρατιωτικό δόγμα του '40/ αδυναμία ελληνικής αντεπίθεσης στον ΈΒρο κτλ
Ή (2) ΒΜΡ3 και δυνατότητα περικύκλωσης του Τ.Σ., ελληνικής αντεπίθεσης στον Έβρο κτλ.
(3) Εμείς θελουμε ελληνική αντεπίθεση/περικύκλωση του Τ.Σ.
Αρα πρέπει να πάρουμε το ΒΜΡ3

Αν ο ΕΣ έχει στρατιωτικό δόγμα του '40, αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες και όχι στο ότι δεν διαθέτει το συγκεκριμένο οπλικό σύστημα. Και ανάποδα: Αν αύριο αποκτήσει το ΒΜΡ3, δεν πρόκειται να μεταβληθεί σε στρατό έτοιμο να εφορμήσει προς Ανατολάς. Ή αλλιώς: αν η αλλαγή του στρατιωτικού δόγματος πρέπει να συνοδευτεί από την προμήθεια ενός ΤΟΜΑ που θα ικανοποιεί τις νέες αντιλήψεις του Ε.Σ τότε θα πρέπει να αποδειχτεί ότι μόνο το ΒΜΡ3 μπορεί να φέρει σε πέρας αυτή την αποστολή και ότι τα άλλα ΤΟΜΑ δεν μπορούν να αποδώσουν το ίδιο καλά. Οπότε αναγκαστικά επιστρέφουμε στη συζήτηση για τις τεχνικές και επιχειρησιακές προδιαγραφές του οχήματος.

Αυθαίρετα επίσης και επιλεκτικά τίθεται ξανά και ένα άλλο ψευδοδίλημμα :
1. Αν πάρουμε το ΒΜΡ3 αποδεικνύουμε ότι θα πολεμήσουμε
2. Αν πάρουμε οποιοδήποτε άλλο ΤΟΜΑ θα δείξουμε ότι άντε το πολύ πολύ να ρίξουμε μια ντουφεκιά, έτσι για την τιμή των όπλων.


Πόθεν προκύπτει κάτι τέτοιο; Η αγορά αμερικανικού ή γερμανικού πολεμικού υλικού εκπέμπει αυτό το μήνυμα ή οι επιλογές της εκάστοτε ελίτ που κυβερνά τη χώρα με τις ευλογίες του κυρίαρχου ελληνικού λαού;».

Άλλωστε, πέραν του λογικού συλλογισμού, ο κ. Μαρκεζίνης ως μορφωμένος άνθρωπος, και μάλιστα βαθιάς και ευρείας παιδείας, θα έπρεπε να είναι εξ ενστίκτου επιφυλακτικός απέναντι σε ένα τόσο ακραίο συμπέρασμα: η αγορά ενός οπλικού συστήματος (που σε κανένα στρατό δε θεωρείται κεντρικό) θα δήλωνε τη θέλησή μας να πολεμήσουμε, ενώ ένας ολόκληρος τεράστιος στρατιωτικός μηχανισμός δεν πείθει παρά μόνον για μερικές τουφεκιές…

Τέλος, στο επίπεδο της υψηλής στρατηγικής ο κ. Μαρκεζίνης θέτει και το θέμα των προμηθειών από τη Ρωσία (για το οποίο μας ζητήθηκε και το δικό μας σχόλιο από αναγνώστες). Διαπιστώνει, εύλογα, ότι οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις υπήρξαν μέχρι σήμερα ιδιαίτερα επιφυλακτικές ως προς την αγορά εξοπλισμού από τη Ρωσία. Κι απαντά ο ίδιος, ότι αυτό οφείλεται σε σχέσεις πολιτικής εξάρτησης της Ελλάδας από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και τη Γερμανία.: «[…] οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, ούτε την εποχή των παχιών αγελάδων (όταν ήσαν ο 4ος παγκόσμιος αγοραστής οπλικών συστημάτων) ούτε την εποχή των σημερινών ισχνών, δεν έτυχε να υιοθετήσουν κανένα μείζον οπλικό σύστημα πέραν των προερχομένων από Γαλλία, Γερμανία και ΗΠΑ; Ποιού είδους επιχειρησιακές τακτικές αντιλήψεις των Ελλήνων στρατιωτικών τυχαίνει ν` απορρίπτουν οτιδήποτε προέρχεται από την Ρωσία; ΄Η μήπως οι σχετικές αποφάσεις δεν βασίζονται σε τακτικές επιχειρησιακές αντιλήψεις αλλά σε σχέσεις πολιτικο-οικονομικης εξάρτησης, που ίσως κάποτε ήσαν κατανοητές, αλλά σήμερα συνιστούν βαρίδια στην αποτελεσματικότητά των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων;»

Ένα σύντομο σχόλιο: οι σχέσεις εξάρτησης από τις τρεις χώρες υπάρχουν ως έναν βαθμό, αλλά δύσκολα μπορούν να εξηγήσουν την δυσπιστία των ΕΔ για τα ρωσικά όπλα. Υπάρχουν πολύ πιο απλές εξηγήσεις και ισχυροί λόγοι: Κατ΄αρχάς, καθώς τα στελέχη των ΕΔ εκπαιδεύονται στις 3 αυτές χώρες και μεταφέρουν από εκεί δόγματα και επαγγελματικές αντιλήψεις, είναι προφανές ότι τείνουν ταυτόχρονα και προς τα οπλικά συστήματα που συνυφαίνονται με τα δόγματα και τις αντιλήψεις αυτές. Κατά δεύτερον, η αίγλη των οπλικών συστημάτων συνδέεται εν πολλοίς με τις επιτυχίες και το γενικότερο κύρος των ΕΔ που τα χρησιμοποιούν. Κατ’ αυτό, οι Ρωσικές Ένοπλες Δυνάμεις των τελευταίων δεκαετιών δεν παρέχουν καλή υπηρεσία στη ρωσική πολεμική βιομηχανία (βλ. π.χ. Τσετσενία), ενώ και οι αραβικές χώρες που χρησιμοποίησαν σε αρκετούς πολέμους ρωσικά οπλικά συστήματα εναντίον του Ισραήλ, μάλλον δε βοήθησαν τη φήμη τους. Κατά τρίτον, η αθέμιτη επίδραση, στο βαθμό που υπάρχει, δεν οφείλεται μόνον στη δράση και την πίεση των αντιστοίχων κρατών-παραγωγών, αλλά εν πολλοίς σε αθέμιτα κυκλώματα ντόπιων μεσαζόντων με μεγάλα οικονομικά οφέλη και ισχυρές πολιτικές διασυνδέσεις, που προωθούν συγκεκριμένες εξοπλιστικές επιλογές. Αλλά από την κατηγορία αυτή πάρα πολύ δύσκολα θα μπορούσε να απαλλαγεί και το BMP-3...

Σε κάθε περίπτωση, είπαμε και στο προηγούμενο κείμενο, και το επαναλαμβάνουμε, ότι δεν είμαστε αντίθετοι στην προμήθεια ρωσικών συστημάτων από τον ΕΣ. Προφανώς υπάρχει κάποια προσκόλληση σε ΝΑΤΟϊκές νόρμες ως προς το κύριο υλικό, αλλά αυτή είναι εξηγήσιμη για λόγους τυποποίησης και πάντως για εμάς δεν είναι "ταμπού". Επιπλέον, είναι λάθος να λέγεται ότι δεν έχει εισαχθεί μείζον οπλικό σύστημα εκ Ρωσίας στις Ένοπλες Δυνάμεις. Τόσο τα αερόστρωμνα Zubr (στο Ναυτικό) όσο και τα αντιαεροπορικά S-300 (στην αεροπορία) και Tor στον στρατό, είναι σημαντικές προσθήκες, και μάλιστα σε τομείς πιο "ευαίσθητους" από το πεζικό. Πέραν αυτών των συστημάτων που αγοράστηκαν, υπήρξαν και οι παραχωρήσεις: ο ΕΣ επί δύο δεκαετίες σχεδόν επιχειρεί τα ρωσικά τεθωρακισμένα ΒΜΡ-1, τα αντιαεροπορικά πυροβόλα Zu-23, καθώς και ρωσικά αντιαρματικά Fagot και RPG-18. Το κρίσιμο ζητούμενο είναι, όπως σωστά γράφει και ο κ. Μαρκεζίνης, η επιλογή οπλικού συστήματος να καθορίζεται από τις επιχειρησιακές ανάγκες και όχι από εκάστοτε συμμαχίες και προσδοκίες πολιτικού οφέλους. Και αν τυχόν η προμήθεια κάποιου οπλικού συστήματος επιβάλλεται κάποτε για λόγους γεωπολιτικούς (κάτι που ο κ. Μαρκεζίνης μάλλον αποδοκιμάζει στο βιβλίο του), τουλάχιστον να μην το θεοποιούμε και να καταλαβαίνουμε τους περιορισμούς του, ώστε να το αξιοποιήσουμε σωστά και όχι τυφλωμένοι από τις μπροσούρες…

Εδώ τελειώνει η απάντησή μας, και θέλουμε να ευχαριστήσουμε τον αξιότιμο ακαδημαϊκό, κύριο Βασίλειο Μαρκεζίνη, για την απάντησή του και τον διαδικτυακό διάλογο. Οι επιμέρους διαφωνίες μας δεν σκιάζουν ούτε στο παραμικρό την εκτίμησή μας για το πρόσωπό του και για τις γενικότερες θέσεις που πρεσβεύει. Ευχαριστούμε επίσης τους πολλούς φίλους που αναμείχθηκαν ως σχολιαστές στο διάλογο αυτό και συνέβαλαν στο γόνιμο προβληματισμό.




-------------------------------------------------------------------------------


(1)-Υπέροχο, αλλά δεν είναι πόλεμος, είναι τρέλα...Περίφημη ρήση του Γάλλου στρατηγού Bosquet, όταν στον Κριμαϊκό Πόλεμο αντελήφθη την εξόρμηση της Ελαφράς Ταξιαρχίας

(2)-Η στρατιωτική πεποίθηση ότι η επίθεση είναι τόσο αποτελεσματική τακτική και η άμυνα τόσο καταδικασμένη, ώστε η μόνη επιλογή είναι η επίθεση. Σ’ αυτήν αποδίδεται οι μεγάλες και μάταιες επιθέσεις του Α΄ΠΠ.

(3)-Τίτλος κύριου άρθρου αθηναϊκής εφημερίδας, το 1904, με το οποίο ο συντάκτης του συμβούλευε τον Κουροπάτκιν, Ρώσο αρχιστράτηγο στη Μαντζουρία, πώς να πορευθεί για να νικήσει τους Ιάπωνες.

(4)-"Διαταγή αποστολής στον ουρανό": σαρκαστικός όρος των γερμανών στρατιωτών του Β' ΠΠ για διαταγές αποστολών (κατ΄ουσίαν) αυτοκτονίας.

(5)-Θαυματουργό όπλο: Κατά τη τελική φάση του Β’ ΠΠ, ήταν ο όρος που χρησιμοποιούσε το Γερμανικό Υπουργείο Προπαγάνδας για να τονώσει το ηθικό των γερμανών, αναφερόμενα σε εξελισσόμενα όπλα που θα ανέστρεφαν τη φορά του πολέμου.

Διαβάστε περισσότερα...

Τεθωρακισμένοι προβληματισμοί

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

(Δημοσιεύουμε εδώ επιστολή - σχολιασμό του Αρματιστή στο απαντητικό άρθρο του ακαδημαϊκού κ. Βασιλείου Μαρκεζίνη. Η ανταπάντηση του αρθρογράφου του αρχικού μας κειμένου θα δημοσιευθεί αύριο)

Γράφει ο Αρματιστής

Αξιότιμε κύριε καθηγητά

Θα ήθελα να απαντήσω όσο περισσότερο επιγραμματικά γίνεται σε ορισμένα από αυτά που επισημαίνετε στην επιστολή σας:

Και ασφαλώς ο οποιοσδήποτε, πολύ περισσότερο ένας αναγνωρισμένος διεθνώς καθηγητής, έχει το κάθε δικαίωμα και την ελευθερία να αναφέρεται και σε πράγματα εκτός του γνωστικού του αντικειμένου. Και ασφαλώς ο λόγος του πρέπει να αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και σεβασμό. Και εγώ, πάντα και μεγάλη προσοχή διαβάζω τις απόψεις και τις θέσεις που εκφράζετε κατά καιρούς για τα σοβαρά εθνικά θέματα. Και ειλικρινά στέκομαι με σεβασμό στις πατριωτικές θέσεις σας. Αλλά και εγώ, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες έχω άποψη για τα πάντα!!! Σχολιάζω και εγώ πολλά ζητήματα, πολιτικά και οικονομικά και ορισμένες φορές νομίζω ότι κατέχω και τη μόνη αλήθεια. Πχ έχω γράψει ως «συνταγματολόγος» ότι το καλύτερο πολίτευμα για την πατρίδα μας θα ήταν η προεδρική δημοκρατία τύπου ΗΠΑ.
Ή ως «οικονομολόγος», ότι το ευρώ είναι η καταστροφή της Ελλάδας και όσο πιο γρήγορα φύγουμε απ’ αυτό, ίσως να υπάρχει κάποια ελπίδα για την ανάταξη της οικονομίας μας, διαφορετικά θα καταστούμε ένα άθλιο και θλιβερό προτεκτοράτο, που θα διευθύνεται από τροϊκανούς, γκαουλάιτερ και ντόπιους υποτακτικούς. Όπως αντιλαμβάνεστε κύριε καθηγητά, τα αναφερόμενα, αποτελούν μια έμμεση πρόκληση να ακούσω (αν έχετε το χρόνο και τη διάθεση) και τη δική σας θέση επί των δύο ζητημάτων.

Είμαι από αυτούς που πιστεύουν (με ιδιαίτερη θέρμη μάλιστα) και έχω επανειλημμένα επιχειρηματολογήσει σχετικά, ότι η απόφαση για τη προμήθεια των ΤΟΜΑ ΒΜP-3, ήταν μια λάθος απόφαση εξοπλιστικής πολιτικής, που υπαγορεύθηκε αποκλειστικά και μόνο από πολιτικές σκοπιμότητες. Πιστεύω όμως, ότι ο στρατός και γενικότερα οι ΕΔ, θα πρέπει να εφοδιάζονται με τα οπλικά συστήματα που χρειάζονται για την εκτέλεση της αποστολής τους, με βάση αποκλειστικά και μόνο επιχειρησιακά κριτήρια και ύστερα από διεθνείς διαγωνιστικές αξιολογήσεις, για την επιλογή του καταλληλότερου οπλικού συστήματος που ικανοποιεί τις επιχειρησιακές απαιτήσεις των Ε.Δ..Αν για λόγους όμως αδήριτης εθνικής ανάγκης επιβάλλεται να προμηθευτούμε οπλικά συστήματα με βάση πολιτικές σκοπιμότητες, θα πρέπει να αγοράζουμε από τον εκάστοτε «πολιτικό - κρατικό» προμηθευτή, μόνο αυτά που θα μπορούσαν να μας προσφέρουν κρίσιμο στρατηγικό ή τακτικό πλεονέκτημα έναντι των δυνητικών αντιπάλων. Αλλά ακόμη και σε αυτή τη περίπτωση, θα πρέπει να εκτελούνται διεθνείς διαγωνιστικές αξιολογήσεις και να υποβάλλονται προσφορές, προκειμένου να συμπιέζεται το κόστος και να ξέρουμε τι αγοράζουμε.

Και η Ρωσία είχε και έχει πολλά και ενδιαφέροντα συστήματα, που θα μας προσέφεραν τακτικό και στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι των Τουρκικών Ε.Δ. και οπωσδήποτε πολύ σημαντικότερο από τα ΤΟΜΑ BMP-3.Τέτοια θα μπορούσαν να ήταν το πυραυλικό σύστημα “Iskander”, ή το σύστημα Πολλαπλών Εκτοξευτών Πυραύλων (ΠΕΠ) μεγάλου βεληνεκούς (περίπου 100 χλμ) «Smerch», καθώς και πολλά άλλα. Και δυστυχώς η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά της Τουρκίας και σε συστήματα πυροβολικού και σε πυραυλικά συστήματα.

Δυστυχώς όμως, για τη προμήθεια των ΤΟΜΑ BMP-3 καμιά διαγωνιστική αξιολόγηση πεδίου δεν έγινε και βεβαίως ούτε και οικονομικός διαγωνισμός. Και το χειρότερο η κυβέρνηση του Κ.Κ. δεσμεύτηκε με διακρατική συμφωνία ότι θα προμηθευτεί το υπόψη σύστημα, χωρίς να έχει συμφωνήσει τουλάχιστο σε κρίσιμα στοιχεία της προμήθειας. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι η μόνη πραγματική και ουσιαστική αξιολόγηση οπλικού συστήματος που έγινε ποτέ στην Ελλάδα, ήταν αυτή της προμήθειας των 170 νέων αρμάτων, όπου νικητής και στο πεδίο και στην οικονομική προσφορά, αναδείχθηκε το άρμα LEOPARD-2A6 ή LEO-2HEL.

Ασφαλώς και θα επιθυμούσα ο στρατός μας να διαθέτει ΤΟΜΑ και μάλιστα αν είναι δυνατό το καλύτερο ΤΟΜΑ. Θα επιθυμούσα όλα τα Μ/Κ Τάγματα να διέθεταν σύγχρονα ΤΟΜΑ αγορασμένα κατ’ ευθεία από τη πηγή. Μακάρι να διαθέταμε και το καλύτερο ΤΟΜΑ της αγοράς, το Γερμανικό PUMA. Αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν τα απαιτούμενα χρήματα. Ποτέ δεν υπήρχαν. Και γι’ αυτό το λόγο υποστηρίζω, ότι «η διάθεση 1,8 δις ευρώ για τη προμήθεια εργοστασιακών ΤΟΜΑ (και όχι μόνο των BMP-3) και μάλιστα υπό τη παρούσα δυσμενή οικονομική συγκυρία και όταν από το στρατό απουσιάζουν πολύ κρισιμότερα οπλικά συστήματα για την ΑΠΟΤΡΟΠΗ ή τη διεξαγωγή του πολέμου, αποτελεί πεταμένα λεφτά». Η απόλυτη αντίθεσή μου (ακαδημαϊκή ασφαλώς) στη προμήθεια εργοστασιακών ΤΟΜΑ, βρίσκεται και στην ακόλουθη φράση: "είναι αδιανόητο να θέλεις να αγοράσεις ΤΟΜΑ όταν το μόνο σύγχρονο πυροβολικό σου είναι τα 24 PzH2000", που έχει καταγραφεί εδώ, σε άρθρο μου στο «εν κρυπτώ»: Αν θα μπορούσα να βάλω σε κάποια ιεράρχηση τα οπλικά μέσα που έχει μεγαλύτερη ανάγκη ο στρατός και για τα οποία θα πρέπει να επιδιώκει να προμηθεύεται ότι πιο σύγχρονο διατίθεται, θα έλεγα ότι αυτή θα πρέπει να είναι:

  1. Σύγχρονα συστήματα C4ISR (Command, Control, Communications, Computer, Intelligence, Surveillance & Reconnaissance). Δηλαδή, συστήματα Διοικήσεως και Ελέγχου (C2), Επικοινωνιών (C3), Πληροφοριών (C3Ι), Υπολογιστών (C4Ι), Επιτήρησης και Αναγνώρισης (C4ISR). Οι δύο τελευταίες λειτουργίες υλοποιούνται κυρίως με επίγεια ραντάρ, UAV, δορυφόρους παρατήρησης-αναγνώρισης κ.α.
  2. Συστήματα διεξαγωγής ηλεκτρονικού πολέμου
  3. Συστήματα Α/Α άμυνας πεδίου μάχης
  4. Πυραυλικά συστήματα μεγάλου βεληνεκούς
  5. Πολλαπλοί Εκτοξευτές Πυραύλων (ΠΕΠ) μεγάλου βεληνεκούς
  6. Σύγχρονα Α/Κ πυροβόλα 155 χιλ των 52 διαμετρημάτων
  7. Επιθετικά Ε/Π
  8. Μεταφορικά Ε/Π
  9. Λέμβους εφόδου μεγάλης ταχύτητας για τον εξοπλισμό των αμφίβιων μονάδων καταδρομών, προκειμένου να είναι δυνατή η ταχεία μεταφορά ενισχύσεων από τη πλησιέστερη μεγάλη νήσο σε μια μικρονησίδα που μπορεί να δεχθεί ή δέχεται επίθεση.
Τα παραπάνω οπλικά συστήματα και μέσα, είναι κατά την άποψή μου αυτά που μπορούν να προσφέρουν το κρίσιμο και καθοριστικό πλεονέκτημα στο συσχετισμό ισχύος μεταξύ ημών και της Τουρκίας και επιπλέον ορισμένα εξ αυτών, θα έχουν κρίσιμη συνεισφορά στο δόγμα της αποτροπής του πολέμου από τη πλευρά του στρατού.

Υπόψη δε, ότι η προμήθεια συγχρόνων και υψηλής τεχνολογίας συστημάτων C4ISR, αποτελεί την ικανή και αναγκαία συνθήκη για να επιτευχθεί η «διαλειτουργικότητα» μεταξύ των τριών Κλάδων των ΕΔ, όπως επίσης και μεταξύ των διαφόρων όπλων, μονάδων, οπλικών συστημάτων και μέσων. Και η διαλειτουργικότητα αποτελεί τον πλέον κρίσιμο παράγοντα για την αποτελεσματική χρησιμοποίηση των δυνάμεων και κατ’ επέκταση την πρώτη και κρισιμότερη επιχειρησιακή απαίτηση. Και οι επιχειρησιακές απαιτήσεις, είναι αυτές που εξασφαλίζουν ότι οι δυνάμεις θα χρησιμοποιηθούν σύμφωνα με τις ισχύουσες αρχές του πολέμου και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους (ΕΕ 100-1 «Επιχειρήσεις Χερσαίων Δυνάμεων», σελ. 56).

Η προμήθεια αρμάτων, ΤΟΜΑ και ΤΟΜΠ, μπορεί να καλυφθεί από πολλές και αξιόλογες προσφορές από τα αποθέματα άλλων στρατών, που συνοδεύονται μάλιστα και από προτάσεις εκσυγχρονισμού, με κλάσμα του κόστους προμήθειας καινούργιου υλικού. Άλλωστε τα ΤΘ και το ΠΒ, αξιοποιούν στο έπακρο αυτή τη πηγή για να καλύψουν τις ανάγκες τους και ήδη ο στρατός θα προμηθευτεί (μάλλον) από τα αποθέματα του Αμερικάνικου στρατού, ένα αριθμό περίπου 400 αρμάτων M1A1 Abrams με πυροβόλο 120 χιλ. Και ασφαλώς με κανένα τρόπο δεν μπορώ να αντιληφθώ, πως το όπλο του ΠΖ, που στερείται παράδοσης και τεχνογνωσίας σε σύγχρονα ΤΟΜΠ και ΤΟΜΑ, θέλει με κάθε τρόπο να προμηθευτεί μόνο εργοστασιακό υλικό και όχι μεταχειρισμένο.

Αλλά ειλικρινά, τι Ένοπλες Δυνάμεις θα είναι αυτές που επιδιώκουν να αποκτήσουν 450 εργοστασιακά ΤΟΜΑ με κόστος 1,8 δις ευρώ και δεν διαθέτουν το υπόψη ποσό για την απόκτηση τεσσάρων (4) τουλάχιστο σύγχρονων φρεγατών με δυνατότητες Α/Α άμυνας περιοχής, προκειμένου να προστατέψουν την Ελληνική ΑΟΖ στις εσχατιές του Αιγαίου και της Κύπρου;

Γνωρίζω ότι όλα τα όπλα και τα σώματα του στρατού, επιθυμούν να εξοπλιστούν μόνο με σύγχρονα υλικά. Δυστυχώς όμως, αυτό είναι τελείως, μα τελείως ανέφικτο. Λόγω του εξ ανατολών κινδύνου, ο Ελληνικός στρατός έχει αναπτυχθεί δυσανάλογα σε σχέση με τα πληθυσμιακά και οικονομικά μεγέθη της πατρίδας μας. Διαθέτουμε 1300 άρματα και χρειαζόμαστε 1400 περίπου ΤΟΜΑ, όταν αυτό τον αριθμό δεν το διαθέτουν από κοινού η Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία και η Αγγλία. Ως εκ τούτου, αναγκαστικά καταφεύγουμε σε μεταχειρισμένα οπλικά συστήματα. Δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά, ότι και να υποστηρίζουν κάποιοι ολιγόνοες. Από το 1970 μέχρι σήμερα προμηθευτήκαμε εντελώς καινούργια, τα παρακάτω περίπου μέσα:

Άρματα: 165 ΑΜΧ-30, 106 LΕΟ-1GR, 170 LEO-2HEL (σύνολο 440)
ΤΟΜΑ: 100 περίπου ΑΜΧ-10P (Γαλλικά)
Πυροβόλα: 36 MLRS, 24 A/K ΠΥΡΟΒΟΛΑ PzH2000 των 155 χιλ, 147 Α/Κ ΠΥΡΟΒΟΛΑ Μ109 των 155 χιλ, 18 Ρ/Μ M56 PACK των 105mm (σύνολο 225)


Δυστυχώς, αυτές είναι οι οικονομικές μας δυνατότητές μας για τη προμήθεια σύγχρονου υλικού και καλό είναι να το αντιληφθούμε.

AMX-10 του Ε.Σ (φωτ Θ. Γραμματικός)

Όπως θα προσέξατε, στις παραπάνω προμήθειες περιλαμβάνονται και 100 περίπου ΤΟΜΑ ΑΜΧ-10P (τα καλύτερα ΤΟΜΑ διεθνώς τη δεκαετία του 1970 που αγοράστηκαν και τα οποία συνεχίζουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο Γαλλικό στρατό), τα οποία όμως έχουν αποσυρθεί (περίπου το 1998), ενώ παραμένουν σε χρήση τα ΤΟΜΠ Μ113Α1, πολλά από τα οποία έχουν ηλικία 50 ετών. Θα πρέπει όλοι να αναρωτηθούν τι έγιναν αυτά τα μέσα και γιατί αποσύρθηκαν. Η εμπειρία μου πιθανό να σας διαφωτίσει. Όταν ανέλαβα διοικητής Επιλαρχίας, η μονάδα διέθετε και 20 περίπου ΤΟΜΑ ΑΜΧ-10P, εκ των οποίων ούτε τα μισά δεν ήσαν επιχειρησιακά. Τα υπόλοιπα ήταν εντελώς κανιβαλισμένα για να κινούνται τα 10 και αυτά με πολλά ερωτηματικά. Μέσα σε 20 χρόνια από τη παραλαβή τους είχαν απαξιωθεί πλήρως. Κατά την άποψή μου, η αιτία της πολύ σύντομης ζωής των ΤΟΜΑ ΑΜΧ-10P, ήταν το υψηλό λειτουργικό τους κόστος, το οποίο στη περίπτωση και των TOMA BMP-3 σκόπιμα αγνοείτε. Και το κάθε TOMA, είναι στη πραγματικότητα ένα μικρό άρμα με υψηλό λειτουργικό κόστος, το οποίο κανένας υπουργός οικονομικών δεν πρόκειται να καλύψει (εδώ δυσκολεύονται να καλύψουν τα μαχητικά Α/Φ).

Έχω όμως την άποψη, ότι τα κυρίαρχα κριτήρια που θα έπρεπε να διέπουν μια πιθανή προμήθεια ΤΟΜΑ, θα πρέπει, κατά σειρά, να είναι τα ακόλουθα:

1.Το υψηλό επίπεδο επιβιωσιμότητας του οχήματος και της παρεχόμενης προστασίας στο επιβαίνον προσωπικό, που θα μπορεί να αυξηθεί με πρόσθετα πακέτα θωράκισης
2.Ο υψηλός λόγος Ιπποδύναμης προς Βάρος, προκειμένου το ΤΟΜΑ να μπορεί να συνεργαστεί στενά με τα σύγχρονα άρματα που διαθέτουμε.
3.Η ισχύς πυρός που μπορεί να προσφέρεται από ένα πυροβόλο 30-40 χιλ και ένα εκτοξευτή Α/Τ κατευθυνόμενων βλημάτων.

Εδώ είναι σκόπιμο να σημειώσουμε, ότι όλες οι σύγχρονες σχεδιάσεις των ΤΟΜΑ, δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην θωράκιση και στη προστασία των επιβαινόντων, παρά στην ισχύ πυρός. Τα PUMA, CV9035, ASCOD, Bradley, Marder, Warrior, είναι σχεδόν όλα βάρους άνω των 30 τόνων, είναι σχεδιασμένα για να λαμβάνουν πρόσθετη θωράκιση διαφόρων τύπων, διαθέτουν αντιναρκική προστασία και εσωτερική θωράκιση.


Ορισμένες παρατηρήσεις επί της απαντητικής σας επιστολής:


Εγκατάσταση πυροβόλου υψηλής πίεσης στο BMP-3

Όλα ασφαλώς γίνονται, αλλά θα σας αναφέρω κάποιες προϋποθέσεις που απαιτούνται για να επιτευχθεί. Πυροβόλο υψηλής πίεσης σημαίνει μακρύτερη κάνη, και ισχυρότερα: τα τοιχώματα του πυροβόλου – τη θαλάμη – το πηγαίο – το κλείστρο – τη κοιτίδα και τα χαλινωτήρια πυροβόλου – το σύστημα στροφαλίγγων και το ασπίδιο, προκειμένου να αντέχουν τις πιέσεις από την εκτόξευση ενός βλήματος κινητικής ενέργειας με αρχική ταχύτητα άνω των 1500 m/sec. Τα παραπάνω επιβάλουν ακόμη, μεγαλύτερο και ισχυρότερο πύργο (ειδικά στο εμπρόσθιο τμήμα), μακρύτερη και βαρύτερη ουρά πύργου για να αντισταθμίζει το βάρος της κάνης, ισχυρότερη στεφάνη πύργου και σκάφους για να αντέχουν τα μεγαλύτερα βάρη και την οπισθοδρόμηση του πυροβόλου (για να μη διαλυθεί το σκάφος) και οπωσδήποτε ισχυρότερο σύστημα ανάρτησης. Δηλαδή πολύ αυξημένο βάρος, άρα και άλλο κινητήρα, μεγαλύτερης ιπποδύναμης και άλλες διαστάσεις του οχήματος. Και οπωσδήποτε μείωση του χώρου μεταφοράς της ομάδας πεζικού, που ούτως ή άλλως ήταν ολιγάριθμη. Με άλλα λόγια μια άλλη σχεδίαση, δηλαδή ένα άλλο ΤΟΜΑ, που τελικά δεν θα είναι ούτε ΤΟΜΑ, ούτε ΤΟΜΠ και μάλλον θα είναι κάτι σαν το Ισραηλινό άρμα ΜΕΡΚΑΒΑ, που θα μεταφέρει μια ομάδα πεζικού 4 ανδρών. Ποιος θα πληρώσει αυτή τη σχεδίαση και πόσο θα στοιχίσει; Και γιατί τελικά να μην αγοράσουμε το ΜΕΡΚΑΒΑ;


Σχετικά με τη θωράκιση του ΤΟΜΑ και την παρεχομένη προστασία στο προσωπικό


Για μένα και πολλούς άλλους που σκεφτόμαστε ότι το πολυτιμότερο υλικό ενός διοικητή είναι το προσωπικό του, η προστασία της μεταφερόμενης ομάδας πεζικού από ένα ΤΟΜΠ ή ΤΟΜΑ, θα πρέπει να είναι το κυρίαρχο κριτήριο για την προμήθεια του μέσου. Θα σας συνιστούσα κύριε καθηγητά να ρίξετε μια ματιά στο άρθρο που προανέφερα με τίτλο «Είναι λογικό να καταστρέφονται τα Άρματα που αποσύρονται;» (http://www.enkripto.com/2010/10/blog-post_8952.html) και εκεί ίσως να βρείτε πάρα πολλές απαντήσεις που θα σας ενδιέφεραν και ίσως να διαφοροποιούσαν τις σκέψεις σας. Θέλω όμως να κάνω μια αναφορά. Από αυτά που έχω μελετήσει από την ιστορία, καθώς και από την αρκετά μεγάλη πείρα που έχω αποκομίσει από τη μακρά παραμονή μου στο στράτευμα, πιστεύω ότι για όλες τις εκάστοτε πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες, η αξία της ζωής του Έλληνα στρατιώτη και ειδικά του μαχητή της 1ης γραμμής, βρισκόταν πάντοτε σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Βαριά κουβέντα, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Και πιστεύω ότι συνεχίζεται. Θα ήταν σκόπιμο να μας ενημέρωνε το ΓΕΣ, αν διατίθενται αλεξίσφαιρα γιλέκα και αντιβαλλιστικά κράνη, τουλάχιστο για το σύνολο του προσωπικού των μάχιμων μονάδων (ΠΖ, ΤΘ, ΠΒ, ΜΧ)!!!;;; Ο Έλληνας μαχητής, ήταν και συνεχίζει να είναι, γενικά αναλώσιμο υλικό. Και βεβαίως οι μαχητές, κατά βάση προέρχονταν και προέρχονται από τις «κατώτερες» τάξεις. Για κάποιες μάλιστα κατηγορίες Ελλήνων, ο στρατός είναι μια άγνωστη λέξη. Και πιστεύω ότι επ’ αυτού και εσείς δεν θα έχετε καμιά αμφιβολία. Και ακόμη, αυτή η θλιβερή κατάσταση που διαιωνίζεται με τη συμφωνία όλων των κυβερνήσεων, αποτελεί μέγιστο όνειδος για την απόλυτα διεφθαρμένη Ελληνική πολιτική ελίτ.

Η αντιαρματική τάφρος στον Έβρο


Πρώτα μια διευκρίνιση. Η τάφρος στην οποία αναφέρεστε, περιβάλει μόνο το προγεφύρωμα του Καρααγάτς και δεν εκτείνεται σε όλο το μήκος του Έβρου. Ως εκ τούτου αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την επέκταση του ποταμού Έβρου στο χερσαίο σύνορο. Ακόμη η τάφρος υπήρχε από πολύ παλιά (εγώ τη βρήκα το 1975), ήταν πλάτους 19 μέτρων και τώρα απλώς διαπλατύνθηκε, επειδή ο Τουρκικός στρατός απόκτησε γεφυροφόρα άρματα που γεφυρώνουν μεγαλύτερα ανοίγματα. Σκοπός της τάφρου είναι, να δυσκολέψει την επιθετική προσπάθεια του εχθρού στην περιοχή βορείως της Ορεστιάδας. Υπόψη όμως, ότι κανένα κώλυμα δεν είναι αδιάβατο και όσοι υποστηρίζουν το αντίθετο, απλά δεν ξέρουν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να κατασκευάζονται κωλύματα. Αντιθέτως. Αν βεβαίως ο εχθρός εφαρμόσει τη κυρία προσπάθειά του (ΚΠ) στη περιοχή του Καρααγάτς (αποτελεί και διαχρονική φοβία και εμμονή των στρατιωτικών ηγεσιών), η τάφρος θα προσφέρει σημαντικό πλεονέκτημα στις δυνάμεις μας. Προσωπικά πιστεύω ότι ο Τουρκικός στρατός σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να εφαρμόσει τη κυρία του προσπάθεια στην υπόψη περιοχή, αλλά αρκετά νοτιότερα, στη περιοχή Διδυμοτείχου – Ποτιστικού Ρέματος, ή στη περιοχή Φερών, αφού σε αυτές τις περιοχές μπορεί να οδηγηθεί ταχέως σε αποφασιστικό αποτέλεσμα σε βάρος της Ελληνικής άμυνας. Το σχέδιο «Βαριά» απέδειξε για μια ακόμη φορά, ότι η Τουρκική στρατιωτική ηγεσία, διαθέτει εξαιρετική στρατιωτική σκέψη. Άλλωστε και οι άξονες επιχειρήσεων στη κατεύθυνση ανατολή - δύση και αντιστρόφως είναι οι ακόλουθοι:

Άξονας Α΄: Κωνσταντινούπολη - Κεσσάνη - Αλεξανδρούπολη - Κομοτηνή – Νέστος.
Άξονας Β΄: Λουλέ Μπουργκάζ – Ουζούν Κιοπρού - Διδυμότειχο - Κομοτηνή - Κοιλάδα Νέστου.


Επί της διαβάσεως του Έβρου από τις δικές μας δυνάμεις


Όλα είναι δυνατά κύριε καθηγητά και εγώ ως τεθωρακισμένος, κυριαρχούμαι από επιθετικό πνεύμα. Αλλά πέρα από το ότι η κάθε σύγκριση με τους Ισραηλινούς όσο αφορά, το επιθετικό πνεύμα, την εκπαίδευση, την οργάνωση, την αμυντική επάρκεια και κυρίως το επίπεδο της ηγεσίας θα μας δημιουργήσει πολύ πικρά συναισθήματα, υπάρχουν σημαντικές διαφορές της διάβασης του Σουέζ από τις Ισραηλινές δυνάμεις τον Οκτώβριο του 1973 με μια πιθανή διάβαση ανατολικά του Έβρου. Πριν επισημάνω κάποιες από τις διαφορές, θέλω να σας υπενθυμίσω ότι σε αντιδιαστολή με αυτά που εσείς υποστηρίζετε, η διάβαση του Σουέζ από τους Ισραηλινούς, ήταν μια κλασική επιχείρηση βιαίας διάβαση υδατίνου κωλύματος, που πραγματοποιήθηκε στις 16/10/1973, δηλαδή ένδεκα (11) ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου και αφού προηγουμένως παρουσιάστηκαν οι κατάλληλες και ευνοϊκές συνθήκες για την εκτέλεση της επιχείρησης, όπως:
  • Η ήττα των Σύρων στο μέτωπο του Γκολάν, που αποδέσμευσε την ΠΑ του Ισραήλ από την εκεί σοβαρή εμπλοκή της.
  • Η μεγάλη φθορά των Αιγυπτιακών ΤΘ στην αρματομαχία της 13ης Οκτωβρίου, ανατολικά της διώρυγας.
Ακόμη η διάβαση της διώρυγας του Σουέζ από τους Ισραηλινούς παρουσιάζει κάποια ακόμη ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία μάλλον δεν θα τα συναντήσουμε σε μια αντίστοιχη επιχείρηση του ΕΣ ανατολικά του Έβρου:
  • Εκτελέστηκε από τρεις (3) ΤΘ Μεραρχίες που διέθεταν άρματα, Μ/Κ πεζικό και Α/Κ πυροβολικό.
  • Υποστηρίχθηκε από το μεγαλύτερο μέρος της ΠΑ του Ισραήλ, η οποία διέθετε την απόλυτη υπεροχή στο θέατρο επιχειρήσεων του Σινά.
  • Το αναπεπταμένο και βατό σε ερπύστρια έδαφος της χερσονήσου του Σινά, στη περιοχή της διώρυγας, επέτρεπε τους ελιγμούς και τη ταχεία συγκέντρωση και ανάπτυξη μεγάλων ΤΘ σχηματισμών στο χώρο που είχε επιλεγεί για την αποφασιστική κρούση, όπως εύκολα μπορείτε να διαπιστώσετε και από τα σχετικά σχεδιαγράμματα επιχειρήσεων.
  • Η ύπαρξη της μεγάλης Πικρής λίμνης, διαχώριζε μεταξύ τους τις 2η και 3η Αιγυπτιακές Στρατιές που είχαν διεκπεραιωθεί ανατολικά της διώρυγας, δημιουργώντας ένα ασθενώς επιτηρούμενο σημείο συνδέσμου, το οποίο αναγνώρισαν έγκαιρα και εκμεταλλεύτηκαν κατάλληλα οι Ισραηλινές δυνάμεις, προκειμένου να δημιουργήσουν το διάδρομο για τη διεκπεραίωση δυτικά της διώρυγας.



Ακόμη θέλω να επισημάνω ότι όταν η πρωτοβουλία για την έναρξη των επιχειρήσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ανήκει (ή έχει παραχωρηθεί εξ ανάγκης) στον αντίπαλο, αποτελεί βασικό κανόνα ότι πρώτα επιβάλλεται να τον αναχαιτίσεις, να του προκαλέσεις σημαντική φθορά, να νικήσεις στην αμυντική μάχη και στη συνέχεια να διαβείς τον Έβρο. Υφίστανται όμως οι ακόλουθες πολύ σημαντικές δυσχέρειες για την διάβαση του Έβρου από τις δικές μας δυνάμεις πριν ή με την έναρξη των επιχειρήσεων, αν και εφόσον βρεθεί κάποιος ηγέτης που θα θελήσει να αναλάβει μια τέτοια πρωτοβουλία (που πολύ αμφιβάλω):


1.Η μορφολογία του εδάφους στο νομό Έβρου, δεν παρουσιάζει καμιά ομοιότητα με το αντίστοιχο της χερσονήσου του Σινά και δεν επιτρέπει τη ταχεία προώθηση και συγκέντρωση των δικών μας δυνάμεων για την εκτόξευση αιφνιδιαστικά και με ταχύτητα μιας επιχείρησης βιαίας διάβασης του ποταμού. Τα εισδύοντα δρομολόγια από τη πεδιάδα της Κομοτηνής προς το νομό Έβρου είναι μόνο δύο. Η Εγνατία οδός από τη Κομοτηνή προς την Αλεξανδρούπολη και το μικρής απόδοσης ορεινό δρομολόγιο Κομοτηνή – Νέα Σάντα – Μ. Δέρειο – Ορεστιάδα.

2.Επιπλέον οι εγκάρσιες οδεύσεις στο νομό Έβρου που βρίσκονται αρκετά δυτικά του ποταμού ώστε να μην επηρεάζονται άμεσα από τα πυρά του εχθρού, είναι ελάχιστες, ακολουθούν ορεινό έδαφος και είναι μικρής ικανότητας με αποτέλεσμα να είναι δυσχερής η μετάγγιση δυνάμεων μεταξύ του βόρειου και νότιου τομέα προκειμένου να επιτευχθεί η επιθυμητή συγκέντρωση για την αποφασιστική κρούση.

3.Ο μεγάλος χρόνος που απαιτείται για να δημιουργηθεί η απαιτούμενη συγκέντρωση δυνάμεων και ισχύος στο χώρο που θα επιλεγεί για τη διάβαση, θα έχει ως αποτέλεσμα να γίνει άμεσα αντιληπτό από τον αντίπαλο το σχέδιο μας, με αποτέλεσμα να έχει το χρόνο και τη δυνατότητα να αντιδράσει αναλόγως.

4.Αντιθέτως το έδαφος της Αν Θράκης με τη πληθώρα των εισδυόντων και εγκάρσιων δρομολογίων που διαθέτει, τα οποία μάλιστα βαίνουν στο σύνολο τους επί αρματικού και βατού εδάφους, που επιτρέπει τη κίνηση των Μ/Κ και ΤΘ και εκτός οδών, ειδικά τους θερινούς μήνες, παρέχει στον αντίπαλο το απόλυτο πλεονέκτημα της ταχείας και αιφνιδιαστικής συγκέντρωσης των δυνάμεων του στο χώρο και το χρόνο που επιθυμεί.
5.Η αναλογία των διατιθεμένων δυνάμεων, είναι καταθλιπτικά σε βάρος μας και η σχετική μαχητική ισχύς πιθανό να διαμορφώνεται σε 1:3. Ειδικότερα:

Το Δ’ ΣΣ στη Θράκη διαθέτει 5 Μ/Κ και 3 ΤΘ Ταξιαρχίες, συν ένα Τακτικό Συγκρότημα Συντάγματος ΠΖ. Οι Ταξιαρχίες του Δ’ ΣΣ είναι τριαδικής μορφής και διαθέτουν ένα σύνολο (περίπου) 14 Μ/Κ Ταγμάτων, 10 Επιλαρχιών Αρμάτων και 2 Επιλαρχιών Αναγνωρίσεως (~550 άρματα), 12 Μοιρών Α/Κ ΠΒ (~230 πυροβόλα εκ των οποίων 24 A/K PzH2000 των 155 χιλ των 52 διαμετρημάτων) και 3 Μοιρών MLRS (36 εκτοξευτές).
Η 1η Τουρκική Στρατιά στην Αν Θράκη, διαθέτει 3 Σώματα Στρατού με ένα σύνολο 7 Μ/Κ και 4 ΤΘ Ταξιαρχιών, που μπορούν βεβαίως να ενισχυθούν από μια τεράστια δεξαμενή δυνάμεων από την Ανατολία. Αυτό που όμως βαραίνει στη ζυγαριά είναι ότι κάθε Τουρκική Ταξιαρχία είναι τετραδικής μορφής και διαθέτει 2-3 Μ/Κ Τάγματα, 2 Επιλαρχίες αρμάτων και δύο Μοίρες Α/Κ Πυροβολικού με 24 πυροβόλα εκάστη. Δηλαδή ένα σύνολο για όλη τη 1η Τουρκική Στρατιά (περίπου) 27 Μ/Κ Τάγματα (με ΤΟΜΑ), 22 Επιλαρχίες (άνω των 1000 αρμάτων) και 22-26 Μοίρες ΠΒ (600 και πλέον Α/Κ πυροβόλα, εκ των οποίων άνω των 300 είναι Α/Κ FIRTINA 155 χιλ των 52 διαμετρημάτων με βεληνεκές 40 χλμ). Επιπλέον οι Τουρκικές δυνάμεις διαθέτουν άφθονα μέσα γεφύρωσης του Έβρου, έχουν από τώρα λάβει επιθετική διάταξη και οι μονάδες τους διαθέτουν πλήρη επάνδρωση εν αντιθέσει με τις δικές μας που πάσχουν από λειψανδρία εξ αιτίας της μειωμένης θητείας.



Με τέτοια αναλογία δυνάμεων και με βάση τις αντικειμενικές δυσχέρειες επί των δικών μας ενεργειών από τη μορφολογία του εδάφους, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι η πιθανότητα να ξεκινήσουμε τις χερσαίες επιχειρήσεις πρώτοι εμείς και μάλιστα με βιαία διάβαση του Έβρου, θα είναι το λογικό επακόλουθο της καταστροφής μεγάλου μέρους των βασικών δυνάμεων του εχθρού και των κρισίμων υποδομών του για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων, με ένα άμεσο ευρύ και καταστροφικό «πρώτο κτύπημα» από την ΠΑ και το ΠΝ. Αυτό όμως το «πρώτο κτύπημα» είναι «εξεταστέο» αν είναι ικανό και δυνατό και τελικά αν θα είναι αποτελεσματικό. Σε κάθε περίπτωση όμως, αποτελεί μια κορυφαία και κρίσιμη απόφαση στρατηγικής και αμφιβάλω αν βρίσκεται στις επιλογές της ηγεσίας (της πολιτικής).

Διάβαση του Έβρου μετά την έναρξη των επιχειρήσεων


Και βεβαίως μια τέτοια ενέργεια είναι δυνατή, εφόσον η αμυντική μάχη είναι νικηφόρα για τα όπλα μας, η φθορά των Τουρκικών δυνάμεων είναι μεγάλη και οι Μ/Κ και ΤΘ Ταξιαρχίες μας διατηρούν ανέπαφο και αξιόμαχο το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής τους. Σε αυτό θα συνέβαλε τα μέγιστα αν την άμυνα επί της οχυρωμένης τοποθεσίας του Έβρου, θα μπορούσαν να την αναλάβουν κάποια Συντάγματα ΠΖ, που θα απορροφούσαν μεγάλο μέρος της εχθρικής κρούσης και θα προκαλούσαν σημαντική φθορά στη στρατιωτική ισχύ του αντιπάλου, πριν εμπλακούν στον αγώνα οι Μ/Κ και ΤΘ Ταξιαρχίες.. Επί του θέματος έχω αναφερθεί σχετικά στο άρθρο «Το σχέδιο BALYOZ (Βαριά) και οι Ελληνικές αδυναμίες».


Μία διόρθωση


Η διάβαση του Σουέζ από τους Ισραηλινούς, είχε εξεταστεί ως ενδεχόμενο πολύ πριν από το πόλεμο του Γιόμ Κιπούρ. Στη συνέχεια είχε σχεδιαστεί η ενέργεια και είχαν γίνει όλες οι απαιτούμενες προκαταρκτικές ενέργειες για τη διάβαση. Είχε κατασκευαστεί η προκατασκευασμένη γέφυρα, η οποία και ρυμουλκήθηκε στη περιοχή της διάβασης από μια Επιλαρχία αρμάτων όταν αποφασίστηκε η εκτέλεση της επιχείρησης και επίσης είχε προετοιμαστεί κατάλληλα η περιοχή της διάβασης με τη κατασκευή ενός μεγάλου περιβόλου με προστατευτικό ανάχωμα, γνωστού ως «αυλή». Βεβαίως είχαν γίνει και όλες οι απαιτούμενες αναγνωρίσεις από όλα τα κλιμάκια και όλοι ήσαν γνώστες των σχεδίων, αφού δεν είχε καθοριστεί ποια Μεραρχία θα άνοιγε το διάδρομο και ποια-ες θα διεκπεραιωνόταν απέναντι. Η απόφαση όμως για τη διάβαση, όσο και αν βιαζόταν ο Σαρόν και επεδίωκε να είναι αυτός που θα περάσει πρώτος απέναντι, πάρθηκε από τη πρωθυπουργό Γκόλντα Μέιρ (μια γυναίκα που αντιμετώπιζε τα πράγματα ως άνδρας), τον υπουργό άμυνας Νταγιάν, τον αρχηγό του ΓΕΣ στρατηγό Ελαζάρ και τον έφεδρο στρατηγό Μπαρ Λεβ (είχε επιστρατευθεί για να επιβάλει την ιεραρχία και τη πειθαρχία στη νότια διοίκηση και να δαμάσει το Σαρόν). Και η απόφαση λήφθηκε από τους παραπάνω στο πεδίο της μάχης. Ακόμη δεν μπορώ να σκεφθώ πρωθυπουργό της Ελλάδας και υπουργό άμυνας που θα συσκέπτονται στο πεδίο της μάχης με τους αρχηγούς του στρατού. Άλλωστε οι τελευταίοι τρεις πρωθυπουργοί, αισθάνονταν αλλεργία για τις Ε.Δ. και δεν ήθελαν καμιά σχέση μαζί τους. Ο Σημίτης κατά τη κρίση των Ιμίων, αρνήθηκε να μεταβεί και στο κέντρο επιχειρήσεων του ΓΕΕΘΑ. Και βεβαίως ο Σαρόν δεν είχε τη τιμή να περάσει πρώτος, αλλά ανέλαβε την αποστολή να ανοίξει το διάδρομο για την «αυλή» και να μεταφέρει τη γέφυρα. Και παραλίγο στην μεγάλη και σκληρή μάχη του Κινέζικου αγροκτήματος, (ο Σαρόν) να μη τα καταφέρει.

Βεβαίως ο αντίλογος σε όλα τα παραπάνω μπορεί να είναι ότι ίσως ήρθε ο χρόνος να αλλάξουμε πολιτικοστρατιωτική σκέψη, δόγματα, τακτικές, στρατηγική, εκπαίδευση, προμηθευτές όπλων, συμμαχίες κ.α. Συμφωνώ απόλυτα με αυτή τη προσέγγιση, αλλά πιστεύω ότι και εσείς και οι σχολιαστές σε αυτό το χώρο, θα συμφωνήσουν ότι το πρώτο και κυριότερο που πρέπει να εξασφαλίσουμε είναι η άμυνα και η εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας μας και όταν είμαστε βέβαιοι ότι αυτό έχει γίνει, τότε μπορούμε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε «πως θα ελευθερώσουμε τη Πόλη» ή πως θα διαβούμε τον Έβρο και θα προελάσουμε ακάθεκτοι στην Αν. Θράκη, όχι με σχηματισμούς και συγκροτήματα συνδυασμένων όπλων, αλλά με Τάγματα ΤΟΜΑ BMP-3 (όπως έγραψαν κάποιοι).

Θέλω ακόμη να τονίσω ότι όποιοι στο διάβα της ιστορίας, αγνόησαν τις γενικά παραδεδεγμένες και αναλλοίωτες αρχές του πολέμου και τους κανόνες διεξαγωγής των επιχειρήσεων, πάντοτε ηττήθηκαν. Οι μεγάλοι πολέμαρχοι κέρδισαν τις μάχες και τους πολέμους, επειδή τήρησαν τις βασικές αρχές (την Εκλογή του Σκοπού και την Εμμονή σ' αυτόν, το Επιθετικό Πνεύμα, την Απλότητα, την Ενότητα της Διοικήσεως, τη Συγκέντρωση, την Οικονομία Δυνάμεων, τον Ελιγμό, τον Αιφνιδιασμό, την Ασφάλεια και το Ηθικό). Μπορεί να αυτοσχεδίασαν, αλλά δεν παρέβησαν καμιά αρχή. Οπωσδήποτε η εξέλιξη των μέσων βελτιώνουν και εξελίσσουν τα δόγματα και τις τακτικές, σε καμιά περίπτωση όμως δεν καταργούν τις αρχές και τους κανόνες.


Κύριε καθηγητά, επιτρέψτε μου να εκφράσω το σεβασμό μου και την εκτίμηση μου στο πρόσωπο σας και σας ευχαριστώ που μου δώσατε την ευκαιρία να συνομιλήσω μαζί σας.

Με εκτίμηση,
Αρματιστής

Διαβάστε περισσότερα...

O ακαδημαϊκός Βασίλειος Μαρκεζίνης απαντά στο "Εν Κρυπτώ"

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Δημοσιεύουμε παρακάτω αυτούσια την απάντηση που μας έστειλε ο ακαδημαϊκός κ. Βασίλειος Μαρκεζίνης σχετικά με το προ ημερών άρθρο μας. Ευχαριστούμε τον κ. Μαρκεζίνη για την απάντηση και επιφυλασσόμαστε να ανταπαντήσουμε σύντομα.

Γενικός προς Ειδικούς
Βασίλειος Μαρκεζίνης - Ακαδημαϊκός

Εισαγωγικές σκέψεις

Οι ευγενώς και λεπτομερώς διατυπωμένες αντιρρήσεις που δημοσιεύθησαν ανωνύμως (γιατί;) στο «Εν Κρυπτώ» (http://www.enkripto.com/2011/09/blog-post_08.html) για το περιεχόμενο του τέταρτου κεφαλαίου (σελ 211-224) του πρόσφατου βιβλίου μου «Η Ελλάς των Κρίσεων» (Λιβάνης 2011) μου προξενούν τρεις αντιδράσεις διαφορετικού τύπου που ίσως ενδιαφέρουν τους αναγνώστες του ενδιαφέροντος ιστοτόπου. Γι΄αυτό και έθεσα κατά μέρος άλλες, πιο επείγουσες, υποχρεώσεις για να θέσω υπ΄όψιν των αναγνωστών σας μερικές μόνο (λόγω ελλείψεως χρόνου και χώρου) από αυτές .

Πρώτον, επιτρέπεται σ΄έναν μη ειδικό να εκφράσει γνώμη επί θεμάτων που, στη βάση των, απαιτούν ειδικές γνώσεις; Στο πλαίσιο μιας γενικότερης πολιτικής συζητήσεως η απάντηση μου είναι ανενδοίαστα «Ναι» γιατί άλλως θα αφήναμε την διαμόρφωση της πολιτικής της χώρας μας μόνο σε ειδικούς – την υγεία σε γιατρούς, την παιδεία σε δασκάλους, την άμυνα σε στρατιωτικούς κοκ. – και θα αποκλείαμε έτσι παντελώς την συμμετοχή όλων των πολιτών στην διαμόρφωση της κοινωνίας που ζούνε. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι αν αποκλείεται στο γενικά μορφωμένο άτομο να εκφράζει γνώμη και, ακόμη, να συμμετέχει στην διαμόρφωση της πολιτικής κοινωνίας μέσα στην οποία ζει -- πράγμα που πολλές φορές απαιτεί και διατύπωση γνώμης σε λεπτομέρειες--αλλά στο πως και πόσο η γνώμη του πρέπει όχι μόνον να ακούγεται αλλά και να επηρεάζει τη διαμόρφωση των σχετικών αποφάσεων.

Αυτή η σύμπραξη (πολλών) ειδικών, υπό την εποπτεία και τελική ευθύνη ενός μη ειδικού αλλά ευρέως μορφωμένου και πεπειραμένου ανθρώπου, αποτελεί τον κανόνα σε θέματα στρατιωτικά, όπου η εκπόνηση στρατηγικού δόγματος απαιτεί συντονισμό με ειδικούς που ασχολούνται με τις διάφορες πτυχές του διεθνούς δικαίου, με οικονομολόγους, με γεωγράφους, ιστορικούς κλπ υπό την τελική εκτίμηση ενός «αφεντικού» στο οποίο ανήκει η τελική ευθύνη για την διαμόρφωση της τελικής σύνθεσης γνωρίζοντας επαρκώς το αντικείμενο των διαφόρων ειδικοτήτων που δουλεύουν γι΄αυτόν. Μια τέτοια γενική γνώση συνήθως δίδει στον προϊστάμενο την δυνατότητα να μπορεί να θέτει στους ειδικούς του τις σωστές ερωτήσεις και να αξιολογεί τις απαντήσεις των αλλά, ταυτοχρόνως, να μην είναι τόσο ειδικός όσο κάθε ειδικός, ώστε να ταυτίζεται με τον τρόπο σκέψεώς του και να υποτιμά ή αγνοεί τις σκέψεις των άλλων ειδικών που εργάζονται γι΄αυτόν.

Δεύτερον τα περισσότερα σοβαρά προβλήματα της ζωής συνήθως επιλύονται καλύτερα όταν συμπράττουν πολλοί άνθρωποι και πολλές ειδικότητες, δεδομένου ότι μια τέτοια σύμπραξη προσφέρει μεγαλύτερες ευκαιρίες ελέγχου και τηρήσεως των νομικών διαδικασιών λήψεως αποφάσεων στο συγκεκριμένο τομέα ανθρώπινης δράσης. Αυτή η γενικότερη συμμετοχή στην λήψη αποφάσεων είναι κατ` εξοχήν αναγκαία στο στράτευμα, όπου ανεξέλεγκτος άσκηση αρμοδιοτήτων, βάσει μόνο στενών ειδικών γνώσεων, μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες σπατάλες χρήματος ή κινδύνους εξασθενήσεως της δημοκρατικής βάσης του πολιτεύματος.

Τρίτον, το άρθρο που υπήρξε η αφορμή του παρόντος δοκιμίου, απέφυγε τον συνήθη δυσφημιστικό τρόπο εκφράσεως αντιρρήσεων που παρατηρείται συχνά στην χώρα μας αυτή την εποχή. Δημιουργεί, έτσι, την επιθυμία διαλόγου που θα προσελκύσει και άλλους ενδιαφερομένους και θα συμβάλει έτσι στην ευρύτερη δυνατή κατανόηση του συζητουμένου θέματος. Οι ήδη δημοσιευθείσες αντιδράσεις στο άρθρο του ισοτόπου, επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές.
Αλλά και από εκπαιδευτικής απόψεως, μια ευρύτερη συζήτηση γρήγορα δείχνει πως και οι πιο λεπτομερείς και τεχνικές επιλογές συνδέονται αναπόσπαστα με γενικότερα θέματα που νομίμως απασχολούν την κοινωνία καί τα οποία τις προσδιορίζουν. Ταχύτατα, λοιπόν, μπορεί κανείς να βρεθεί μπλεγμένος σ΄ ένα γενικότερο θέμα όπου η «κοινή» - με την έννοια της μη εξειδικευμένης - γνώμη, αποτελεί την βάση όλων των ειδικοτέρων αποφάσεων που ακολουθούν. Σ΄αυτές τις περιπτώσεις, η συμμετοχή των μη ειδικών είναι όχι μόνο ευπρόσδεκτη αλλά και αναγκαία.

Η σκέψη αυτή υπαγόρευσε το είδος των «ειδικών» – στα μέτρα των δυνάμεών μου – απαντήσεων που ακολουθούν και που θεμελιώνουν την πεποίθησή μου πως η καταληκτική συμβουλή του συγγραφέως του «Εν Κρυπτώ» στο οποίο εδώ απαντώ, - ότι δηλαδή ως μη ειδικός στα στρατιωτικά δεν πρέπει να αρθογραφώ γι αυτά τα θέματα - δεν θα εισακουσθεί!

Απαντήσεις στις αντιρρήσεις

Απαντώ πάντα ως επιστήμων με πολλά ενδιαφέροντα, με όρεξη να μάθω, με διάθεση να διορθωθώ από ειδικούς και να παραδεχθώ όταν κάνω λάθος έχοντας πολλάκις διακηρύξει ότι όποιος δεν είναι έτοιμος να κάνει λάθος και να υποστεί τις δέουσες συνέπειες, ποτέ δεν θα πρωτοτυπήσει. Αυτή η τελευταία σκέψη όμως – προσέξετε - αρμόζει και στους ειδικούς και όχι μόνον στους γενικούς. Ας έχουν λοιπόν και αυτοί το νου τους μήπως, εξ αιτίας της υπερεξειδικεύσεώς τους, χάσουν από μπροστά τους την γενικότερη εικόνα! Για να το πω αλλιώς, αν δεν είναι σε θέση να προσαρμόζουν την σκέψη τους και να τολμούν σε στιγμές πολιτικο-στρατιωτικών κρίσεων ανορθόδοξες λύσεις, θα τους πάρει το ποτάμι γιατί η υπερβολική εξειδίκευση κανένα δεν σώζει ενώ ο κοινός νους ίσως δώσει σωτηρία. Εν όψει των ανωτέρω, παρατηρώ:

Πρώτον, σε ότι αφορά την κριτική για την αντιαρματική ανεπάρκεια του συγκεκριμένου πυροβόλου των 100 χιλ. (τύπου 2A70) χαμηλής πίεσης που φέρει το ΒΜΡ-3, δεν αντιλέγω άλλο από το προφανές : η λύση θα ήταν να εφοδιασθούν τα προοριζόμενα για την Ελλάδα ΒΜΡ-3 με πυροβόλο 100χιλ. ικανό να βάλλει διατρητικά πυρομαχικά κινητής ενέργειας. Το ότι το ΒΜP-3 μπορεί να φέρει διατρητικά βλήματα (τονίζω για ακόμα μια φορά, ως υποστήριξη σε συνδυασμό με τη δύναμη πυρός των ΤΘ) επιβεβαιώνεται από διάφορες πηγές (βλ. π.χ. Janes Intelligence Guide. http://www.army-technology.com/projects/bmp-3/ http://articles.janes.com/articles/Janes-Ammunition-Handbook/100-mm-3UBK10-3-Basnya-gun-launched-missile-round-Ukraine.html Janes Tank recognition guide (2nd edition) 2000 pp.170.)

Φίλοι ειδικοί με πληροφορούν επί πλέον ότι η απαίτηση αυτή ικανοποιείται εύκολα γιατί και διαθέσιμα πυροβόλα υπάρχουν και ο σχεδιασμός του ΒΜΡ-3 είναι ικανός να αντέξει βολή σε κίνηση με τέτοιου τύπου πυροβόλο. Ειδικοί, πάλι, μου λένε ότι στις σειρές παραγωγής των ΒΜΡ-3 η αλλαγή πυροβόλου δεν θα επέφερε αύξηση του κόστους.

Δεύτερον, έκδηλη (και λογική) είναι η αγωνία του «Εν Κρυπτώ» για την ασφαλή μεταφορά του Πεζικού στη «γραμμή εξόρμησης υπό προστασία θώρακος». Είναι σαφές (και δεν νομίζω ότι κανείς διαφωνεί με αυτό) ότι κανένα ΤΟΜΠ/ΤΟΜΑ δεν αντέχει σε πλήγμα αντιαρματικών όπλων, ούτε σε ευθύ πλήγμα οβίδας πυροβολικού. Εξ όσων αντελήφθην το ζητούμενο είναι η προστασία από όπλα πεζικού, όλμους και θραύσματα οβίδων. Πάλι Έλληνες (και ξένοι ειδικοί) μου λένε ότι αυτή την προστασία την παρέχει επαρκέστατα το ΒΜΡ-3.

Τρίτο, σε ότι αφορά την διάβαση υδάτινων κωλυμάτων, εδώ τίθεται ένα ευρύτερο θέμα φιλοσοφίας άμυνας , το οποίο βαίνει πολύ πέραν των τεχνικών δυνατοτήτων του ΒΜΡ-3 και των αδυναμιών των ανταγωνιστών του. Αυτό το πρόβλημα φιλοσοφίας της άμυνας αναδεικνύεται, ακόμη περισσότερο, και από τα προωθούμενα σχέδια κατασκευής τάφρου καθ` όλο σχεδόν το μήκος του Έβρου και δυτικά αυτού, ως μείζονος αμυντικού κωλύματος. Η τάφρος υποτίθεται ότι θα μας απήλασσε από τον κίνδυνο αιφνιδιαστικής εισβολής των Τούρκων, καθιστώντας παράλληλα την άμυνα μας ευχερέστερη ακόμη και με το σημερινό – αριθμητικά ελλειμματικό θα έλεγα - ανθρώπινο δυναμικό.

Εδώ όμως – έχω την εντύπωση - «σκοντάφτουμε» στην στρατηγική αντίληψη για το είδος της απειλής που συνιστά η Τουρκία για την χώρα μας. Αυτό διότι η τάφρος ουσιαστικά αποτρέπει (λόγω εύρους και βάθους) οποιαδήποτε δυνατότητα αιφνιδιαστικής της διάβασης από τις Ελληνικές δυνάμεις , δίχως ζεύξη από το Μηχανικό.

Τέτοια λογική για μένα υποδηλώνει ότι οι στρατιωτικές μας επιδιώξεις πάντα και κατ΄ ανάγκη τελειώνουν όταν καταστραφούν (με την βοήθεια της τάφρου) οι επιτιθέμενες Τουρκικές δυνάμεις. Σ΄αυτή την λογική όμως ουδέποτε υπεισέρχεται το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί η ανάγκη να καταληφθεί αιφνιδίως Τουρκικό έδαφος ως πολιτικό ισοδύναμο π.χ. της αιφνίδιας κατάληψης 1-2 κατοικημένων μικρονησιών μας στο Αιγαίο ή προελάσεως των Τουρκικών δυνάμεων στην Κύπρο. Αυτή η ανάγκη παραπέμπεται στην αναμονή Τουρκικής επίθεσης στον Έβρο, στην συντριβή των π.χ. δύο Μεραρχιών που θα επιτεθούν και μετά «με άνεση χρόνου» διαβαίνουμε εμείς την τάφρο μας και τον Έβρο.

Ίσως το πιο απογοητευτικό στοιχείο σ` αυτή την προσέγγιση είναι η αντίληψη της παραμέτρου του χρόνου. Γιατί τέτοια λογική μας πάει πίσω στην δεκαετία του `40 όταν η χρονική μονάδα διάρκειας και μέτρησης των συγκρούσεων ήσαν εβδομάδες αν όχι μήνες και δεν μας αφήνει να σκεφθούμε ως άνθρωποι του 21ο αιώνα, όπου συνηθέστατα οι συγκρούσεις διαρκούν ένα-δύο εικοσιτετράωρα πριν μεταφερθούν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης.
Την πολιτική της τάφρου εμμέσως την υποστήριξα στο προηγούμενο βιβλίο μου («Για μια Ελληνική Εξωτερική Πολιτική») τονίζοντας – ιδίως για το γενικό κείνο - την ελάχιστα γνωστή απόκτηση μεγάλου αριθμού γεφυροποιών οχημάτων από την Τουρκία. Βεβαίως, και άλλοι, εκείνη περίπου την εποχή, είχαν αναφερθεί στην ιδέα της τάφρου αλλά η ομιλία μου, και η δημοσιότητα που της εδόθη, τράβηξε την προσοχή του πολύ κόσμου και έχω λόγον να πιστεύω ότι βοήθησε την ηγεσία του στρατεύματος στην επιτάχυνση των μέτρων. Ωστόσο, η κατασκευή της τάφρου δεν είναι απόλυτη λύση, διότι η δυσχέρεια που προσθέτει δεν αρκεί για να αποτρέψει τους Τούρκους από το να προετοιμασθόυν κατάλληλα για την αιφνιδιαστική της υπέρβαση καί να καταλάβουν π.χ. το βορείως του Ερυθροποτάμου Ελληνικό έδαφος καί να παραμείνουν εκεί οχυρωμένοι και διαπραγματευόμενοι.

Συνεπώς, καλή η τάφρος και μάλιστα όχι μόνο για στρατιωτικούς αλλά και για μεταναστευτικούς λόγους. Όμως, συνεπάγεται την (περιοριστική) αντίληψη ότι το μόνο που μπορούμε ν` αντιτάξουμε είναι άμυνα αποκλειστικά εντός του Ελληνικού εδάφους. Αυτή η αντίληψη, για τους περισσότερους πολίτες αλλά, ίσως, και για τους συντηρητικούς ειδικούς, υπακούει σ’ ένα υπαγορευμένο (πόθεν άραγε;;) δόγμα περί άβατου (inviolability) του Τουρκικού εδάφους -το οποίο άβατο φροντίζουμε (εμείς) να κατοχυρώσουμε πρακτικά με την τάφρο σε όλο σχεδόν το μήκος των συνόρων, η οποία ενώ δεν μπορεί να προλάβει σε κάθε περίπτωση μια καλά προσχεδιασμένη Τουρκική υπέρβαση, θα μπορούσε να αποτελέσει το ...φύλλο συκής της προ- αποφασισμένης δικής μας αδράνειας.
Έλεος! Ερωτώ, η πλευροκόπηση καί κύκλωση μιας ενδεχόμενης Τουρκικής επιθετικής κίνησης πρέπει να αποκλείεται δογματικά; Ειναι αρκετό να εξαρτάται από τις γέφυρες που θα συναρμολογήσει στην τάφρο το Μηχανικό μας;

Δεν είναι εδώ η κατάλληλη στιγμή ούτε εγώ - ο γενικά μορφωμένος άνθρωπος - με κοινό νου για να διαφωνήσω με εδικούς πάνω στις λεπτομέρειες του πολέμου του Yom Kippur. Αλλά συνιστώ σε όσους απο τους αναγνώστες του ισότοπου δεν γνωρίζουν το διαφωτιστικότατο βιβλίο του Αbraham Rabinovich “The Yom Kippur War” (Shocken Books-New York 2004) να το διαβάσουν, μήπως και εμπνευσθούν, έστω και κατ` ελάχιστον, οι οπαδοί αμυντικών μόνο πολέμων ως και οι πολέμιοι του ΒΜΡ-3 από το ένθεο επιθετικό πνεύμα των Ισραηλινών συναδέλφων τους. Από τούς Ισραηλινούς επίσης πρέπει να αντιγράψουμε την απαράμιλλη ικανότητά τους να παραδέχονται τα λάθη τους και να τα διορθώνουν. Τα γράφω αυτά γιατί ασχολούμαι --πάλι ως μη ειδικός-- με την ψυχοβιογραφία, μια και μου δίδει ενοράσεις στο πως σκέπτονται οι άνθρωποι και πως μπορούν να προσαρμόζουν τις απόψεις των οι μεγάλοι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων και μεγάλων στρατηγών που από τον Σκιπίωνα μέχρι το Ariel Sharon απέδειξαν την αξία της αιφνίδιας μετατροπής ενός αμυντικού πολέμου σε επιθετικό. Τα τονίζω όλα αυτά με έμφαση γιατί η μόρφωση μου είναι μεν γενική αλλά νομίζω – ελπίζω τουλάχιστο – ότι δεν μου έχει στερήσει την δυνατότητα κρίσεως και προσαρμοστικότητας.
Τέταρτο, εν όψει των ανωτέρω, βλέπουμε ότι το ΒΜΡ-3 ουσιαστικά αποτελεί έναν συγκερασμό ταχύτατης και ασφαλούς προώθησης πεζών, καθώς επίσης και πυροβολικού εφόδου και αμυντικού όπλου, όταν απαιτηθεί. Είναι με δυο λόγια ένα πολυδύναμο εργαλείο που καλύπτει μία ευρύτατη ποικιλία λειτουργιών, ακόμη και την ακραία αυτοτελή (δίχως αρματική υποστήριξη) επιθετική κίνηση.
Κάποιοι, με στερεότυπα παλαιότερης επιχειρησιακής αντίληψη μπορεί να μην έλκονται από τέτοιες σκέψεις. Δικαίωμα τους! Μπορούν όμως να εξηγήσουν γιατί οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, ούτε την εποχή των παχιών αγελάδων (όταν ήσαν ο 4ος παγκόσμιος αγοραστής οπλικών συστημάτων) ούτε την εποχή των σημερινών ισχνών, δεν έτυχε να υιοθετήσουν κανένα μείζον οπλικό σύστημα πέραν των προερχομένων από Γαλλία, Γερμανία και ΗΠΑ;
Ποιού είδους επιχειρησιακές τακτικές αντιλήψεις των Ελλήνων στρατιωτικών τυχαίνει ν` απορρίπτουν οτιδήποτε προέρχεται από την Ρωσία; ΄Η μήπως οι σχετικές αποφάσεις δεν βασίζονται σε τακτικές επιχειρησιακές αντιλήψεις αλλά σε σχέσεις πολιτικο-οικονομικης εξάρτησης, που ίσως κάποτε ήσαν κατανοητές, αλλά σήμερα συνιστούν βαρίδια στην αποτελεσματικότητά των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων; Η ζημιογόνος επίδραση αυτών των σχέσεων στην πρόσφατη ιστορία μας έχει οδηγήσει μη ειδικούς σαν και μένα στην αντίληψη ότι ο πόλεμος δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν μια τεχνική μόνο διαδικασία, που την διεκπεραιώνουν αποκλειστικά οι ειδικοί στρατιωτικοί, αλλά απαιτεί και γενικότερη πολιτική σκέψη που συχνά δεν έχει – για χίλιους δυο λόγους – και ο πλέον άριστος στρατιωτικός ειδικός.

Όποιος στρατιωτικός κυριαρχείται από τεχνοκρατική και μόνο νοοτροπία, ουδέποτε θα αντιληφθεί ότι το αντικείμενο της δουλειάς του είναι, σε τελευταία ανάλυση, μια κατ` εξοχήν πολιτική πράξη. Αυτή η τάση, αυτή η ενδεχόμενη αδυναμία γενικότερης σκέψεως και ευρύτερης αντίληψης πιθανόν να οδηγεί πολλούς Έλληνες στρατιωτικούς στο συμπέρασμα ότι δεν είναι δουλειά τους η αποτίμηση της φύσης, του μεγέθους και των πολιτικών στοχεύσεων της Τουρκικής απειλής. Αδυνατούν έτσι να σκεφθούν, πέρα από τεχνοκράτες, και ως πολιτικοί επιτελείς και σύμβουλοι, άρα να απαιτήσουν από τον Υπουργό τους, από την πολιτική ηγεσία γενικότερα, τις συμμαχίες και τα όπλα που η αντιμετώπιση της συγκεκριμένης Τουρκικής απειλής επιβάλλει.

Ακόμη χειρότερα, ούτε το παράδειγμα της Κύπρου ούτε το παράδειγμα των Ιμίων έχουν λειτουργήσει ως μαθήματα. Και στις δύο περιπτώσεις δεν χάσαμε πρωτίστως από την ακαταλληλότητα ή την αστοχία του διαθέσιμου υλικού. Αντιθέτως, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι χάσαμε από έλλειψη πολιτικής αντίληψης (από πολιτική τύφλωση!), από έλλειμμα πρωτοβουλίας και επιθετικού πνεύματος, από έλλειψη κατανόησης του σχεδιασμού του αντιπάλου, από αδυναμία εντοπισμού των ασθενών του σημείων και εκμετάλλευσής τους.
Το ίδιο συμβαίνει και τώρα, με την κλιμακούμενη κρίση στην ΝΑ Μεσόγειο. Αδυνατούμε να αντιληφθούμε τί θα απέτρεπε/αποθάρρυνε τους Τούρκους. Αδυνατούμε να διαβάσουμε την παγιωμένη τους αντίληψη: ότι οι ΄Ελληνες δεν επιθυμούν (και δεν είναι εξοπλισμένοι για) συνολικό πόλεμο ως αντίδραση στην διαρκή προώθηση των Τουρκικών βλέψεων. Το ΒΜΡ-3 συνιστούσε ακριβώς μια ένδειξη ότι και μπορούμε και θέλουμε. Επιλέγοντας – πιθανώς - τα «δεύτερο χέρι» ΤΟΜΠ από τα υπολείμματα των Γερμανών και των Αμερικανών, φοβούμαι οτι εκπέμπουμε - εμμέσως πλην σαφώς - την εντύπωση πως θα ρίξουμε , αν ανακύψει η ανάγκη κάποιες τουφεκιές για «την τιμή» των όπλων και μετά το πολιτικό - και όχι στρατιωτικό - κατεστημένο θ` αποδεχθεί το τετελεσμένο, όπως άλλωστε όλα αυτά τα χρόνια έχει κάνει. (Αφήνω, επί του παρόντος, εκτός υπολογισμού την φημολογούμενη δωρεά Αμερικανικών βαρέων αρμάτων τύπου Άμπραχαμς.)

Πέμπτο, και εν κατακλείδι, εγώ δεν κατηγόρησα κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή οργάνωση ότι «τα πιάνει» από τους Αμερικανούς ή τους Γερμανούς αν και κατά καιρούς σε όλες τις χώρες το πρόβλημα το «μαύρου χρήματος» εμφανίζεται με την πιο άσχημη μορφή του στο θέμα εξοπλιστικών προμηθειών. Αυτό που κατηγόρησα είναι μια αντίληψη, μια παθογένεια θα έλεγα, που νομίζω - και πάλι μπορεί να κάνω λάθος - ότι είναι γενικευμένη στην χώρα μας. Η αντίληψη είναι ότι παίρνουμε όποιο οπλικό σύστημα μας δίνουν οι πολιτικοί, εφ` όσον, βεβαίως, ... δεν προέρχεται από την Ρωσία. Και αν δεν αποδειχθεί λειτουργικό και κατάλληλο, τους μεμφόμεθα εκ των υστέρων με παραπολιτικές διαρροές. Εξετάζοντας λοιπόν το θέμα από αυτή την οπτική γωνιά δεν έκανα τίποτα άλλο παρά να δείξω ότι η στην ουσία μονοδιάστατη εξωτερική μας πολιτική, που δεν μπόρεσε ή δεν προσπάθησε καν να ανταποκριθεί στον νέο κόσμο που ανέτειλε μετά το πέρας του ψυχρού πολέμου, απαντάται εξ ίσου έντονα και στον αμυντικό τομέα. ‘Ετσι όμως οριζόμενο το θέμα μου απαιτεί - και όχι απλώς επιτρέπει - παρεμβάσεις μη ειδικών μια και άπτεται του γενικού συμφέροντος της χώρας.

Εγώ διεκδικώ το δικαίωμα των Ενόπλων Δυνάμεων να διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό την στρατηγική αντίληψη για την άμυνα της χώρας: τί μας απειλεί και πώς αποτρέπεται ή εξουδετερώνεται. Μια τέτοια αποστολή απαιτεί διαμορφώσει από κοινού με το Υπουργείο των Εξωτερικών συντονισμένου δόγματος εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Αυτή η συντονισμένη στρατηγική εκτίμηση μοιραία θα καθορίζει και το είδος των όπλων που θα πρέπει να διεκδικούν οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις άπαξ έχει καθορισθεί ποία θα είναι η εξωτερική πολιτική της χώρας. Αυτή, και όχι απο μόνης της, η... «ανάγκη μεταφοράς του Πεζικού στην γραμμή εξόρμησης υπό προστασία θώρακος»!

Κατάληξις

Το συμπέρασμα για μένα είναι λοιπόν ένα, και βγαίνει συνεχώς επαναλαμβανόμενο στις πολλαπλές μου δημοσιεύσεις. Θέλω να προσελκύσω στην πολιτική της καταρρέουσας Ελλάδας ανθρώπους με «ταλέντο» - γενικό και ειδικό – και να αφήσω σ’αυτούς να πάρουν τα ηνία από τα διάφορα κατεστημένα που μας κυβέρνησαν, κομματικά, εξαρτημένα από Μεγάλες Δυνάμεις και συμφέροντα, κρατώντας μακριά από την διοίκηση της χώρας την πρωτοτυπία, την ευελιξία σκέψεως, την ψυχολογική ικανότητα προσαρμογής σε νέα δεδομένα. Εννιά φορές στις δέκα αυτά τα χαρακτηριστικά τα βρίσκει κανείς στους ανθρώπους με ευρεία μόρφωση και μεγάλη πείρα που είναι σε θέση να δουν την συνολική εικόνα και μετά να στραφούν στους ειδικούς και να τους ζητήσουν να εκτελέσουν το εξ ίσου δύσκολο και σοβαρό εργο της υλοποίησης, της αντιμετώπισης των λεπτομερειών που μόνο η ειδική τους κατάρτιση επιτρέπει να το φέρουν σε πέρας.

Η σημασία των «γενικών» – ανθρώπων δηλαδή με ευρύτερη καλλιέργεια και όχι μόνο τεχνικές γνώσεις – δεν είναι μόνο ιδική μου (λελογισμένη) προτίμηση αλλά και επιβεβαιώνεται στην πράξη. Όντως παρατηρούμε ότι πολλοί από τους θεμελιωτές του στρατιωτικο-πολιτικού δόγματος δεν προέρχονταν από το χώρο της στρατιωτικής ειδικότητος. Έτσι, υπενθυμίζω παραδειγματικά, ότι ο Κίσινγκερ υπήρξε ιστορικός, ο E.H.Carr ιστορικός και δημοσιογράφος, ο Morgenthau νομικός, ο Kenneth Waltz οικονομολόγος, για να μην μιλήσουμε και για περιπτώσεις που προήλθαν ακόμα και από τον χώρο των Θετικών επιστημών. Και αν θέλομε και παράδειγμα από την «άλλη πλευρά του λόφου» ας μην ξεχνάμε ότι ο νυν υπουργός εθνικής άμυνας της Ρωσίας Anatoly Serdyukov, ο οποίος ανέλαβε τη θέση στην δύσκολη εποχή μετά τον Ρωσο-Γεωργιανό πόλεμο με διαταγή να αλλάξει ριζικά το δόγμα πολέμου της Ρωσίας προκειμένου η χώρα να είναι έτοιμη να ανταποκριθεί σε μια πιθανή εισβολή του ΝΑΤΟ είναι απόφοιτος ... οικονομολόγος!

Με δύο λόγια, αν – και τονίζω το αν – υπάρχουν διαφορές μεταξύ εμού και του «Εν Κρυπτώ» – δεν βρίσκονται στο πιο «παιχνίδι» προτιμώ εγώ η αυτοί να αποκτήσουμε αλλά στο τί είδους νοοτροπία πρέπει να διακρίνει τους πραγματικούς ηγέτες. Δυστυχώς όμως, κατά Πιραντελλικό τρόπο, η χώρα μας ακόμη αναζητά τέτοιους ανθρώπους!

Διαβάστε περισσότερα...
“Κι αν είναι κ’ έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι, κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα, για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια, μη φοβηθείς το χαλασμό.

Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα!, ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφτο, και χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα, για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα, π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νάρθει, κι’ όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων!..

Φτάνει μια ιδέα να στο πει, μια ιδέα να στο προστάξει,κορώνα ιδέα , ιδέα σπαθί, που θα είναι απάνου απ’ όλα!"

Κωστής Παλαμάς
«Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται,ζυγόν δουλείας ας έχωσι·

θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία»


Α.Κάλβος
«Τι θα πει ραγιάς; Ραγιάς είναι εκείνος που τρέμει από τον φόβο τον Τούρκο, που είναι σκλάβος του φόβου του, που θέλει να ζήσει όπως και να είναι. Που κάνει τον ψόφιο κοριό για να μην τον πατήσει κάποιος. Την ραγιαδοσύνη του την ονομάζει αναγκαία φρονιμάδα».

Ίωνας Δραγούμης

  © Free Blogger Templates Columnus by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP