Τα οχυρά της Γραμμής Μεταξά
Τετάρτη 25 Ιουνίου 2008
απόσπασμα απο το άρθρο του Σχη (ΠΖ) Γεώργιου Καραμπατσόλη για το Οχυρό Νυμφαίας
Γενικά
Βρισκόμαστε στο έτος 1935. Δεκαπέντε χρόνια μετά την απελευθέρωση της Δυτικής Θράκης.
Στις αρχές του 1935, η κυβέρνηση έθεσε στο ΓΕΣ ερώτημα σχετικά με την οχύρωση των βορείων συνόρων της χώρας.
Να σημειωθεί εδώ ότι, μετά τη συνθήκη της Λοζάννης και μέχρι του έτους 1933, οι εκάστοτε κυβερνήσεις της χώρας και η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία δεν είχαν αντιμετωπίσει σοβαρά το θέμα της οχύρωσης της παραμεθόριας ζώνης, διότι υπολόγιζαν ότι βρίσκονται μπροστά σε μία μακρά ειρηνική περίοδο. Αλλά και τα διατιθέμενα κάθε φορά κονδύλια του προϋπολογισμού για τη στρατιωτική προπαρασκευή της χώρας ήταν πάντοτε περιορισμένα, λόγω του πλήθους των αναγκών που είχαν προκύψει από τη μικρασιατική καταστροφή.
Ως εκ τούτου, καμία άξια λόγου εργασία οχύρωσης δεν είχε γίνει μετά τη μικρασιατική καταστροφή, εκτός από κάποια ατελέστατη απλή τακτική μελέτη οχύρωσης με ενισχυμένα έργα εκστρατείας των περιοχών βορείως της Ξάνθης, Κάτω Νέστου, Πόρτο Λαγός και της βορείως Κομοτηνής περιοχής της Νυμφαίας, κατά τα έτη 1924 και 1925.
Μετά το σχετικό ερώτημα λοιπόν της κυβέρνησης, το ΓΕΣ συγκρότησε επιτροπή, η οποία υπέβαλλε το από 21 Ιανουαρίου 1935 πρακτικό της, με το οποίο υπολόγισε την απαιτούμενη δαπάνη για την ολοκλήρωση της οχύρωσης (από Αξιό ποταμό μέχρι και Δυτική Θράκη) στο ποσό άνω των 4.000.000.000 δρχ. Για την οχύρωση της Δυτικής Θράκης η δαπάνη είχε υπολογισθεί χονδρικά στο ποσό των 100 εκατομμυρίων δρχ.
Τσιμεντένια εμπόδια τύπου πυραμίδας.
(Φωτογρ. Σχης Γ. Καραμπατσόλης).
Το ΓΕΣ υπέβαλλε στη συνέχεια υπόμνημα προς την κυβέρνηση και τους πολιτικούς ηγέτες, με το οποίο ζητούσε τη διάθεση 200 εκατομμυρίων δρχ ως πρώτη δόση για την οχύρωση της ζώνης προκαλύψεως προς Βουλγαρία, έναντι του χονδρικώς προϋπολογισθέντος ποσού των 4 δις δρχ. Στο υπόμνημα αυτό, αρχικά, δε δόθηκε συνέχεια.
Μετά όμως την Ιταλοαιθιοπική ρήξη, στις 2 Οκτωβρίου 1935, και με την εμφάνιση νεφών στο διεθνή ορίζοντα, η στρατιωτική ηγεσία εισηγήθηκε στην κυβέρνηση τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων προς εξασφάλιση των στοιχειωδών συνθηκών στο σπουδαιότερο τούτο κεφάλαιο της άμυνας της χώρας.
Σε ό,τι αφορά στην περίπτωση ελληνοβουλγαρικού πολέμου, η στρατιωτική ηγεσία πρότεινε όπως η οχύρωση υπεισέλθει κυρίως στην ενίσχυση της προκαλύψεως, με σκοπό την εξασφάλιση της συγκέντρωσης του στρατού εκστρατείας στην επιθυμητή ζώνη και τη διευκόλυνση έτσι της ανάπτυξης του επιθυμητού ελιγμού ή και τη διεξαγωγή αρχικά αμυντικών επιχειρήσεων.
Μετά την πρόταση αυτή της στρατιωτικής ηγεσίας, το Υπουργείο των Στρατιωτικών εξέδωσε τις απαραίτητες διαταγές για την υλοποίηση των αναφερθέντων.
Σχετικά με την οχύρωση, από τον καιρό της ειρήνης οι απόψεις είναι διισταμένες, διότι άλλοι μεν από τους στρατιωτικούς ηγέτες κρίνουν μια τέτοια ενέργεια απαραίτητη για να δύναται η χώρα να εκτελέσει τις πολεμικές αποστολές και άλλοι αποφαίνονται ότι δεν είναι ούτε σκόπιμη ούτε απαραίτητη.
Και στην περίπτωση της οχύρωσης των βορείων περιοχών της Ελλάδας υπήρχαν αυτές οι διισταμένες γνώμες, αν και αυτοί που υποστήριζαν τη μη οχύρωση αποτελούσαν μειοψηφία.
Στην Ευρώπη, όλες σχεδόν οι χώρες αυτής, μεγάλες και μικρές, θεώρησαν ανέκαθεν επιτακτική την ανάγκη της οχύρωσης των συνόρων τους με μόνιμα έργα.
Μετά δε τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, άπαντα σχεδόν τα κράτη, τα ευρισκόμενα στο χοίρο του ευρωπαϊκού θεάτρου επιχειρήσεων, θεώρησαν την ανάγκη αυτή ως επιτακτική.
Άπαντες σχεδόν, οι από του 1924 μέχρι το 1935 Αρχηγοί του Γενικού Επιτελείου Στρατού, υποστηρίζουν την ανάγκη της οχύρωσης της χώρας προς τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Σε ό,τι αφορά τον ελληνικό χοίρο, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Βουλγαρία ήταν πάντοτε τεταμένες. Η κατάσταση αυτή υπήρχε όχι μόνο από το 1935 αλλά από το 1923 και μετά, όταν η Βουλγαρία είχε αναλάβει δυνάμεις από την ήττα του Α' Παγκόσμιου Πολέμου και η Ελλάδα ήταν ακόμη εξασθενημένη από την ατυχή μικρασιατική εκστρατεία.
Ορθότατα λοιπόν οι ελληνικές κυβερνήσεις και το ΓΕΣ, κατά το 1935 και μετά, ελάμβαναν υπόψη τους τη δυσμενέστερη περίπτωση εμπλοκής σε πόλεμο της Ελλάδας μόνης κατά της Βουλγαρίας μόνης ή και κατά της Αλβανίας, η οποία θα ενεργούσε ταυτόχρονα με τη Βουλγαρία.
Το ΓΕΣ, διαβλέπον ότι η κυβέρνηση θα διέθετε τα απαιτούμενα κονδύλια για την οχύρωση της χώρας και με δεδομένη την έλλειψη συστηματικών μελετών, ως πρώτο βήμα συγκρότησε, στις 2 Αυγούστου 1935 επιτροπή υπό την προεδρία του τότε συνταγματάρχη Μηχανικού Στρίμπερ Ι, η οποία αργότερα έλαβε τον τίτλο επιτροπή μελετών οχύρωσης (ΕΜΟ).
Το Σεπτέμβριο δε του 1935, το ΓΕΣ συγκρότησε στο 3° γραφείο αυτού, το τμήμα III, το οποίο μετονομάσθηκε αργότερα σε ΙΙΙ/β ως αρμόδιο γραφείο οχυρωτικής. Η διεύθυνση ΙΙΙ/β ανατέθηκε στον τότε αντισυνταγματάρχη Μηχανικού Κανελόπουλο Κωνσταντίνο, ο οποίος διατήρησε συνεχώς τη διεύθυνση του τμήματος τούτου μέχρι τον Οκτώβριο του 1940.
Η αναφερθείσα επιτροπή είχε εντολή, αφού λάβει υπόψη τα ισχύοντα σχέδια ενεργείας
προς Βουλγαρία όπως και διάφορα άλλα στοιχεία που θα έπαιρνε από το ΓΕΣ, να υποβάλλει πρακτικό στο οποίο να καθορίζεται η μορφή οχύρωσης, η γενική γραμμή χάραξης των έργων, η δαπάνη που θα απαιτηθεί και ο τρόπος οργάνωσης της εργασίας.
Η ανατεθείσα στην επιτροπή μελέτη έγινε σε χάρτη κλίμακας 1:100.000, τα δε πορίσματα αυτής υποβλήθηκαν από την ΕΜΟ στο ΓΕΣ με το υπ' αριθμόν 1 της 1ης Οκτωβρίου 1935 πρακτικό της.
Είσοδος του οχυρού Νυμφαίας. Στο βάθος n προτομή του ταγματάρχη Αναγνωστού.
Διακρίνεται η θυρίδα προστασίας της εισόδου και ίχνη εχθρικών πυρών.
(Φωτογρ. Σχης Γ. Καραμπατσόλης).
Για την περιοχή της Κομοτηνής, πρότεινε την κατασκευή στη Νυμφαία οχυρού αντοχής σε βολή των 155 για την απαγόρευση της οδού Κίρτζαλι - Νυμφαία - Κομοτηνή, καθώς και πολυβολείων αντοχής των 105 στο ύψος της γραμμής Γιοβά Χαλίλ (Μαχαίρας) - Νυμφαία - Κάτω Μεγάλη Αδα - Δράνια για την απαγόρευση των ορεινών οδεύσεων. Γενικά η μελέτη της ΕΜΟ παρείχε την εντύπωση ότι κρινόταν όχι απαραίτητη η οχύρωση της ζώνης αυτής και επαφιόταν στην κρίση του ΓΕΣ η λήψη απόφασης για την κατασκευή των προτεινομένων έργων.
Αναφορικά με τη δαπάνη που θα απαιτείτο, η επιτροπή αυτή (ΕΜΟ) υπέβαλλε ,στις 21 Οκτωβρίου 1935, το υπ' αριθμ. 2 πρακτικό, με το οποίο ανάφερε ότι ,κατά χονδρική προσέγγιση, η δαπάνη οχύρωσης των προς Βουλγαρία συνόρων θα ανέλθει στο ποσό των 550 εκατομμυρίων δραχμών. Τελικώς, δαπανήθηκαν 1322 εκατομμύρια δραχμές. Σε τούτο συντέλεσε τόσο η υποτίμηση της δραχμής όσο και η εξέλιξη των ιδεών επί της μορφής της οχύρωσης κατά την πρόοδο των εργασιών. Το ποσό τούτο υπήρξε εκπληκτικά μικρό, συγκρινόμενο προς την έκταση, την αρτιότητα και την αποτελεσματικότητα του εκτελεσθέντος έργου.
Το φθινόπωρο του 1935 και μετά την έγκριση των μελετών από τον τότε αρχηγό του ΓΕΣ αντιστράτηγο Χασαπίδη Α., εκδόθηκαν από το ΓΕΣ γενικές οδηγίες οχύρωσης βάσει των οποίων συγκροτούνταν μία κεντρική επιτροπή οχύρωσης (ΚΕΟ) στο ΓΕΣ και τέσσερις υποεπιτροπές ανά μία για τις περιοχές προκάλυψης των μεραρχιών XI (περιοχή της κοιλάδας του Αξιού Π.), VI (περιοχή της κοιλάδας του Στρυμόνα Π.), VII (περιοχή υψιπέδου Κ. Νευροκοπίου - Νέστου Π.) και XII (περιοχές Ξάνθης - Κομοτηνής).
Η Κεντρική Επιτροπή Οχύρωσης (ΚΕΟ) στη Νυμφαία.
(Πηγή: Οχύρωση παραμεθορίου ζώνης 1937-1940 ΔΙΣ/ΓΕΣ 1956).
ΚΑΤΟΨΗ ΠΥΡΟΒΟΛΕΙΟΥ ΠΛΑΓΙΟΦΥΛΑΞΗΣ (Κλίμ.1:150)
1.θάλαμος βολής,
2. Φάτνωμα βολής,
3. Προθάλαμος,
4. Κάθοδος προς καταφύγια,
5. Βοηθητική έξοδος,
6. Σηκός φωτισμού,
7. Τυφεκίθρα,
8. Παρατηρητήριο.
(Πηγή: Αγώνες στην ανατ. Μακεδ. και Θράκη 1941, ΓΕΣ/ΔΙΣ 1956).
Οι πρώτες σε μεγάλη έκταση εργασίες έργον εκστρατείας σημειώθηκαν κατά το έτος 1937. Το 1938, συνεχίσθηκαν οι εργασίες που είχαν αρχίσει το προηγούμενο έτος.
Γενικά, κατά το έτος 1939, σημειώθηκε σημαντική πρόοδος στα έργα εκστρατείας, ιδίως στις περιοχές του Δ' και Ε' (Θράκη) Σωμάτων Στρατού.
Κατά το έτος 1940. τα Δ' και Ε Σώματα Στρατού, μετά από διαταγές του ΓΕΣ, περιορίσθηκαν στην αποπεράτωση του προγράμματος έργων εκστρατείας, του προηγουμένου έτους.
Η Κατασκευή των Οχυρών
Τα οχυρά της "Γραμμής Μεταξά", αποτελούσαν μία μέση οδό μεταξύ του γαλλικού τρόπου οχύρωσης και του συστήματος οχύρωσης άλλων Κρατών. Χαρακτηριστικό της γαλλικής οχύρωσης ήταν η υπερβολική κάλυψη και φροντίδα ευζωίας του προσωπικού, ενώ δυσανάλογα μικρή ήταν η ποσότητα οπλισμού σε σχέση με το μέγεθος των εγκαταστάσεων. Τα αντίθετα χαρακτήριζαν τον τρόπο οχύρωσης άλλων κρατών. Τα ελληνικά οχυρά παρείχαν ικανοποιητική κάλυψη και πυκνότητα οπλισμού, ανάλογη με την πυκνότητα των έργων.
θυρίδα πολυβολείου.
(Φωτογρ. Σχης Γ. Καραμπατσόλης).
Η παραλλαγή τους (καμουφλάζ) ήταν πλήρης και άριστη από κάθε πλευρά και ακόμα και σήμερα δύσκολα, και μόνο από πολύ κοντινή απόσταση, διακρίνονται από τον περιβάλλοντα χώρο. Κάθε οχυρό περιβαλλόταν από απαγορευμένη ζώνη πλάτους 5 - 10χμ. με διάφορα φυλάκια επιτήρησης εντός αυτής που απαγόρευαν την είσοδο στη ζώνη χωρίς ειδική άδεια. Όσο πλησίαζε κανείς το οχυρό, συναντούσε σειρές συρματοπλεγμάτων, παγίδες με χειροβομβίδες και όπου το έδαφος το επέτρεπε, αντιαρματικά εμπόδια ή αντιαρματική τάφρο βάθους 4μ., πολύ καλά καμουφλαρισμένη.
Τα οχυρά σκάβονταν από την πίσω) (νότια) πλευρά, με την ίδια μέθοδο που χρησιμοποιείτο για τη διάνοιξη στοών σε ορυχεία. Η εκσκαφή άρχιζε από ένα κεντρικό διάδρομο οριζόντια και από ένα σημείο και μετά συνεχιζόταν κάθετα σε κυμαινόμενο ύψος 15-45μ., ανάλογα με την κλίση του εδάφους. Από εκεί διάφοροι μικρότεροι διάδρομοι διακλαδώνονταν σε μεγάλη έκταση. Αυτοί οι υπόγειοι διάδρομοι συνδέουν και συνδέονται με θαλάμους οπλιτών, γραφεία διοίκησης, αποθήκες πυρομαχικών, νερού, εφοδίων, παρατηρητήρια, πυροβολεία και πολυβολεία.
Όλες οι εγκαταστάσεις προστατεύονται από μπετόν αρμέ πάχους 1-2μ., ανάλογα με τη θέση. Η κεντρική υπόγεια στοά έχει την είσοδο της στο επάνω μέρος του οχυρού και διακόπτεται από πλευρικές στοές που χρησιμεύουν για την εξυπηρέτηση του προσωπικού. Μέσα στις στοές είχαν κατασκευαστεί αρκετές παγίδες (''τυφλοί" διάδρομοι μήκους 20μ. περίπου, χωρίς πλευρικές πόρτες, ώστε να μη προσφέρουν κάλυψη στον εισβολέα, στο τέλος των οποίων υπήρχε θυρίδα - φάτνωμα - με πολυβόλο από την εσωτερική πλευρά κλπ.) προκειμένου ο εισβολέας να εξοντωθεί στα σημεία αυτά.
Σε ειδικές υποδοχές στους τοίχους των διαδρόμων, ειδικοί λαμπτήρες φώτιζαν το χώρο, ενώ μηχανήματα εξαερισμού και χαλύβδινα "σαλιγγάρια" εξασφάλιζαν τον αερισμό του οχυρού. Χαλύβδινες πλάκες κάλυπταν τα φατνώματα των πολυβολείων και των πυροβολείων ώστε να προστατεύουν το προσωπικό που τα χειριζόταν.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι, όταν άρχισαν να σχεδιάζονται οι εγκαταστάσεις, στρατηγικός αντίπαλος της Ελλάδας ήταν η Βουλγαρία, που διέθετε ένα στρατό περίπου των ελληνικών δυνατοτήτων και προδιαγραφών. Κανένας δεν φανταζόταν ότι στατικές γραμμές άμυνας, όπως είναι τα οχυρά, θα καλούνταν ν" αντιμετωπίσουν ένα σύγχρονο, μηχανοκίνητο στρατό, όπως ο γερμανικός, ο οποίος διέθετε την ταυτόχρονη υποστήριξη της αεροπορίας, ιδιαίτερα του "ιπτάμενου πυροβολικού", των αεροσκαφών Ju - 87 πιο γνωστών ως "Stuka". Γιατί, στην περίπτωση αυτή, όλοι, όσοι είχαν έστω και ελάχιστες στρατιωτικές γνώσεις, δεν αμφέβαλλαν για το αποτέλεσμα.
Στο σημείο αυτό άλλωστε έγκειται και το μεγαλείο της ελληνικής αντίστασης έναντι της γερμανικής εισβολής. Στο ότι οι υπερασπιστές των οχυρών πολέμησαν μέχρι τέλους, γνωρίζοντας το μάταιο τους αγώνα έναντι της γερμανικής πολεμικής μηχανής. Το γεγονός δε ότι τα περισσότερα οχυρά δεν κατελήφθησαν αλλά υπερκεράστηκαν από τον δευτερεύοντα γερμανικό ελιγμό, μέσω Γιουγκοσλαβίας, που δεν προέβαλλε αντίσταση, αποδεικνύουν την αξία των υπερασπιστών των οχυρών.
Μέρος της στοάς.
(Φωτογρ. Σχης Γ. Καραμπατσόλης).
Διάδρομος.
Στο βάθος θυρίδα πολυβόλου προστασίας του διαδρόμου.
Διακρίνονται ίχνη εχθρικών πυρών.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου