Γράφει ο Βελισάριος
Ὑπὲρ τῆς Ἀχαϊκῆς Συμπολιτείας πολεμήσαντες
Ἀνδρεῖοι σεῖς ποὺ πολεμήσατε καὶ πέσατ᾿ εὐκλεῶς
τοὺς πανταχοῦ νικήσαντας μὴ φοβηθέντες.
Ἄμωμοι σεῖς, ἂν ἔπταισαν ὁ Διαῖος κι ὁ Κριτόλαος.
Ὅταν θὰ θέλουν οἱ Ἕλληνες νὰ καυχηθοῦν, «Τέτοιους βγάζει τὸ ἔθνος μας» θὰ λένε γιὰ σᾶς. Ἔτσι θαυμάσιος θά ῾ναι ὁ ἔπαινός σας.
Σαν σήμερα, την 05.00 της 13ης Αυγούστου 1922 άρχισε σφοδρός βομβαρδισμός των θέσεων των I και IV Μεραρχιών από το τουρκικό πυροβολικό, που θα οδηγούσε μέσα σε λίγες μέρες στην κατάρρευση του στρατού της Μικρασίας και το τέλος του Μικρασιατικού Ελληνισμού.
Η Μικρασιατική Καταστροφή είναι το κομβικό σημείο της Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας, ασύγκριτα σημαντικότερο από ό,τι προηγήθηκε και από ό,τι ακολούθησε. Η Καταστροφή δε σήμανε μόνον την απώλεια του Μικρασιατικού Ελληνισμού, τον μαρτυρικό θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων, το χαμό δεκάδων χιλιάδων γυναικών και παιδιών στα σκλαβοπάζαρα και τον ξεριζωμό των περισσότερων από ενάμιση εκατομμυρίου Μικρασιατών από τις εστίες τους. Αυτά, τα ανείπωτα τραγικά, θα μπορούσαν κάποτε να επουλωθούν από το χρόνο.
Η Μικρασιατική Καταστροφή σήμανε κάτι πολύ βαθύτερο για την Νεώτερη Ελλάδα: σήμανε την εσωτερίκευση της ήττας, της εξάρτησης και της αδυναμίας. Η Καταστροφή έπεισε τις έκτοτε διαδοχικές ελληνικές ηγετικές ομάδες ότι χωρίς την πατρωνία “Μεγάλων” ξένων δυνάμεων “η Ελλάς ασφαλώς και δεν είναι σοβαρό Κράτος”, όπως έλεγε ο Γούναρης. Αφαίρεσε από τις ηγετικές ομάδες της χώρας την αίσθηση ιστορικής ευθύνης για την πορεία και το μέλλον της. Εγκατέστησε στις πολιτικές συνειδήσεις την πεποίθηση ότι η παρουσία στο διεθνή χώρο είναι κάτι που δεν εξαρτάται από εμάς τους ιδίους αλλά από εξωγενείς παράγοντες, από τις διαθέσεις άλλων, από τις συγκυρίες και την τύχη. Και τους επέτρεψε, έτσι, στους πολιτικούς να πολιτεύονται στη χώρα ως καιροσκόποι βλαχοδήμαρχοι: χωρίς καμία συναίσθηση ιστορικής ευθύνης και χωρίς κανέναν ιστορικό ορίζοντα. Η Καταστροφή εγκαθίδρυσε και στον απλό λαό μια βαθιά αίσθηση ήττας, μιζέριας και ανικανότητας σε όλα τα επίπεδα – και όχι μόνον της εξωτερικής πολιτικής. Αυτό είναι το κρυφό νήμα που ενώνει τη Μικρασιατική Καταστροφή με το παρόν μας.
Ήταν ανέφικτη εξ αρχής η επιτυχία της Μικρασιατικής Εκστρατείας;
Από απόψεως υψηλής στρατηγικής το εγχείρημα ήταν ακραίο. Οι πόροι που ήταν διαθέσιμοι – εξοπλισμός, ανθρώπινο δυναμικό, χρηματικά διαθέσιμα, παραγωγική ικανότητα, συσχετισμός διεθνών δυνάμεων – ήταν οριακά. Όμως, ιστορικά, δεν υπήρξε ποτέ εναλλακτική λύση για το Ελληνικό Έθνος: το θέμα του Ανατολικού Ζητήματος τέθηκε εκείνη τη στιγμή, τέθηκε παρά τη θέλησή μας, και δε μπορούσε να το αποφευχθεί. Εναλλακτική λύση από την εντολή για τη Μικρασία δεν υπήρξε ποτέ. Για την ακρίβεια: η μόνη εναλλακτική λύση ήταν η εκ των προτέρων, αμαχητί αποδοχή της Μικρασιατικής Καταστροφής, δηλαδή της γενοκτονίας και της εθνοκάθαρσης του Μικρασιατικού Ελληνισμού, χωρίς απόπειρα υπεράσπισής του από το Ελλαδικό Κράτος. Η πορεία είχε ξεκινήσει, ήδη από το 1914, και δεν αφορούσε, φυσικά, μόνον τους Έλληνες Μικρασιάτες. Οι Αρμένιοι της Ανατολίας σφαγιάσθηκαν ακόμη μαζικότερα, και δεν είχαν ποτέ να προσβλέπουν κάπου.
Ο Μεταξάς, ένας από τους ικανότερους, ιστορικά, έλληνες στρατιωτικούς, μπορεί να αξιολογούσε το εγχείρημα ως ανέφικτο, όμως είναι αφέλεια να πιστεύεται ότι η κρίση του αυτή ήταν αυστηρά στρατιωτική, ανεπηρέαστη από προσωπικές πολιτικές απόψεις και πικρίες – δικαιολογημένες ή μη, αδιάφορο.
Υπάρχει ένα πιο απλό κριτήριο για να αξιολογηθεί αν το εγχείρημα της Μικρασιατικής Εκστρατείας ήταν εφικτό, ή αν αυτή ήταν εξ αρχής καταδικασμένη. Κι αυτό είναι ο τρόπος διεξαγωγής της, καθ’ εαυτός. Από την αρχή των επιθετικών επιχειρήσεων, τον Ιούνιο του ’20, μέχρι ΚΑΙ τον Ιούλιο το ’21 η αποφασιστική νίκη ήταν εντός των δυνατοτήτων των ελληνικών δυνάμεων, και μόνον η συστηματικά εξαιρετικά κακή διεύθυνση των επιχειρήσεων και τα συνεχόμενα μείζονα σφάλματα της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας έσωσαν τον Μουσταφά Κεμάλ από την ήττα και τη συνθηκολόγηση – αν πιστέψουμε τους βιογράφους του, και δεν έχουμε λόγο να μην τους πιστέψουμε, βάσει των αντικειμενικών δεδομένων.
Στον πόλεμο τα λάθη είναι μέρος της φύσης του. Μαζί με την άγνοια της πλήρους κατάστασης – την “ομίχλη του πολέμου” – και τις απρόβλεπτες καθυστερήσεις, είναι τα τρία κατ΄εξοχήν εγγενή στοιχεία της φύσης του. Δεν υπάρχει κανείς πραγματικός πόλεμος που να έχει διεξαχθεί ως”τέλεια διαδρομή”.
Αλλά τα λάθη της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας, το μέγεθός τους και η επιμονή τους, σε επίπεδο Στρατιάς και Σωμάτων Στρατού απείχαν κατά πολύ από το επίπεδο αυτό. Ο συστηματικά κακός σχεδιασμός και διεύθυνση των επιχειρήσεων υποδείκνυε έλλειψη στρατιωτικής αντίληψης και επαγγελματική ανεπάρκεια. Δυστυχώς, όσο οδυνηρό και αν είναι, σε πάρα πολλά επίπεδα, η Μικρασιατική εκστρατεία θυμίζει δυσάρεστα την Γαλλο-γερμανική σύγκρουση του 1940. Μάλιστα, υπάρχει μία εξαιρετικά δυσάρεστη “τεχνική” πτυχή στην παρομοίωση αυτή: τόσο λόγω επαγγελματικών και οργανωτικών επιρροών, όσο και λόγω των πρόσφατων, αντίστοιχων ιστορικών εμπειριών, ο τουρκικός στρατός ήταν πολύ πιο έτοιμος και πρόθυμος να διεξαγάγει επιχειρήσεις σε βάθος, όπως το απαιτούσε το μεγάλο και αναπεπταμένο θέατρο επιχειρήσεων της Μικρασίας και όπως το είχαν αναπτύξει και το τελειοποιούσαν από μακρού χρόνου οι Γερμανοί, ενώ ο ΕΣ είχε εμμονή με τη μεθοδική μάχη, όπως την είχε διδαχθεί από τους Γάλλους και την είχε αφομοιώσει στο Μακεδονικό Μέτωπο.
Συνεπώς, η μετατόπιση του βάρους για την εξήγηση της ήττας στο επίπεδο της υψηλής στρατηγικής, ενώ είναι εύλογη, δεν δικαιολογείται απολύτως από την παρακολούθηση της εκστρατείας στο στρατηγικό και στο επιχειρησιακό επίπεδο. Μπορεί, ασφαλώς, να γίνει σοβαρή συζήτηση για το αν η κακή ποιότητα της στρατιωτικής ηγεσίας ήταν εγγενές χαρακτηριστικό, απότοκο προβλημάτων στη στρατιωτική υποδομή και παιδεία του ΕΣ της εποχής, ή αν ήταν συγκυριακό πρόβλημα που προκλήθηκε από την πολιτική αναταραχή του Διχασμού η οποία προκάλεσε την απόλυτη αναξιοκρατία στο στράτευμα, αλλά δε μπορεί κανείς να παριστάνει ότι αυτό το επίπεδο του πολέμου υπήρξε αμέτοχο ευθυνών, και όλα τα λάθη έγιναν σε επίπεδο υψηλής στρατηγικής.
Μάλιστα, η μετατόπιση των αιτίων σε άλλο επίπεδο αποθαρρύνει και αποθάρρυνε την συστηματική μελέτη του πολέμου για τη διεξαγωγή πρακτικών συμπερασμάτων που να αφομοιωθούν θεσμικά από τον ΕΣ. Σε αυτό συνετέλεσε και η μεταπολεμική επικράτηση (τελικά) της βασιλικής μερίδας, η οποία προφανώς είχε κάθε λόγο να αποθαρρύνει τη σχετική συζήτηση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο ΕΣ, αν και ηττημένος, δεν βελτιώθηκε ουσιωδώς μετά την ήττα του και εξ αιτίας αυτής. Δεν έχει κανείς να αντιπαραβάλει την αφομοίωση της ήττας του Α’ΠΠ από το Γερμανικό Στρατό (που επίσης συνετρίβη και αποσυντέθηκε), τη μελέτη της, την ανάλυσή της και την αφομοίωση των διδαγμάτων, όπως φάνηκαν στο Β’ΠΠ με την αντίστοιχη ελληνική έλλειψη ανάλυσης και αφομοίωσης, καθώς και με τον τρόπο που διεξήχθησαν οι επιχειρήσεις στην Αλβανία, το ’40-’41.
Επειδή η καλύτερη τιμή που μπορεί να αποδοθεί στους ήρωες είναι να προσπαθούμε να γινόμαστε καλύτεροι, αντί άλλου αφιερώματος ακολουθεί μία στρατιωτική αποτίμηση της διεξαγωγής των επιχειρήσεων του ΕΣ κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πρόκειται για την μελέτη με τίτλο: “Στρατηγικά και Τακτικά Συμπεράσματα από τις Επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού στην Μικρά Ασία” του τότε Επιλάρχου και νυν Συνταγματάρχου (ΤΘ) Λαλούση Χαραλάμπου.
Αφιερώνεται στους Γίγαντες που διέσχισαν την Αλμυρά Έρημο.
Στρατηγικά και Τακτικά Συμπεράσματα από τις Επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού στην Μικρά Ασία
Επιλάρχου Λαλούση Χαραλάμπου
(το κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση από τη Στρατιωτική Επιθεώρηση 2003, τ.2)
Ο Ελληνικός στρατός αποβιβάσθηκε στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919 κατόπιν συμμαχικής συναίνεσης, με αποστολή να εξασφαλίσει την τάξη στην περιοχή αυτή και να προστατεύσει το πολυπληθές Ελληνικό στοιχείο. Το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του 1919 μέχρι τον Μάιο του 1920, χαρακτηρίζεται από επιχειρήσεις τοπικού χαρακτήρα για την εκκαθάριση της κατεχόμενης περιοχής. Γενικά ήταν μία περίοδος στασιμότητας και αναγκαστικής αναμονής για τον Ελληνικό στρατό, λόγω των απαγορευτικών διαταγών των Συμμαχικών δυνάμεων. Μια κηδεμονία δεσμευτική στις ενέργειες του Ελληνικού στρατού, χωρίς την δυνατότητα αντίδρασης, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος εις βάρος των Ελληνικών συμφερόντων. Έτσι, την περίοδο αυτή δεν σημειώνεται δράση μεγάλων Μονάδων και οι ενέργειες των Ελληνικών τμημάτων περιορίζονται στη δράση Ταγμάτων, Λόχων και πολλές φορές μικτών αποσπασμάτων. Οι επιχειρήσεις αυτές γενικά αφορούν αγώνες κατά ατάκτων και δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη σημασία στρατηγική ή και τακτική.
Η στρατηγική του Τουρκικού στρατού από τον Μάιο του 1919 σε όλα τα μέτωπα συνίστατο, λόγω ανεπάρκειας δυνάμεων, σε αμυντική στάση, κυρίως στην αποφυγή μάχης εκ παρατάξεως και την υποχώρηση λόγω ανάγκης σε άλλη τοποθεσία. Η στρατηγική αυτή εφαρμόζονταν με την παραχώρηση μεγάλων εδαφικών εκτάσεων, την καταστροφή των συγκοινωνιών και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απομάκρυνση του αντιπάλου από τις βάσεις του. Ακολουθούσαν έτσι κατά υποδειγματικό τρόπο την τακτική της αποφυγής της μάχης και ο εξαναγκασμός αυτών να δεχθούν τον αγώνα δεν ήταν εύκολος. Σε αυτό συντελούσε η γνώση του εδάφους, αλλά και το υπάρχον βάθος, το οποίο δεν προβλημάτιζε την Τουρκική ηγεσία στο να υλοποιήσει αυτή την δοκιμασμένη τακτική.
Οι επιχειρήσεις προς Φιλαδέλφεια – Προύσα – Ουσάκ από τον Ιούνιο του 1920, είναι οι πρώτες σε σχετικά μεγάλη κλίμακα που ανέλαβε ο Ελληνικός στρατός. Κατά τις επιχειρήσεις αυτές οι Ελληνικές δυνάμεις, παρά την υπεροχή τους από άποψη αριθμού, οργάνωσης και μέσων, δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν τον στρατηγικό τους αντικειμενικό σκοπό. Πέτυχαν με ευχέρεια και με μικρές απώλειες να καταλάβουν τους γεωγραφικούς αντικειμενικούς τους σκοπούς, αλλά δεν πέτυχαν τη συντριβή και αιχμαλωσία των Τουρκικών δυνάμεων. Έτσι την περίοδο αυτή, η κατάληψη εκτεταμένων περιοχών δεν είχε μόνο σαν συνέπεια το διπλασιασμό του Μικρασιατικού μετώπου, που πραγματοποιήθηκε χωρίς παράλληλη αύξηση της Ελληνικής στρατιωτικής δύναμης, αλλά και τον διαχωρισμό των Ελληνικών δυνάμεων σε δύο μέτωπα, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονταν το Μικρασιατικό οροπέδιο.
Όσον αφορά την τακτική των Ελλήνων, απότοκο του πολέμου χαρακωμάτων, στον οποίο ενεπλάκησαν τα Ελληνικά στρατεύματα στην Μακεδονία κατά τα έτη 1917 και 1918, είναι η ακαμψία στις κινήσεις, η μη χρησιμοποίηση ευρέων ελιγμών και ο μέχρι των ελαχίστων λεπτομερειών καθορισμός από τα προϊστάμενα κλιμάκια του τρόπου ενεργείας των υφισταμένων τους. Καθορίζονταν με τις λεπτομερείς αυτές διαταγές, όχι μόνο η δύναμη, η κατεύθυνση ενεργείας και ο αντικειμενικός σκοπός των υφισταμένων, αλλά και η ενδεχομένη στάση αυτών ανάλογα με την αντίδραση του εχθρού, γεγονός που περιόριζε καθοριστικά την ανάπτυξη της πρωτοβουλίας. Κατά βάση δηλαδή παρατηρούμε μετωπικές επιθέσεις χωρίς την ύπαρξη καταλλήλου εφεδρείας, για την εκμετάλλευση τυχόν σημειωθείσας επιτυχίας και οι προσπάθειες κύκλωσης και εγκλωβισμού του εχθρικού στρατού που σημειώθηκαν, δεν είχαν το ανάλογο βάθος, την ευρύτητα, αλλά και τον απαραίτητο συντονισμό στην εκτέλεση.
Γενικά η Διοίκηση της Στρατιάς Μ. Ασίας σε όλη την διάρκεια των επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού, διέπονταν από αυστηρά συγκεντρωτικό πνεύμα στο ζήτημα της διεξαγωγής τους, αλλά και στη διαδικασία των ανεφοδιασμών και μεταφορών, χωρίς να αφήνει στα υφιστάμενα κλιμάκια πρωτοβουλία ενεργείας, επεμβαίνοντας πολλές φορές και μέχρι του κλιμακίου του Συντάγματος. Η διεξαγωγή των επιχειρήσεων για να έχει θετικό αποτέλεσμα, απαιτούσε πρωτοβουλία και τόλμη ενεργείας όχι μόνο στο κλιμάκιο της Στρατιάς, αλλά και στους υφιστάμενους Σχηματισμούς με ταχείες αποφάσεις και άμεση εκτέλεσή τους, καθώς και άμεση εκμετάλλευση τυχόν ευνοϊκών καταστάσεων με την χρησιμοποίηση εφεδρικών Μονάδων.
Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, η Στρατιά προέβη σε δύο επιθετικές ενέργειες, χωρίς καμία αριθμητική ή υλική ενίσχυση των μέσων της και όχι επαρκώς πληροφορημένη για την σημαντική αύξηση των πολεμικών μέσων της Κεμαλικής Τουρκίας. Η πρώτη από αυτές, η επιθετική αναγνώριση που πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβριου του 1920 στην περιοχή του Εσκή Σεχήρ για τη διαπίστωση των εχθρικών δυνατοτήτων, ήταν μια λανθασμένη τακτική επιλογή, δίνοντας στον Κεμάλ την ευκαιρία να ομιλεί για ήττα των Ελλήνων. Οι επιθετικές αναγνωρίσεις αποτελούν μέρος της τακτικής διεξαγωγής στρατιωτικών επιχειρήσεων, αλλά όταν γίνονται με τόσες μεγάλες δυνάμεις (ενισχυμένη Μεραρχία), θα πρέπει είτε να υπάρχει δυνατότητα ενίσχυσής τους για την εκμετάλλευση των αδυναμιών του αντιπάλου είτε να ακολουθούνται από επιθετικές επιχειρήσεις, οι οποίες με βάση τις διαπιστώσεις της αναγνώρισης να οδηγούν σε αποφασιστικό αποτέλεσμα. H Διοίκηση της Ελληνικής Στρατιάς τίποτα δεν έπραξε από όλα αυτά. Αφού διαπίστωσε ότι η Τουρκική ισχύς ήταν σημαντική και επομένως δεν υπήρχε δυνατότητα εκμετάλλευσης αδυναμιών, έμεινε άπρακτη για δυόμισι μήνες. Χάθηκε έτσι μία λαμπρή ευκαιρία από την Στρατιά να καταληφθούν το Εσκή Σεχήρ και η Κιουτάχεια και ίσως και το Αφιόν Καραχισάρ, εάν επωφελούνταν από την ανταρσία των Τουρκικών δυνάμεων του Ετέμ κατά του Κεμάλ και εάν επιπλέον ωθούσε προς Κιουτάχεια και προς Τουμλού Μπουνάρ τις δυνάμεις του Α’ Σώματος Στρατού, που μέχρι τότε η αποστολή τους ήταν καθαρά αμυντική.
Η δεύτερη προσπάθεια με τις επιχειρήσεις του Μαρτίου, με τις οποίες επιδιώκονταν η κατάληψη της στρατηγικής γραμμής Εσκή Σεχήρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ και η συντριβή του εχθρού, κατέληξαν σε πλήρη αποτυχία, οφειλόμενη στην εφαρμογή αστόχου και κακώς προετοιμασμένου σχεδίου επιχειρήσεων, την ανεπάρκεια δυνάμεων για την εφαρμογή του, την υποτίμηση των δυνατοτήτων του εχθρού και την αδέξια διεύθυνση του αγώνα από τη Στρατιά και το Γ’ Σώμα Στρατού. Κατά τις επιχειρήσεις αυτές, ο Ελληνικός στρατός αντιμετώπισε εχθρό συγκροτημένο και άριστα διοικούμενο, η δε διεύθυνση των επιχειρήσεων από την Ανωτάτη Τουρκική Διοίκηση υπήρξε πράγματι αριστοτεχνική και δύναται να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα στρατηγικού ελιγμού.
Χαρακτηριστικό του Ελληνικού σχεδίου ήταν ότι εφαρμόσθηκε κατά μέτωπο επίθεση δύο ισόρροπων ομάδων, χωρίς καμία ιδέα ελιγμού και τομέα κυρίας προσβολής και χωρίς σύγκλιση των κυρίων ενεργειών, ως αποτέλεσμα της ισχυρής αντίστασης των Τούρκων στον Βόρειο τομέα και της ανεπάρκειας Ελληνικών δυνάμεων στον Νότιο τομέα. Δηλαδή, τα δύο Ελληνικά συγκροτήματα ενήργησαν αυτοτελώς και ανεξάρτητα μεταξύ τους, χωρίς να μπορούν να παράσχουν αμοιβαία υποστήριξη. Έτσι, δεν εφαρμόσθηκε ο κανόνας της επιθέσεως «συνταύτιση προσπαθειών».
Επιπλέον παρατηρούμε ότι η Στρατιά επεδίωξε κρίσιμο αποτέλεσμα συγχρόνως σε δυο αντικειμενικούς σκοπούς, στο Εσκή Σεχήρ και στο Αφιόν Καραχισάρ. Κανένας στρατός, όσο ισχυρός και εάν είναι, δεν πρέπει να επιζητεί κρίσιμο αποτέλεσμα σε δύο διαφορετικές περιοχές συγχρόνως, διότι δεν δύναται στον ίδιο χρόνο να διεξαγάγει κρίσιμη μάχη σε δυο διαφορετικά μέρη. Αντιθέτως οι Τούρκοι, επωφελήθηκαν από τις αποκλίνουσες ενέργειες των Ελληνικών συγκροτημάτων και διαθέτοντας κατάλληλες εσωτερικές συγκοινωνίες προέβησαν στην μεταφορά του μεγαλυτέρου μέρους των δυνάμεών τους στο Εσκή Σεχήρ, προς αντιμετώπιση του Γ’ Σώματος Στρατού. Μετά τη σύμπτυξη του Σώματος αυτού μετακίνησαν σημαντικές δυνάμεις εναντίον του Α’ Σώματος Στρατού, που ενεργούσε στην περιοχή Αφιόν Καραχισάρ.
Η Ελληνική Διοίκηση όφειλε να προσαρμόσει τον ελιγμό της κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτύχει την υπεροχή δυνάμεων σε κάθε ένα από τα δυο μέτωπα, εφαρμόζοντας αυστηρά την αρχή της «οικονομίας δυνάμεων» και διατηρώντας την ελευθερία ενεργείας της να μην επιτρέψει στον εχθρό να αποκτήσει αριθμητική υπεροχή με τη μεταφορά δυνάμεων από το ένα μέτωπο στο άλλο, εκμεταλλευόμενος την ευκολία που είχε να κινείται δια εσωτερικών γραμμών ανενόχλητος, όπως δυστυχώς συνέβη. Αυτό ήταν ίσως το νευραλγικό σημείο του ελιγμού.
Από την μελέτη των επιχειρήσεων του Μαρτίου 1921, διαπιστώνει κανείς ότι για να πετύχει τη νίκη ένας στρατός, δεν αρκεί μόνο να αποτελείται από μαχητές που έχουν υψηλό φρόνημα, αντοχή στις σωματικές κακουχίες και στις ψυχικές δοκιμασίες του πολέμου. Είναι επιπλέον απαραίτητο να ηγούνται αυτών ηγήτορες, οι οποίοι να έχουν επιπλέον την γενναιότητα, αυτοθυσία και την εμπειρία του πολέμου, υψηλή επαγγελματική κατάρτιση και ενημερότητα, ικανούς δε να εφαρμόζουν στην πράξη τις αρχές του πολέμου με επιτυχία και να χρησιμοποιούν επίκαιρα και αποτελεσματικά τα νέα πολεμικά μέσα, ώστε να αξιοποιούν τις πολεμικές αρετές των μαχητών τους.
Ένα άλλο γεγονός που επηρέασε τις εξελίξεις κατά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921, ήταν η αντικατάσταση σημαντικού αριθμού Αξιωματικών, μετά τις εκλογές του 1920. Ανεξάρτητα από τις επαγγελματικές και διοικητικές τους ικανότητες και τον ζήλο που επέδειξαν για την εκπλήρωση της αποστολής τους, είναι πάντως γεγονός ότι μερικοί από αυτούς, αναλαμβάνοντας διοίκηση λίγο μόλις χρόνο πριν την 10η Μαρτίου, δεν τους δόθηκε χρόνος για να ενημερωθούν πλήρως για την υπάρχουσα κατάσταση και για τις εξελίξεις στις πολεμικές μεθόδους, να γνωρίσουν τους υφισταμένους τους και να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη τους, παράμετροι που θα τους οδηγούσαν στην ορθή λήψη αποφάσεων κατά τις επικείμενες επιχειρήσεις.
Σημειωτέον, ότι ακόμα και σε ειρηνική περίοδο ένας Διοικητής για να εγκλιματισθεί και να ενημερωθεί πλήρως για το σοβαρό έργο και την αποστολή της Μονάδος του, χρειάζεται ικανοποιητικός χρόνος και ειδικά η γνώση του προσωπικού είναι μια λεπτή και πολύ σημαντική διαδικασία, ώστε να μπορεί το έμψυχο υλικό της Μονάδος του να το χειριστεί και να το αξιοποιήσει όσο το δυνατόν αποδοτικότερα. Επιπλέον και για τους υφισταμένους ενός Διοικητού απαιτείται κάποιος χρόνος προσαρμογής στο πνεύμα και τις απαιτήσεις της νέας Διοίκησης. Επομένως θα μπορούσαμε να πούμε, ότι αυτή η διαδικασία προσαρμογής έχει μια αμφίδρομη κατεύθυνση, γεγονός απαραίτητο για την αρμονική συνεργασία σε όλα τα επίπεδα Διοίκησης.
Η Τουρκική Διοίκηση βασίσθηκε στην κινητή άμυνα αποφεύγοντας το στατικό πνεύμα στη διεξαγωγή του αμυντικού αγώνα, εκμεταλλευόμενη κατά τον καλύτερο τρόπο τα διατιθέμενα έμψυχα και άψυχα μέσα και ενεργώντας έτσι τοπικά και χρονικά, επηρεάζοντας καθοριστικά την εξέλιξη των επιχειρήσεων και δείχνοντας υψηλό επίπεδο στρατηγικής και τακτικής αντίληψης. Αυτό ήταν βέβαια αποτέλεσμα της υπεροχής του Τουρκικού στρατού σε δύναμη, που του έδινε την δυνατότητα, ανάλογα με την παρουσιαζόμενη κατάσταση, να δημιουργεί κέντρο βάρους σε οποιοδήποτε από τα δυο μέτωπα (Βόρειο και Νότιο) και επιτιθέμενος δια των εσωτερικών γραμμών να επιφέρει σημαντικά πλήγματα κατά του αντιπάλου του.
Μετά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921, αφού η Ελληνική Κυβέρνηση και η Διοίκηση της Στρατιάς κατέβαλαν σοβαρή προσπάθεια για την οργάνωση και ενίσχυση του Ελληνικού στρατού, τον Ιούνιο – Ιούλιο του ίδιου έτους αναλήφθηκαν νέες επιχειρήσεις για την καταστροφή του Κεμαλικού στρατού. Οι επιχειρήσεις αυτές, αν και είχαν σχεδιασθεί καλά, απέτυχαν στρατηγικά, αφού ο σκοπός τους, δηλαδή η κύκλωση και η καταστροφή του Κεμαλικού στρατού, δεν επιτεύχθηκε. Το λάθος ίσως του Ελληνικού επιτελικού σχεδίου ήταν ότι βασίσθηκε σε ένα αυθαίρετο υπολογισμό, δηλαδή ότι η Τουρκική ηγεσία θα δεχόταν να δώσει την αποφασιστική μάχη στη περιοχή Εσκή Σεχήρ – Κιουτάχειας. Η πράξη, όμως, έδειξε ότι η διαφορά νοοτροπίας στην στρατηγική σύλληψη ήταν τεράστια. Έτσι ο Τουρκικός στρατός, λόγω της αριστοτεχνικής εφαρμογής στον αγώνα κινήσεων και της αξιοποίησης του εδάφους, αλλά και λόγω της μη εκμετάλλευσης των τακτικών επιτυχιών από πλευράς του Ελληνικού στρατού, κατάφερε να αποφύγει τον εγκλωβισμό και την καταστροφή.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι στις επιχειρήσεις Ιουνίου – Ιουλίου, σε αντίθεση με αυτές του Μαρτίου 1921, η προσπάθεια της Ελληνικής Στρατιάς χαρακτηριζόταν από την αναζήτηση του πλευρού και των κενών μεταξύ των εχθρικών κέντρων αντιστάσεως. Ουδεμία, όμως, σοβαρή κατά μέτωπο προσβολή δεν εκδηλώθηκε προς καθήλωση του εχθρού. Η Ανωτάτη Ελληνική Διοίκηση θέλησε να εμποδίσει την προς Βορρά αποχώρηση του οχυρωμένου στην Κιουτάχεια εχθρικού στρατού, δια της απλής τακτικής υπερκέρασης προς το αριστερό της παράταξής του. Έτσι, παρατηρείται προσπάθεια από Ελληνικής πλευράς υπερκέρασης εχθρικών θέσεων και όχι στρατευμάτων, γεγονός που αποτελεί τακτικό λάθος και δείχνει περιορισμένη στρατιωτική αντίληψη. Διότι υπερκέραση εκτελούμενη χωρίς να έχει καθηλωθεί ο όγκος των εχθρικών δυνάμεων από τις δευτερεύουσες προσπάθειες που κατευθύνονται εναντίον του μετώπου του, είναι ανίσχυρη να φέρει οποιοδήποτε άλλο αποτέλεσμα πλην της μετατροπής της υπερκέρασης σε μετωπική επίθεση, εφόσον ο αντίπαλος θέλει να δεχθεί τη μάχη και στρέφει το μέτωπό του, ώστε να το τοποθετήσει αυτό κάθετο στην κατεύθυνση της υπερκερωτικής κίνησης.
Το βάρος του αγώνα επιφορτίσθηκε το Πεζικό, το οποίο όμως παραμέλησε τους κανόνες της νέας τακτικής, της βασιζόμενης στα συμπεράσματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αντιθέτως αυτό εφάρμοσε τις γνωστές από τους Βαλκανικούς πολέμους μεθόδους μάχης, με κυρίαρχο όπλο την λόγχη. Έτσι, παρατηρήθηκε ελλιπής χρήση των πυρών, όχι ορθή χρησιμοποίηση του εδάφους και παραμέληση του συνδυασμού πυρός και κινήσεως. Οι μέθοδοι μάχης των Βαλκανικών πολέμων δεν είχαν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, διότι τότε η ισχύς πυρός του Πεζικού (4 πολυβόλα ανά Τάγμα και κανένα οπλοπολυβόλο) ήταν ουσιαστικά μικρότερη έναντι του 1921 (12 πολυβόλα και 24 οπλοπολυβόλα ανά Τάγμα).
Η Τουρκική Διοίκηση, δεν έμεινε εγκλωβισμένη στη σταθερή διατήρηση του εδάφους έστω και ζωτικής σημασίας, αλλά σκεπτόμενη με βάση το μακροπρόθεσμο όφελος, το οποίο θα της έδινε τελικά την στρατηγική νίκη, εγκατέλειψε την περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ – Εσκή Σεχήρ, ώστε να επιλέξει καταλληλότερη τοποθεσία άμυνας που θα της επέτρεπε την απόκρουση του εχθρού, παρασύροντάς τον όσο το δυνατόν σε μεγαλύτερη απόσταση από τις βάσεις ανεφοδιασμού του. Επιζήτησε, δηλαδή, να δεχθεί την μάχη με ευνοϊκότερες προϋποθέσεις. Η τολμηρή αυτή απόφαση της Τουρκικής Διοικήσεως, η οποία λήφθηκε την κατάλληλη στιγμή σύμφωνα με τις απαιτήσεις των επιδιωκόμενων στρατιωτικών σκοπών και χωρίς να παρασυρθεί από οποιοδήποτε αίσθημα ή πολιτική καιροσκοπία, υπήρξε από άποψη στρατηγικής πολύ εύστοχη. Παρατηρούμε ότι η στρατηγική των Τούρκων συνίστατο σε ένα κράμα τακτικής μάχης για την διατήρηση σημείων στρατηγικής ή τακτικής σημασίας, σε συνδυασμό και με ενέργειες ατάκτων σωμάτων. Όμως, η διατήρηση του εδάφους από τους Τούρκους δεν έγινε ποτέ με υπέρμετρη φθορά της δύναμής τους. Δηλαδή, εφάρμοσαν κατά άριστο τρόπο την στρατηγική που είχαν εφαρμόσει οι Ρώσοι εναντίον του Ναπολέοντα. Έτσι, ένα από το σοβαρότερα σφάλματα της Ελληνικής ηγεσίας κατά την Μικρασιατική εκστρατεία υπήρξε το γεγονός, ότι αφέθηκε να μεγεθύνεται και να επιμηκύνεται βαθμηδόν προς ανατολικά το πολεμικό θέατρο, με την έντεχνη και ελεύθερη απομάκρυνση του Κεμαλικού στρατού που οργανώνονταν και ενδυναμώνονταν ποικιλότροπα, από το οποίο επήλθε πλήρη ανατροπή μεταξύ των διατιθέμενων μέσων και των τεθέντων στρατηγικών σκοπών.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε, ότι το σοβαρότερο σφάλμα των επιχειρήσεων Ιουνίου – Ιουλίου 1921 για την Ελληνική Στρατιά, ήταν η μη εκμετάλλευση μέχρι τελευταίου άνδρα και ίππου της νίκης της 8ης Ιουλίου. Έπρεπε πριν την αυγή της 9ης Ιουλίου να προωθηθούν τα Σώματα Στρατού προς καταδίωξη, με αντικειμενικό σκοπό την καταστροφή του διαφυγόντος εχθρού, ώστε να μη δοθεί σε αυτόν χρόνος προς ανασυγκρότηση. Έτσι, χάθηκε μια λαμπρή ευκαιρία για τον Ελληνικό στρατό να μετατρέψει τις τακτικές ήττες του εχθρού σε πλήρη στρατηγική συντριβή. Η διαφυγή του Τουρκικού στρατού παρέσυρε την Ελληνική Στρατιά σε νέες επιχειρήσεις, τις μεγαλύτερες και δυσχερέστερες που ανέλαβε ποτέ ο Ελληνικός στρατός.
Μετά την αποτυχία για καταστροφή του εχθρού στο Εσκή Σεχήρ, εκδηλώθηκε η Ελληνική επίθεση ανατολικά του Σαγγαρίου προς επίτευξη του παραπάνω σκοπού και κατάληψη της Άγκυρας. Ο εχθρός αποφάσισε αυτή τη φορά να δεχθεί τη μάχη, διότι οι προϋποθέσεις ήταν ευνοϊκές για αυτόν. Η νέα, όμως, προσπάθεια του Ελληνικού στρατού δεν είχε αίσιο τέλος. Η ατυχής έκβαση των επιχειρήσεων προς Άγκυρα απετέλεσε το μεταίχμιο της οριστικής τροπής του Μικρασιατικού ζητήματος για την Ελλάδα, σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο. Ειδικά από στρατιωτικής πλευράς, μετά την μάχη αυτή η πρωτοβουλία των κινήσεων αφαιρέθηκε από τον Ελληνικό στρατό, που καταδικάστηκε έκτοτε σε παθητική άμυνα.
Η Διοίκηση της Στρατιάς, υπερτίμησε τις τακτικές νίκες κατά τις προηγηθείσες επιχειρήσεις στις περιοχές Κιουτάχειας και Εσκή Σεχήρ του μηνός Ιουλίου 1921 και όχι επαρκώς πληροφορημένη υποτίμησε τον Τουρκικό στρατό, θεωρώντας ότι η εκστρατεία αυτή είναι δυνατή. Έτσι, στηριζόμενη σε εσφαλμένη εκτίμηση για τις δυνατότητες και την κατάσταση του εχθρού σχεδίασε την επιχείρηση προς Σαγγάριο, κάνοντας το πρώτο βήμα προς την αποτυχία. Δεν έλαβε, ίσως, υπ’ όψιν της την παράμετρο ότι ο Τούρκος στρατιώτης έδινε την κρισιμότερη μάχη της ιστορίας του, που θα έκρινε την ύπαρξη ή όχι του Τουρκικού κράτους και ότι επικεφαλής του Τουρκικού στρατού ήταν ο Κεμάλ, άνδρας με σπουδαία στρατιωτικά προσόντα, με ισχυρή θέληση, με εξαιρετική δυναμικότητα και επιπλέον με το πλεονέκτημα ότι συγκέντρωνε στα χέρια του όλη την εξουσία.
Η σχεδίαση και η προπαρασκευή των επιχειρήσεων έγινε με σχετική προχειρότητα και ατέλεια, ιδίως από πλευράς υποστήριξης. Οι δυνατότητες των διατιθεμένων μέσων μεταφοράς, φαίνεται ότι δεν ελήφθησαν σοβαρά υπ’ όψιν, αν και είχε διαπιστωθεί ότι αυτές περιορίζονταν μέχρι τον Σαγγάριο. Αποτέλεσμα αυτού υπήρξε ο ανεπαρκής ανεφοδιασμός των Μονάδων, ιδίως σε πυρομαχικά Πυροβολικού.
Η Στρατιά, αν και αρχικά πέτυχε την πρόθεσή της να εξαπατήσει και να αιφνιδιάσει τον εχθρό ως προς την κατεύθυνση επίθεσης, αφού κινήθηκε πρώτα προς Ανατολικά και μεταφέρθηκε κατόπιν Νότια του Σαγγαρίου, πλην όμως απέτυχε στην προσπάθεια υπερκέρασης του αριστερού της διάταξης του αντιπάλου. Και αυτό λόγω της ευρύτητας του ελιγμού, του οποίου η εκτέλεση απαίτησε αρκετές ημέρες, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να αντιληφθούν έγκαιρα τις προθέσεις της Στρατιάς και χρησιμοποιώντας τον χρόνο για την αναπροσαρμογή της διάταξης τους, μετέφεραν δυνάμεις από το κέντρο του αμυντικού τους μετώπου προς τα αριστερά, τις οποίες δεν μπόρεσε να καθηλώσει η δευτερεύουσα προσπάθεια της Στρατιάς που εκτοξεύθηκε στο κέντρο του αντιπάλου. Εξαιτίας αυτού, η ενέργεια της Στρατιάς κατέληξε σε μετωπική απωθητική επίθεση από Νότια προς Βορρά. Επιπλέον η αποτυχία του ελιγμού της Στρατιάς είχε σαν αποτέλεσμα την ισοδύναμη σε όλα τα μέτωπα επιθετική ενέργεια, χωρίς να επιζητήσει την δια εσωτερικών ελιγμών διάρρηξη ορισμένων τοποθεσιών της εχθρικής παράταξης, με την συγκέντρωση εναντίον αυτών σοβαρών δυνάμεων και στη συνέχεια με εκμετάλλευση της επιτυχίας.
Θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι η Ελληνική Διοίκηση ενήργησε κατά τον ίδιο τρόπο όπως και στη μάχη της Κιουτάχειας, δηλαδή με αιφνιδιαστική ενέργεια να κυκλώσει μέσω της δεξιάς πτέρυγας την αντίστοιχη αριστερή των Τούρκων. Αλλά και εκεί δεν μπόρεσε να αιφνιδιάσει τον αντίπαλο, επειδή οι Τούρκοι τηρούσαν συνεχή επαφή με τον αντίπαλο. Θα έπρεπε επομένως η Στρατιά να διδαχθεί από την επιχείρηση της Κιουτάχειας ότι ελιγμός σε τόσο ευρύ τόξο, διαγραφόμενος από μεγάλη μάζα στρατού σε εχθρική χώρα και για πολλές ημέρες, ήταν πολύ πιθανό να αποτύχει, διότι ούτε τον αιφνιδιασμό περιλάμβανε ούτε εναντίον του πλευρού ή των νώτων του αντιπάλου καταφέρονταν.
Εάν ελιγμός σημαίνει «προσαρμογή των μέσων προς τον επιδιωκόμενο σκοπό», τότε ο ελιγμός που εφαρμόσθηκε μέσω της ερήμου ήταν ανεδαφικός και ακατάλληλος για το ευρύ μέτωπο των επιχειρήσεων και τις ανεπαρκείς δυνάμεις της Ελληνικής Στρατιάς. Η διατεθείσα δύναμη σε σχέση με τον τεθέντα αντικειμενικό σκοπό των επιχειρήσεων, συνιστάμενο στην συντριβή του αντιπάλου και εξαναγκασμό αυτού σε συνθηκολόγηση, δεν εξασφάλιζε την εκ-πλήρωσή του. Από τις υπάρχουσες στη Μ. Ασία 11 Μεραρχίες μετείχαν των κυρίων επιχειρήσεων μόνον 9, των υπολοίπων 2 χρησιμοποιηθέντων σε δευτερεύοντα ρόλο (κάλυψη πλευρών), ενώ ήταν δυνατή και επιβαλλόταν η χρησιμοποίηση όλων των Μεραρχιών. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν ότι δεν υπήρχαν ικανές στρατηγικές εφεδρείες κλιμακούμενες κατά βάθος και πλάτος για την αντιμετώπιση απρόοπτων καταστάσεων και για την τροποποίηση του ελιγμού με βάση τις εχθρικές αντιδράσεις ώστε να μπορεί να επέμβει η Στρατιά για την ολοκλήρωση μιας επιτυχίας των Σωμάτων Στρατού.
Παρατηρήθηκε ανεπάρκεια Διοικήσεων σε διάφορα επίπεδα. Η διεύθυνση της μάχης από την Ελληνική Στρατιά δεν ήταν η ανάλογη των περιστάσεων και δεν είχε τη δυναμική της νίκης, ενώ αντίθετα ο αντίπαλος γνώριζε και μπόρεσε να δώσει τον προσωπικό του παλμό στην εξέλιξη των επιχειρήσεων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έλειψε ο συντονισμός και ο συγχρονισμός ενεργείας, αποτέλεσμα της μη έγκαιρης πολλές φορές άφιξης των διαταγών του Στρατηγείου της Στρατιάς. Γενικά, η ενεργός παρουσία των Διοικητών Σωμάτων Στρατού και του Αρχιστρατήγου δεν ήταν αυτή που επιβάλλονταν από την κρισιμότητα των επιχειρήσεων. Η αξία ενός στρατεύματος εξαρτάται από τον βαθμό εκπαίδευσης, από το ηθικό, αλλά προ πάντων από την αξία της Διοίκησης. Ο Ναπολέων έλεγε σχετικά, ότι «ένα στράτευμα λεόντων με επικεφαλής μια έλαφο δεν θα είναι ποτέ ένα στράτευμα λεόντων». Ο τρόπος, με τον οποίο διοικείται και κατευθύνεται ένα στράτευμα στον πόλεμο, εξασφαλίζει πολλές φορές την νίκη.
Ως προς το σχέδιο ενεργείας των Τούρκων, παρατηρεί κανείς ότι ορθά εκτιμήθηκε από την Τουρκική Διοίκηση η προς πόλεμο ικανότητα του Τουρκικού στρατού και βάση αυτής καθορίσθηκε η μορφή του αγώνα ως αμυντικού, ο οποίος διεξήχθη με δεξιότητα, συνδυάζοντας ένα είδος κινητής άμυνας με εκτόξευση καθοριστικών αντεπιθέσεων, δηλαδή ενεργητική άμυνα. Κατόπιν, η Τουρκική Διοίκηση διέγνωσε ορθά την κατάλληλη στιγμή και με αποφασιστικότητα και ταχύτητα ανέλαβε την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων, συγκεντρώνοντας το μέγιστο των δυνάμεών της έναντι της αριστερής Ελληνικής πτέρυγας (Γ’ Σώμα Στρατού) και αντεπιτέθηκε με ευρεία στρατηγική έννοια για να αποκόψει την γραμμή υποχώρησης του αντιπάλου.
Η επιλογή από τους Τούρκους της περιοχής Ανατολικά του Σαγγαρίου για άμυνα, καθώς και η οργάνωση ολόκληρης ζώνης βάθους 25 χιλιόμετρων περίπου, υπήρξε απόλυτα ορθή, υλοποιώντας έτσι τον κανόνα της άμυνας «κλιμάκωση σε βάθος». Η αμυντική αυτή οργάνωση υπήρξε λίαν επιτυχής όσον αφορά την εκλογή των αμυντικών γραμμών και την επί αυτών προσαρμογή των μέσων προς εκπλήρωση του σκοπού, δηλαδή την ανακοπή της προχώρησης του επιτιθεμένου. Επιπλέον οι Τούρκοι κατά τις επιχειρήσεις αυτές, εφήρμοσαν απόλυτα την αρχή παραχώρησης μη ζωτικού εδάφους προς κέρδος χρόνου και προς αποφυγή καταστροφής των δυνάμεών τους, πράγμα το οποίο και πέτυχαν. Η σύμπτυξη, που σημειώθηκε στο μέτωπο τους, ήταν περισσότερο για λόγους ευθυγράμμισης του και για τη βελτίωση των όρων άμυνας. Συνολικά θα μπορούσαμε να παρατήσουμε ότι η όλη Τουρκική ενέργεια ήταν ενεργητική άμυνα επί διαδοχικών οργανωμένων τοποθεσιών και κατόπιν ισχυρή αντεπίθεση σε ορθή κατεύθυνση προσβολής και με καθορισμένο αντικειμενικό σκοπό.
Οι Τούρκοι οφείλουν την νίκη τους σε μεγάλο μέρος στην ικανότητα και αποτελεσματικότητα της Ανωτάτης Διοίκησής τους, αλλά και στα εμπειροπόλεμα και αξιόλογα στελέχη τους σε όλα τα κλιμάκια της ιεραρχίας. Οι Διοικητές των Σωμάτων Στρατού και των Μεραρχιών ήταν νεότατοι φιλόδοξοι Αξιωματικοί. Αντισυνταγματάρχες διοικούσαν Μεραρχίες και Συνταγματάρχες Σώματα Στρατού. Νέοι άνδρες με τόλμη και πάθος, ίσως πολλές φορές είναι προτιμότερο να ηγούνται των στρατευμάτων, διότι οι πράξεις και οι ενέργειές τους πρέπει να φέρουν την σφραγίδα όχι τόσο της πολεμικής πείρας και της σωφροσύνης όσο του ισχυρού χαρακτήρα, της ισχυρής θέλησης και των μεγάλων και τολμηρών αποφάσεων, που εμπνέονται από υψηλό πατριωτικό αίσθημα. Επιπλέον τα Επιτελεία του μετώπου και του Αρχιστρατήγου, παρακολουθούσαν από κοντά την κατάσταση και διεύθυναν με λεπτομέρεια τον αγώνα. Πληροφορούνταν έγκαιρα για την εκάστοτε δημιουργούμενη τακτική κατάσταση και λάμβαναν αμέσως τα επιβαλλόμενα μέτρα, εκδίδοντας τις απαραίτητες διαταγές.
Η εκστρατεία προς Σαγγάριο, αναμφισβήτητα υπήρξε η μεγαλύτερη πολεμική επιχείρηση που ανέλαβε ποτέ ο Ελληνικός στρατός, από άποψη διατιθέμενων μέσων, δυσκολιών που αντιμετωπίσθηκαν, μεθόδων μάχης που εφαρμόσθηκαν, καθώς και τακτικών και στρατηγικών σκοπών. Οι επιχειρήσεις αυτές αποτελούν πραγματική εποποιία, διότι διεξήχθησαν υπό συνθήκες πρωτοφανείς και μοναδικές για την παγκόσμια στρατιωτική ιστορία. Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τους σκληρούς και αιματηρούς αγώνες που διεξήχθησαν Ανατολικά του Σαγγαρίου, ο Έλληνας μαχητής, παρά τις δυσχέρειες και τα σφάλματα, αναδείχθηκε κυρίαρχος του πεδίου της μάχης. Καρτερικός, λιτοδίαιτος και γενναίος, ανέπτυξε το επιβαλλόμενο επιθετικό πνεύμα και απέσπασε τον θαυμασμό του αντιπάλου. Υπήρξε ο κύριος συντελεστής των επιτυχιών στο Ταμπούρ Ογλού, Σαπάντζα, Καλέ Γκρότο, Αρντίζ Νταγ και Τσαλ Νταγ, όπου ο Ελληνικός στρατός επιβλήθηκε τακτικά επί του αντιπάλου. Αλλά παρόλα αυτά ο στρατηγικός σκοπός της επιχείρησης δεν επιτεύχθηκε, διότι δεν κατέστη δυνατόν να υπερνικηθεί η δύναμη αντίστασης του αντιπάλου, ο οποίος πολέμησε με καρτερία και ανδρεία. Η επίμονη και κατά βάθος οργανωμένη ισχυρή αντίσταση των Τούρκων, εξάντλησε τελικά τον επιτιθέμενο. Υπερίσχυσε η θέληση του αντιπάλου. Στα τελευταία πριν την Άγκυρα χαρακώματα εξασθένησε η έντονη προσπάθεια και ενεργητικότητα του Ελληνικού στρατού, ανεκόπη η απαράμιλλη επιθετική ορμή του και κάμφθηκε η θέλησή του. Η τύχη των όπλων, αποτέλεσμα της φοβερής εκείνης πάλης των θελήσεων, δεν τον συνόδευσε μέχρι την αποφασιστική νίκη. Ακόμα μια φορά όπως στα Δαρδανέλια, ο Κεμάλ γλίτωσε παραλίγο την καταστροφή. Η χαλύβδινη θέληση του έδωσε την νίκη. Έτσι, χάσαμε τον αγώνα, διότι δεν αντέξαμε, όπως λέγει ο Γάλλος Στρατάρχης Φος, ένα τέταρτο της ώρας περισσότερο.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κύρια αιτία της μη επίτευξης του επιδιωκόμενου στρατηγικού σκοπού της εκστρατείας, υπήρξε ότι τα διατιθέμενα για αυτό μέσα βρίσκονταν σε δυσαρμονία με την εκτέλεση της ανατεθείσας αποστολής. Δηλαδή ο όλος προβληματισμός εντοπίζονταν στο δυνατόν της εκτέλεσης, το οποίο ίσως δεν απασχόλησε στο βαθμό που απαιτούνταν την Στρατιά. Η Διοίκηση της Στρατιάς έπρεπε να σταθμίσει καλά τους παράγοντες αυτούς από πριν και κατόπιν να αποφασίσει για την εκστρατεία αυτή.
Στις τρεις παραπάνω περιπτώσεις Μάρτιος 1921, Ιούλιος 1921, Σαγγάριος, παρατηρούμε ότι ο Τουρκικός στρατός δε δίστασε να ενεργήσει στρατηγική εκμετάλλευση των τακτικών επιτυχιών του. Έτσι τον Μάρτιο του 1921, έστρεψε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του κατά του πλευρού του πέραν του Αφιόν Καραχισάρ προωθημένου Α’ Σώματος Στρατού, ηττήθηκε όμως στη μάχη του Τουμλού Μπουνάρ και έλαβε πάλι αμυντική στάση. Τον Ιούλιο του 1921, αν και έχασε την αμυντική μάχη της Κιουτάχειας, μπόρεσε να διαφύγει έγκαιρα των κυκλωτικών λαβίδων της Ελληνικής Στρατιάς. Αφού απόκτησε βάθος και απόσταση από αυτή, δε δίστασε να σταματήσει την υποχώρησή του, να λάβει επιθετική διάταξη και να επιτεθεί με όλες τις δυνάμεις του επί ευρύτατου μετώπου από Μποζ Νταγ μέχρι Σεϊντή Γαζή. Η δοθείσα όμως κατά την 8η Ιουλίου 1921 μεγάλη εκ συναντήσεως μάχη με την Ελληνική Στρατιά, υπήρξε για αυτόν ατυχής. Γρήγορα υποχώρησε τότε σε μεγάλο βάθος και καλύφθηκε πίσω από τον Σαγγάριο. Μετά την αποτυχία των επιθετικών προσπαθειών της Ελληνικής Στρατιάς για να διαρρήξει το Τουρκικό μέτωπο Ανατολικά του Σαγγαρίου Τουρκικό μέτωπο, η Τουρκική Διοίκηση επιχείρησε να μεταφέρει την επιτυχία της και επί του στρατηγικού πεδίου, μετακινώντας ισχυρές δυνάμεις προς την περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ. Απέτυχε όμως και στην προσπάθεια αυτή για να καταστεί κυρίαρχος του ζωτικότερου στρατηγικά κόμβου συγκοινωνιών στη Μ. Ασία, του κόμβου συγκοινωνιών Αφιόν Καραχισάρ, κατόπιν εγκαίρου επιθετικής ενέργειας σημαντικών δυνάμεων της Ελληνικής Στρατιάς κατά του μετώπου του και του Βορείου πλευρού των επιτιθεμένων Τουρκικών δυνάμεων. Από τότε η στρατηγική γραμμή της Τουρκικής ηγεσίας διατηρήθηκε σταθερή. Αυτή απέβλεπε στη συντριβή του περί το Αφιόν Καραχισάρ και Δυτικά αυτού εκτεινόμενου κέντρου βαρύτητας της Ελληνικής διάταξης.
Μετά τις επιχειρήσεις του Σαγγαρίου ο Ελληνικός στρατός εγκαταστάθηκε επί μίας αμυντικής γραμμής πολύ μεγάλου μήκους, καλύπτοντας σε αρκετό βάθος προς Ανατολικά και προς Νότια τα επιδικασθέντα στην Ελλάδα εδάφη με την συνθήκη των Σεβρών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες κατέληξε να γίνει αποδεκτός ως στρατηγικός σκοπός η κατοχή και η άμεση κάλυψη του σιδηροδρομικού δικτύου του Αφιόν Καραχισάρ – Σμύρνη, ενώ συγχρόνως δεν είχε εξασφαλισθεί ευρύς προ αυτού χώρος προς κλιμάκωση κατά βάθος της αμυντικής διάταξης. Επομένως ο φόβος της οποιασδήποτε αποκοπής έστω και προσωρινά της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας, οδηγούσε στην παραμέληση κάθε άλλης άποψης και στην παράλληλη προς την γραμμή αυτή ανάπτυξη. Εάν υπήρχε η επίγνωση πού θα οδηγούσε αυτή η εκτροπή από τα δόγματα του πολέμου, ή θα επιζητείτο και πριν οι Τούρκοι ανασυνταχθούν και ενισχυθούν σοβαρά η δια επίθεσης εξασφάλιση χώρου επαρκούς εκείθεν της σιδηροδρομικής γραμμής, ή θα εγκαταλειπόταν αυτή απελευθερώνοντας τις διατάξεις του Ελληνικού στρατού από την μοιραία σε αυτή υποδούλωσή τους. Για τους Έλληνες επιτελείς το πρόβλημα αμύνης ήταν η επαρκής κάλυψη του ατελείωτου αυτού μετώπου με ταυτόχρονη δημιουργία εφεδρειών που θα αντιμετώπιζαν κάθε εχθρική επίθεση. Για να δημιουργήσουν τις εφεδρείες αυτές εξασθένισαν αναγκαστικά την κύρια αμυντική γραμμή και το τελικό αποτέλεσμα δεν εξυπηρετούσε ούτε τον ένα ούτε τον άλλο σκοπό.
Η Τουρκική επίθεση που εξαπολύθηκε στις 13η Αυγούστου 1922, αιφνιδίασε στρατηγικά αλλά όχι τακτικά την Ελληνική Στρατιά, μπόρεσε όμως να δημιουργήσει λόγω βασικών σφαλμάτων που διαπράχθηκαν από τα περισσότερα κλιμάκια των Ελληνικών Διοικήσεων, ανέλπιστα ευνοϊκή κατάσταση για τον αντίπαλο. Η Τουρκική Διοίκηση αποφασισμένη να καταστρέψει τον Ελληνικό στρατό και να τον εκδιώξει από την Μ. Ασία, επέλεξε τον μάλλον αποφασιστικό ελιγμό να διασπάσει το μέτωπο του αντιπάλου στην προεξέχουσα του Αφιόν Καραχισάρ, να κυκλώσει το δεξιό της Ελληνικής Στρατιάς και να εκμεταλλευτεί την επιτυχία προς την κατεύθυνση της Σμύρνης, αποκόπτοντας την μοναδική οδό υποχώρησης προς την πόλη αυτή. Ένα σχέδιο που υλοποιούσε τις αρχές του πολέμου «εκλογή του σκοπού και εμμονή σε αυτόν», «επιθετικό πνεύμα» και «απλότητα». Η βασική ιδέα ήταν η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εκμετάλλευση σε βάθος των επιτυχιών της πρώτης κρούσης. Ο ρόλος αυτός ανατέθηκε στο Ιππικό. Η δραστήρια και τολμηρή ώθηση του Τουρκικού Ιππικού στα νώτα του Ελληνικού στρατού και η εκεί παραμονή του σε όλη την διάρκεια των μαχών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μοναδική στην στρατιωτική ιστορία και σίγουρα αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση. Η κίνηση αυτή του Ιππικού, κατέστρεψε τον εφοδιασμό και τις επικοινωνίες των Ελλήνων και απέκοψε τις Μονάδες της πρώτης γραμμής προκαλώντας τον πανικό. Ήταν ένας πόλεμος αστραπή, όπως αυτός που θα εφαρμόσουν οι Γερμανοί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εντός επτά ημερών οι Τούρκοι κατέστρεψαν και αιχμαλώτισαν το ήμισυ της δύναμης του Νοτίου Συγκροτήματος, αιχμαλώτισαν τρεις Στρατηγούς και κυρίευσαν πολύτιμο πολεμικό υλικό.
Στο Αφιόν Καραχισάρ έχουμε την πλήρη αποκοπή του συνδέσμου μεταξύ στρατεύματος και Ανωτάτης Διοίκησης, εκπροσωπούμενης στο συγκρότημα των δυνάμεων περί το Αφιόν Καραχισάρ από τον Διοικητή του Α’ Σώματος Στρατού, αφού οι υπάρχουσες στην περιοχή εκείνη στρατηγικές εφεδρείες παρέμειναν αδρανείς κατά τις τρεις πρώτες ημέρες της Τουρκικής επίθεσης και επιπλέον, αμέσως μετά την διάσπαση των δυνάμεων του Αφιόν Καραχισάρ, η Ανωτάτη στην περιοχή εκείνη Διοίκηση δεν έσπευσε να σχηματίσει νέο μέτωπο σε ικανή απόσταση προς τα πίσω, επί του οποίου η επέμβαση των εφεδρειών έπρεπε να αποτελέσει την πρώτη σκέψη. Σημειωτέον, ότι και οι υπάρχουσες εφεδρείες κατά τις αμυντικές επιχειρήσεις του Ελληνικού στρατού δεν χρησιμοποιήθηκαν ορθά, με αποτέλεσμα η επέμβασή τους στον αγώνα να μην έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η εφεδρεία αποτελεί το κυριότερο μέσο επέμβασης του Διοικητού στον αγώνα και επομένως η κατάλληλη χρησιμοποίηση αυτής θα επηρεάσει καθοριστικά την εξέλιξη των επιχειρήσεων. Εφόσον έτσι χάθηκε η τακτική μάχη επί του μετώπου των Ι και IV Μεραρχιών, επιβάλλονταν άμεση διακοπή της επαφής και σύμπτυξη στην όπισθεν τοποθεσία του Τουμλού Μπουνάρ και όχι νέα μάχη στον ίδιο χώρο της χαμένης τακτικής μάχης και μάλιστα με τα ίδια τα στρατεύματα πριν ανασυνταχθούν. Αντί της ενέργειας αυτής, προτιμήθηκε από τον Στρατηγό Τρικούπη η δια βραχέων αλμάτων διαδοχική μετατόπιση των δυνάμεών του προς Τουμλού Μπουνάρ.
Επικρατούσε έντονα η αντίληψη της παθητικής άμυνας στην Ελληνική Στρατιά και τους Σχηματισμούς της, χωρίς κάποια ιδέα ανάληψης επιθετικής ενεργείας, όταν το επέτρεπαν οι διαμορφούμενες συνθήκες. Έλειπε, δηλαδή, το στοιχείο της πρωτοβουλίας. Το στράτευμα έχει ζωτικότητα, μόνο όταν σε αυτό υπάρχει το πνεύμα της πρωτοβουλίας, σε διαφορετική περίπτωση αδρανεί και η αδράνεια σημαίνει θάνατο. Ο αμυνόμενος σε κάθε περίπτωση, πρέπει να επιδιώκει την απόκτηση κάποιου βαθμού πρωτοβουλίας για την καταστροφή των εχθρικών δυνάμεων. Η αντεπίθεση πρέπει να αποτελεί πάντοτε την πιο αποφασιστική φάση της αμυντικής μάχης. Ο αμυνόμενος θα πρέπει επομένως να διεξάγει την άμυνά του με φαντασία, ενεργητικότητα και επιθετικότητα, στοιχεία απαραίτητα για να αποστερήσει την πρωτοβουλία από τον επιτιθέμενο. Ο Ναπολέων σχετικά έλεγε, «η άμυνα αποτελεί το προοίμιο, την προετοιμασία για την επίθεση. Πέραν αυτού δεν θα υπήρχε λόγος υπάρξεως της».
Ο όγκος της Ελληνικής Στρατιάς διχάστηκε κατά την υποχώρησή του σε δυο Ομάδες, το δε σημαντικότερο τμήμα αυτού βρισκόμενο Βόρεια των συγκοινωνιών του, υπέστη την διαδοχική επίθεση του όγκου του Τουρκικού στρατού, υποχρεώθηκε δε έτσι να διεξαγάγει επιχειρήσεις υπό δυσμενείς συνθήκες. Παρά τον ηρωισμό που επέδειξαν τα περισσότερα τμήματα, ηττήθηκε επανειλημμένα, κυκλώθηκε, διέσπασε κλοιούς, υποχώρησε, καταδιώχθηκε και τέλος διαλύθηκε. Οι Ομάδες αυτές, μη μπορώντας από την 15η Αυγούστου να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, ενήργησαν χωρίς συντονισμό, κάθε μια δε από αυτές αγνοούσε τις κινήσεις και τις θέσεις της άλλης Ομάδος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι από ένα σημείο και μετά παρέλυσε ο ηθικός σύνδεσμος που ενώνει τα άτομα, ο σύνδεσμος που δίνει την δύναμη και την θέληση της δράσης, που εμπνέει το αίσθημα τη αυτοθυσίας και δημιουργεί την αλληλεγγύη και την συναδελφικότητα. Έτσι, τα άτομα και οι Διοικήσεις δρούσαν ατομικά και αυτόβουλα, όχι προς εκπλήρωση μίας ιδέας, αλλά προς εκπλήρωση ανάγκης υλικής – της σωτήριας του σώματος.
Οι μάχες Ιλμπουλάκ – Χαμούρκιοϊ και Αλή Βεράν, αποτελούν για τα Ελληνικά όπλα εποποιία και καταστροφή. Από σφάλματα των Διοικήσεων, τα Ελληνικά στρατεύματα εξαναγκάσθηκαν να δεχθούν τις μάχες αυτές υπό τις δυσμενέστερες στρατηγικές, τακτικές και ψυχολογικές συνθήκες. Το παράξενο είναι ότι πρόκειται για Μονάδες παλαιμάχων, οι οποίες είχαν ηρωικές παραδόσεις και είχαν μεγάλη πολεμική πείρα. Νομίζει κανείς ότι άλλος στρατός πολέμησε κατά την περίοδο των νικηφόρων αγώνων στην Μικρασιατική γη. Η μετάλλαξη αυτή προήλθε κατά βάση από το γεγονός, ότι οι ηθικές δυνάμεις δεν ήταν πλέον σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να προτρέψουν τον Έλληνα μαχητή να αγωνισθεί στο πεδίο της μάχης με τόλμη και αποφασιστικότητα για την επίτευξη κάποιου συγκεκριμένου αντικειμενικού σκοπού.
Επιπλέον παρατηρείται, ότι οι Ελληνικές δυνάμεις κατά τον αμυντικό αγώνα στη Μ. Ασία δεν έλαβαν όλες μέρος σε μια μάχη συνόλου ή και σε διαδοχικές. Έτσι, μόνο το 1/3 πολέμησε τελικά και όχι συγχρόνως σε μια μάχη, αλλά διαδοχικά. Επομένως λόγω της υπέρμετρης ανάπτυξης του μετώπου, της κακής οργάνωσης της Διοίκησης και της ατυχούς διεύθυνσης των επιχειρήσεων, η τύχη της Μ. Ασίας κρίθηκε από τον αγώνα τριών μόνο Μεραρχιών των Ι, IV και VΙΙ, των ευρισκομένων επί του μετώπου της κυρίας επίθεσης, όπου οι Τούρκοι συγκέντρωσαν 12 Μεραρχίες Πεζικού και 3 Ιππικού. Ενώ η Ελληνική Διοίκηση διέθετε 12 Μεραρχίες επί του μετώπου, οι 8 δεν αγωνίσθηκαν κατά την διεξαγωγή του κυρίως αμυντικού αγώνα, αλλά μόνο μετέπειτα κατά την υποχώρηση.
Αυτό που μπορούμε να επισημάνουμε είναι, ότι από όλη την διεξαγωγή των αμυντικών επιχειρήσεων της Στρατιάς έλειπε η πεποίθηση για την νίκη. Ένα κακό σχέδιο είναι λιγότερο κακό και έχει πιθανότητες επιτυχίας, όταν αυτός που το εφαρμόζει έχει πίστη σε ένα επιτυχές αποτέλεσμα. Πάντως η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των σχεδίων ενεργείας των δυο αντιπάλων είναι ότι ο Ελληνικός στρατός διατέθηκε προς απόκρουση όλων των ενδεχόμενων περιπτώσεων, ο δε εχθρός επέλεξε απλά μια και μόνη των περιπτώσεων και έτσι, αν και δεν ήταν υπέρτερος, κατέστη κυρίαρχος από την όχι ορθή διάταξη του Ελληνικού στρατού και την ελλιπή διεύθυνση του αγώνα.
Η παραμονή του Αρχιστρατήγου στη Σμύρνη, μετά την εκδήλωση της εχθρικής επίθεσης, κατά την κρίσιμο ημέρα της 14ης Αυγούστου και μέχρι τέλους αυτής και η από εκεί προσπάθεια της Διοίκησης απ’ ευθείας των δυο Σωμάτων Στρατού Α’ και Β’ εναντίον των οποίων εκδηλώθηκε η κυρία επίθεση, ήταν ατυχής. Διότι από απόσταση 450 περίπου χιλιομέτρων ήταν αδύνατη η Διοίκηση και η άμεση αντίληψη της στρατιωτικής κατάστασης, ό,τι ικανότητες και εάν διέθετε ο Αρχιστράτηγος, καθώς οι εκδιδόμενες διαταγές από αυτή τη θέση έφθαναν στους εκτελεστές εκπρόθεσμα και όταν πλέον είχε μεταβληθεί οριστικά η τακτική κατάσταση. Ακόμα, η αίσθηση του μαχόμενου στρατεύματος ότι ο Αρχιστράτηγος βρίσκονταν τόσο μακριά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι λειτούργησε αρνητικά, στερώντας από αυτό το ηθικό και την ασφάλεια που θα προσέδιδε η πλησίον παρουσία του, δημιουργώντας έτσι τον φόβο της αποτυχίας.
Επιπλέον, η μη οχύρωση της περιοχής της Σμύρνης κατά το διάστημα από το 1919 μέχρι το 1922, αποτέλεσε ουσιαστική παράλειψη της Στρατιάς Μ. Ασίας, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή έστω και την τελευταία στιγμή η υλοποίηση σθεναρής άμυνας για την προστασία της κοιτίδας αυτής του Ελληνισμού.
Νικήθηκε ο Ελληνικός στρατός, διότι οι Ανώτερες Διοικήσεις και τα Επιτελεία αρχικά δεν στάθηκαν στο ύψος τους και σε όλες σχεδόν τις μάχες οδήγησαν αυτόν σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τον Τουρκικό, από άποψη αριθμού και υποστήριξης Πυροβολικού. Αυτή η ανεπάρκεια ορισμένων Διοικήσεων ήταν φυσικό να οδηγήσει σε σφάλματα βραδείας απαγκίστρωσης και βραδείας αποχώρησης από το πεδίο της μάχης, μη ορθής διάθεσης των δυνάμεων και σε έλλειψη συνοχής και αλληλεγγύης μεταξύ των Μονάδων. Σίγουρα μια πολύ σημαντική και καθοριστική διαδικασία για το στράτευμα είναι η εκλογή των ηγητόρων του και η τοποθέτηση αυτών σε κατάλληλες θέσεις. Στην ηγεσία του στρατού απαιτούνται όχι πρόσωπα, αλλά προσωπικότητες, άτομα διανοούμενα που γνωρίζουν άριστα την πολεμική τέχνη και τις νέες μεθόδους της τακτικής, που έχουν επίγνωση των συνεπειών των διαταγών και των πράξεών τους, άτομα με ικανότητες, δοκιμασμένα στην ειρήνη και ικανά να ανταποκριθούν στον πόλεμο. Αυτή είναι η δύναμη του στρατού. Έτσι κατά βάση, η καταστροφή επήλθε όχι εξαιτίας της ενέργειας του εχθρού, αλλά κυρίως εξαιτίας της κακής διεύθυνσης της πρώτης μάχης και της έλλειψης πρωτοβουλίας.
Αντίθετα ο Κεμάλ και οι Τουρκικές Διοικήσεις κατόρθωναν, αν και ισοδύναμοι από άποψη δυνάμενων, να προσβάλλουν πάντοτε το ασθενές δια του ισχυρού, εφαρμόζοντας άριστα τις αρχές του πόλεμου «συγκέντρωση» και «οικονομία δυνάμεων», ωθώντας έτσι στην νίκη τον Τουρκικό στρατό. Η στρατιωτική ηγεσία του αντιπάλου ήταν σε πολύ καλύτερο επίπεδο σε σχέση με την Ελληνική. Τα στελέχη του Κεμαλικού στρατού είχαν κερδίσει τους βαθμούς και την πολεμική εμπειρία τους σε αμέτρητα πεδία μαχών κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, από την Αραβία ως τον Καύκασο και από την Μεσοποταμία ως την Καλλίπολη. Από τους Έλληνες Αξιωματικούς μικρό μόνο τμήμα των στελεχών είχε λάβει μέρος σε σύγχρονες στρατιωτικές επιχειρήσεις και από αυτούς οι περισσότεροι ήταν εκτός στρατεύματος το 1922. Έτσι, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι τα Τουρκικά σχέδια ήταν άρτια επιτελικά και ιδιαίτερα σύγχρονα στις αντιλήψεις.
Η εκστρατεία του Ελληνικού στρατού στη Μ. Ασία, επιβεβαίωσε την καθοριστική σημασία που διαδραματίζει στην έκβαση των επιχειρήσεων η ύπαρξη ενός οργανωμένου και αποδοτικού συστήματος επιμελητείας. Αποδείχθηκε, λοιπόν, ότι ένας από τους βασικότερους παράγοντες για την επιτυχία μιας επιχείρησης είναι η δυνατότητα υποστήριξης αυτής από πλευράς εφοδιασμού και μεταφορών, διότι επιδρά καταλυτικά στο ηθικό και στην μαχητική αξία του στρατεύματος.
Τα Σώματα Επιμελητείας και Μεταγωγικού, τα οποία συστήθηκαν μετά το 1914, εμφανίζονται οργανωμένα και δοκιμάζονται σε ευρύτατη κλίμακα για πρώτη φορά στην Μικρασιατική Εκστρατεία. Συνεπώς έδρασαν σε μια περίοδο, η οποία υπήρξε πολύ δύσκολη και κρίσιμη για την Ελλάδα, λόγω της εξέλιξης της. Με τις ελλείψεις σε υλικά και εφόδια και τα ανεπαρκή μεταφορικά μέσα, ο Ελληνικός στρατός βρισκόμενος μακριά από την βάση του και σε εχθρικό έδαφος δεν ήταν εύκολο να επιτύχει τον ανεφοδιασμό των πολυάριθμων Μονάδων, οι οποίες ήταν κατανεμημένες σε μεγάλες εκτάσεις και επί ενός μετώπου αναπτύγματος 800 περίπου χιλιομέτρων, ενώ το οδικό δίκτυο ήταν σχεδόν ανύπαρκτο.
Εάν αναλογισθεί κάποιος ακόμα και σήμερα ότι σε μια περιοχή με αυτή την ιδιομορφία, όπως ήταν η Αλμυρά έρημος, στην οποία κινήθηκαν και έδρασαν τα τμήματα της Στρατιάς, λειτούργησε με διάφορες δυσκολίες το σύστημα ανεφοδιασμού και μεταφορών, θα πρέπει αδίστακτα να αναγνωρίσει το μέγεθος και την έκταση των υπηρεσιών που προσέφεραν τα αρμόδια όργανα της επιμελητείας. Ο Ελληνικός στρατός στη Μ. Ασία όχι μόνο δεν βρέθηκε με αφθονία υλικών και εφοδίων, αλλά επιπλέον, αφού εγκαταλείφθηκε από τους συμμάχους, περιήλθε σε δύσκολη θέση, αντιμετωπίζοντας έλλειψη χρημάτων, υλικών και μεταφορικών μέσων. Ο Τουρκικός στρατός αντίθετα, μαχόμενος στην χώρα του και έχοντας κάθε υποστήριξη και βοήθεια από μέρους των ομόδοξων του γηγενών, βρίσκονταν αναντίρρητα και ειδικά από τις αρχές του 1921 σε πλεονεκτική κατάσταση.
Γενικά κατά τους αγώνες τον Ελληνικού στρατού στην Μ. Ασία, η επίλυση του προβλήματος των ανεφοδιασμών και μεταφορών υπήρξε δυσχερέστατη, λόγω των ειδικών συνθηκών κάτω από τις οποίες διεξήχθησαν.
Η κύρια σιδηροδρομική αρτηρία Σμύρνης – Αφιόν Καραχισάρ – Εσκή Σεχήρ – Άγκυρας υπήρξε ο κύριος άξονας, κατά μήκος του οποίου έγιναν οι κύριες επιχειρήσεις των δύο αντιπάλων και υλοποιήθηκαν οι κυριότεροι άξονες εφοδιασμού. Ήταν, δηλαδή, κατά βάση αγώνας συγκοινωνιών, «πόλεμος επί των οδών και δια τις οδούς».
Τα Σώματα επιμελητείας και μεταφορών εργάσθηκαν υπεράνθρωπα και κατάφεραν να ανταποκριθούν στις αποστολές τους. Η διεύθυνση του IV Επιτελικού Γραφείου της Στρατιάς της διαδικασίας εφοδιασμού, υπήρξε πεφωτισμένη και είχε άριστα οργανωθεί. Αλλά οι εισηγήσεις του Γραφείου αυτού δεν γίνονταν πάντοτε αποδεκτές από την Διοίκηση της Στρατιάς, η οποία απέβλεπε σε στρατηγικούς αντικειμενικούς σκοπούς, μερικές φορές πέραν τόπου, χρόνου και μέσων ανεφοδιασμού. Επιπλέον, η έλλειψη IV Επιτελικών Γραφείων από τα Σώματα Στρατού, πλην του Γ’ Σώματος, τα οδηγούσε σε λήψη τακτικών αποφάσεων χωρίς να λάβουν υπ’ όψιν, στον απαραίτητο βαθμό, τις δυνατότητες ανεφοδιασμού. Γενικά το Σώμα της Επιμελητείας και το Σώμα του Μεταγωγικού, παρ’ όλες τις αντιξοότητες, τις ελλείψεις και τα ανεπαρκή μέσα μεταφορικών, ανταποκρίθηκαν στην αποστολή τους.
Όσον αφορά το Ελληνικό πυροβολικό κατά τις επιχειρήσεις στη Μ. Ασία, οι γενικές αρχές χρησιμοποίησής του ήταν οι ίδιες με αυτές του Μακεδονικού μετώπου. Η ιδιότυπη μορφή του αγώνα, η έλλειψη των υλικών μέσων, το εκτεταμένο μέτωπο, η έλλειψη συνδέσμων και διαβιβάσεων δεν επέτρεψαν την πλήρη εφαρμογή των μεθόδων που εξήχθησαν από την πείρα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πλήρης προπαρασκευή πυροβολικού δεν γίνονταν, λόγω δε έλλειψης και μέσων παρατήρησης και πυροβόλων μεγάλου βεληνεκούς, ποτέ σχεδόν δεν εκτελέσθηκε βολή αντιπυροβολικού. Επιπλέον, η μεγάλη έκταση του μετώπου και το ανεπαρκές αριθμητικά διατιθέμενο πυροβολικό, δεν επέτρεψε την χρησιμοποίησή του κατά μάζες και την εκτέλεση βολών συγκέντρωσης. Κατά συνέπεια το μεγαλύτερο μέρος του πυροβολικού δίδονταν στις μονάδες πεζικού και χρησιμοποιούνταν το περισσότερο ως πυροβολικό συνοδείας. Στην πρώτη περίοδο των επιχειρήσεων, Μάιος 1919 – Μάρτιος 1921, λόγω έλλειψης σοβαρού αγώνα, το πυροβολικό δεν παρουσίασε αξιόλογη δράση. Οι μετέπειτα επιχειρήσεις της δεύτερης περιόδου, Μάρτιος 1921 – Σεπτέμβριος 1922, στις οποίες τα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν να συναντούν δυσχέρειες σταδιακά αυξανόμενες, υποχρεωμένα να μάχονται εναντίον εχθρού οργανωμένου που διέθετε σοβαρά και υπολογίσιμα μέσα πυρός, το πυροβολικό υπέστη μεγάλες δοκιμασίες και οδυνηρές θυσίες για να ανταποκριθεί στην αποστολή του και να εξασφαλίσει στο πεζικό την απαιτούμενη υποστήριξη. Η συνεργασία μεταξύ πυροβολικού και πεζικού είχε καταστεί πλέον δυσχερής, λόγω έλλειψης επαρκών συνδέσμων και διαβιβάσεων.
Το Ιππικό, το οποίο κατά την εποχή εκείνη μπορούσε στις επιθετικές και στις αμυντικές επιχειρήσεις να αποτελέσει μια ταχυκίνητη εφεδρεία, ήταν περιορισμένης δύναμης στην Ελληνική Στρατιά, ανερχόμενο σε μία Μεραρχία Ιππικού μετά τον Σαγγάριο, ενώ αντίθετα ο αντίπαλος διαθέτοντας 5 Μεραρχίες Ιππικού μπόρεσε με άνεση και επιτυχώς να ανταποκριθεί στις στρατηγικές ανάγκες του μεγάλου σε έκταση Μικρασιατικού θεάτρου επιχειρήσεων. Έτσι, η Τουρκική Διοίκηση χρησιμοποίησε σε μέγιστο βαθμό την μάζα και ευκινησία του Ιππικού της, αποστέλλοντάς το πολλές φορές σε μεγάλη απόσταση για την επίτευξη στρατηγικού σκοπού. Κατά βάση το Τουρκικό Ιππικό έδρασε ανεξάρτητο, υπαγόμενο κατευθείαν στην Ανωτάτη Διοίκηση, ενίοτε όμως υπήχθη σε μία Στρατιά ή Σώμα Στρατού, όταν οι τακτικές συνθήκες το επέβαλαν, αλλά με συγκεκριμένη αποστολή σε σχέση με την συνολική μάχη. Γενικά η τακτική του δράση χαρακτηρίζονταν από το στοιχείο του αιφνιδιασμού, την προσβολή των πλευρών του αντιπάλου με ταχύτητα αξιοθαύμαστη και την χρησιμοποίησή του κατά μάζες. Με αυτό τον τρόπο ενεργείας υλοποιούνταν οι αρχές του πολέμου «οικονομία δυνάμεων», «επιθετικό πνεύμα» και «αιφνιδιασμός».
Τα φύλλα χαρτών κλίμακας 1:250.000 που χρησιμοποιήθηκαν από τον Ελληνικό στρατό στην Μικρασιατική εκστρατεία και είχαν ανατυπωθεί το 1919 από την ελληνική Γεωγραφική Υπηρεσία, παρουσίαζαν πολλές ανακρίβειες όσον αφορά τα τοπωνύμια και την πραγματική απεικόνιση της μορφής του εδάφους. Κατά συνέπεια η αναγκαστική χρησιμοποίηση των λανθασμένων εκείνων χαρτών δημιουργούσε διάφορες δυσχέρειες κατά την διεξαγωγή των επιχειρήσεων. Επιπλέον, το πρόβλημα έλλειψης αξιόπιστων χαρτών ήταν πολύ σοβαρότερο για τον Ελληνικό στρατό, γιατί διεξήγαγε επιχειρήσεις σε έδαφος άγνωστο και εχθρικό σε αυτόν.
Επίσης, καθοριστικός παράγοντας στην εξέλιξη των επιχειρήσεων ήταν το επίπεδο ηθικού του Ελληνικού Στρατού. Μέχρι και τις επιχειρήσεις του Σαγγαρίου το ηθικό του Ελλήνων ήταν ακμαίο, μετά όμως υπέστη μείωση συνεχώς επιτεινόμενη. Στο γεγονός αυτό συνετέλεσαν διάφοροι παράγοντες, όπως η ανεπάρκεια των διατιθεμένων δυνάμεων, η υποτίμηση της ισχύος του αντιπάλου, οι βαρύτατες απώλειες, οι δυσχέρειες των ανεφοδιασμών, των διακομιδών και των επικοινωνιών, η κακή μερικές φορές διατροφή και υπόδηση, η άνιση κατανομή του φόρου αίματος, η παράταση της εκστρατείας, η οποία υπερέβη τα ανεκτά όρια της ανθρώπινης αντοχής και η εντύπωση που δημιουργήθηκε στους μαχητές ότι θυσιάζονταν χωρίς σκοπό. Επιπλέον, στην πτώση του ηθικού του στρατού συνετέλεσε ο εθνικός διχασμός, ο οποίος από το 1915 είχε βαθύτατα διαιρέσει τους Έλληνες σε δυο αντιτιθέμενες και αλληλομισούμενες παρατάξεις, τα πάθη των οποίων διοχετεύονταν και στις ευρισκόμενες Ελληνικές δυνάμεις εν εκστρατεία, γεγονός που επηρέασε σημαντικά την μαχητική ικανότητά τους. Έτσι παρατηρείται, ότι κατά την ανάληψη της μεγαλύτερης εθνικής προσπάθειας του νεώτερου Ελληνισμού οι εθνικές δυνάμεις ήταν διχασμένες.
Επί τρία έτη και τέσσερις μήνες διήρκεσε η Μικρασιατική εκστρατεία. Στις περισσότερες επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων η Ελληνική Στρατιά επέτυχε λαμπρές νίκες στο τακτικό πεδίο, δεν μπόρεσε όμως να επιτύχει την στρατηγική νίκη σε καμία περίπτωση. Σε ένα πόλεμο είναι δυνατόν οι μάχες να κερδίζονται ή να χάνονται, δεν κρίνουν όμως την έκβαση του πολέμου. Τον πόλεμο κερδίζει εκείνος από τους αντιπάλους, ο οποίος λαμβάνει τις ορθότερες αποφάσεις επί του στρατηγικού πεδίου και γνωρίζει να υλοποιεί αυτές παρά τις ενδεχόμενες αντιξοότητες. Ίσως ταιριάζει το γνωστό γνωμικό που αποδίδεται στον Κλαούζεβιτς, σύμφωνα με το οποίο ο πόλεμος συντίθεται από ένα σύνολο λαθών και τον κερδίζει εκείνος που κάνει τα λιγότερα λάθη. Το γνωμικό αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται απόλυτα από τα γεγονότα του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, 1919-1922, που κέρδισαν οι Τούρκοι, γιατί προφανώς αυτοί έκαναν λιγότερα λάθη από τους αντιπάλους τους.
Η Ελλάδα βρέθηκε ανάμεσα στα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, πτωχή και εξαντλημένη από τους μακροχρόνιους αγώνες της, εγκαταλείφθηκε στην κρίσιμη φάση από τους προστάτες Συμμάχους της με έντονα τα σημάδια από τον εθνικό διχασμό και αντιμετωπίζοντας έτσι τόσες αντιξοότητες, ήταν επόμενο να καμφθεί και να συντριβεί, παρά τους ηρωισμούς των μαχητών της. Οπωσδήποτε η τελική δυσμενή έκβαση της Μικρασιατικής εκστρατείας, οδήγησε όχι μόνο στον ξεριζωμό του Ελληνισμού της Μ. Ασίας και της Ανατολικής Θράκης, αλλά ενταφίασε στα πεδία των μαχών και την Μεγάλη Ιδέα του Ελληνικού Έθνους. Αυτή την φορά ο παράγοντας τύχη δεν ευνόησε τον Ελληνισμό, όπως και στους Βαλκανικούς Πολέμους. Είναι βέβαιο, ότι η τύχη παίζει σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων, αλλά κάθε άνθρωπος, κάθε λαός είναι ο δημιουργός και ο υπεύθυνος κατά μεγάλο μέρος του πεπρωμένου του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
*Ακτσόγλου, I. «Χρονικό Μικρασιατικού Πολέμου 1919-1922″ εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998.
*Ανδρεάδης, Γ. «Η Στρατηγική των Αντιπάλων κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία» άρθρο από το περιοδικό «Γενική Στρατιωτική Επιθεώρηση» έκδοση ΓΕΣ, Σεπτέμβριος 1988.
* Ανδρέας, Βασιλόπαις «Δορύλαιο -Σαγγάριος» εκδόσεις Αγών, Αθήνα 1928.
*Ασημακόπουλος, Ν. «Υποχώρηση Μ. Ασίας 1922″ συγγραφή ανέκδοτη από το αρχείο της ΔΙΣ.
*Βουτερίδης, Η. «Η Εκστρατεία πέραν του Σαγγαρίου» Αθήνα 1922.
*Bujac «Les Campagnes de l’ Armee Hellenique 1918-1922″ Paris 1930.
*Γεραμάνης, Αθ. «Πολεμική Ιστορία Νεωτέρας Ελλάδος, Μικρασιατική Εκστρατεία» Αθήνα 1980.
*ΓΕΣ/ΔΙΣ «Ο Ελληνικός Στρατός εις την Σμύρνη» Αθήνα 1957, ανατύπωση 1990.
*»Επίτομος Ιστορία Εκστρατείας Μικράς Ασίας 1919-1922″ Αθήνα 1967, ανατύπωση 1987.
* «Επιχειρήσεις Φιλαδέλφειας – Προύσας – Ουσάκ Ιουνίου – Νοεμβρίου 1921″ Αθήνα 1957, ανατύπωση 1991.
*»Επιθετικές Επιχειρήσεις Δεκεμβρίου 1920 – Μαρτίου 1921″ Αθήνα 1963, ανατύπωση 1986. * «Επιχειρήσεις Ιουνίου – Ιουλίου 1921″ Αθήνα 1964.
* «Επιχειρήσεις προς Άγκυρα» μέρος πρώτο, Αθήνα1965, ανατύπωση 1988. * «Επιχειρήσεις προς Άγκυρα» μέρος δεύτερο, Αθήνα 1965, ανατύπωση 1989. *»Τα προ της Τουρκικής Επιθέσεως Γεγονότα Σεπτέμβριος 1921 – Αύγουστος 19-22″ Αθήνα 1960, ανατύπωση 1983.
* «Υποχωρητικοί Αγώνες των Α’ και Β’ Σωμάτων Στρατού» Αθήνα 1962, ανατύπωση 1987. *»Σύμπτυξις του Γ’ Σώματος Στρατού» Αθήνα 1962, ανατύπωση 1989. *»Εφοδιασμοί και Μεταφορές κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-1922″ Αθήνα 1969. *»Θέματα Στρατιωτικής Ιστορίας» Αθήνα 1981.
*Γιαννούλης, Χ. «Θρίαμβος και Τραγωδία του Ελληνικού Στρατού στην Μ. Ασία» άρθρο από το περιοδικό Γενική Στρατιωτική Επιθεώρηση, έκδοση ΓΕΣ, τεύχος Ιουλίου -Αυγούστου 1998.
*Γυαλιστράς, Σ. Α «Τα Αίτια της Καταστροφής του 22″ Αθήνα 1924.
*Διεύθυνση Πολεμικής Ιστορίας/Τουρκικού ΓΕΕΘΑ «Πόλεμος Τουρκικής Ανεξαρτησίας» τόμος 2ος, μέρος 1ο – 6ο Άγκυρα 1963, μετάφραση Ιωάννη Αλεξάνδρου.
*Δούσμανης, Β. «Η Εσωτερική Όψη της Μικρασιατικής Εμπλοκής» Εκδόσεις Πυρσός, Αθήνα 1928.
*Ζωιόπουλος, Χ. «Ποια τα Αιτία Αποτυχίας της Εκστρατείας του Σαγγαρίου» άρθρο από το περιοδικό «Γενική Στρατιωτική Επιθεώρηση» έκδοση ΓΕΣ, τεύχος 66, Ιούνιος 1930.
*»Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» τόμος ΙΕ’, Εκδοτική Αθηνών 1978.
*Κανελλόπουλος, Κ. «Κριτικές Μελέτες στο Πεδίο της Στρατηγικής» άρθρο από το περιοδικό Γενική Στρατιωτική Επιθεώρηση, έκδοση ΓΕΣ, τεύχος 1, Ιανουάριος 1953.
*»Η Μικρασιατική Ήττα» Αθήνα 1936.
*Καράσσος, Δ. «Ο Μικρασιατικός Πόλεμος» τόμος 1ος, 2ος Αθήνα 1968. *Κορόζης, Α. «Ελληνοτουρκικοί Αγώνες και Φίλιες κατ’ Επιταγή 1914-1940″ Αθήνα 1967. *Λαχανόκαρδος, Ε. «Νέο άπλετο Φως στην Μικρασιατική Καταστροφή και ο Στρατηγός Λούφας» Αθήνα 1928.
*Μαζαράκης, Αλεξ. – Αινιάν «Απομνημονεύματα» Αθήνα 1948.
*»Έκθεσις Ανακριτικής Επιτροπής Επιχειρήσεων Μ. Ασίας Αύγουστος 1922″ εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1976.
*Μοσχόπουλος, Κ. «Έκθεσή του Πρόεδρου της Επιτροπής έπι των Δοσίλογων, Αφορώσα τα Αίτια της Καταστροφής του Στρατού και της Ήττας εν Μ. Ασία».
*Μουζαφέρ, Βεφίκ «Το Τουρκικό Ιππικό και οι Επιδρομές αυτού κατά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας» άρθρο από το περιοδικό Γενική Στρατιωτική Επιθεώρηση, έκδοση ΓΕΣ, τεύχος 74, Φεβρουάριος 1931.
*Μπουλαλάς, Κλεάν. «Η Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-1922″ Αθήνα 1959.
*Παναγάκος, Π. «Συμβολή εις την Ιστορία της Δεκαετίας 1912-1922″ Αθήνα 1961.
*Πανταζής, Κ. «Συμβολή εις την Ιστορία της Μικρασιατικής Εκστρατείας 1919-1922″ εκδόσεις Δωδώνη.
*Παπαστρατηγάκης, Μ. «Ο Αρχιστράτηγος Χατζανέστης» Αθήνα 1927.
*Παρασκευόπουλος, Λεων. «Αναμνήσεις 1896-1920″ τομ. Β’ Αθήνα 1935.
*Πάσσαρης, Μ. «Διάσπασις, Διάλυσις, Αιχμαλωσία» Αθήνα 1934.
*Πασάς, I. «Η Αγωνία ενός Έθνους» έκδοση 2η, Αθήνα 1928.
*Σακελλαρόπουλος, Κ. «Η Σκιά της Δύσεως» εκδόσεις Αετός, Αθήνα 1954.
*Σβολόπουλος, Δ. «Ο Ιστορικός Δισταγμός του 1922″ εκδόσεις Βασιλείου, Αθήνα 1929.
*Smith, Michael Llewellyn «Ionian Vision Greece in Asia Minor 1919-1922″ London 1998.
*Σπυρίδων,Γ. «Η Μικρασιατική Εκστρατεία Όπως την Είδα» Αθήνα 1957.
*Σπυρόπουλος, Ν. «Η Μ. Ασία ως Θέατρο Πολέμου» άρθρο από το περιοδικό «Γενική Στρατιωτική Επιθεώρηση» έκδοση ΓΕΣ, τεύχος 78, Ιούνιος 1931.
* «Επιχειρήσεις Ελληνικού Στράτου στην Μ. Ασία κατά τον Μάρτιο 1921 και Συναγόμενα εξ’ αυτών Χρήσιμα Διδάγματα» άρθρο από το περιοδικό Γενική Στρατιωτική Επιθεώρηση, έκδοση ΓΕΣ, τεύχος 89, Μάιος 1932.
* «Επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού προς Σαγγάριο – Άγκυρα» άρθρο από το περιοδικό «Γενική Στρατιωτική Επιθεώρηση» τεύχος 91 Ιούλιος 1932, έκδοση ΓΕΣ.
* «Υποχώρηση Γ Σώματος Στρατού από την Μ. Ασία» άρθρο από το περιοδικό Γενική Στρατιωτική Επιθεώρηση, έκδοση ΓΕΣ, τεύχος 93, Σεπτέμβριος 1932, τεύχος 94 Οκτώβριος 1932.
* «Επιχειρήσεις Αυγούστου 1922″ άρθρο από το περιοδικό Γενική Στρατιωτική Επιθεώρηση, έκδοση ΓΕΣ, τεύχος 104-105, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 1933, τεύχος 110 Φεβρουάριος 1934, τεύχος 111 Μάρτιος 1934.
*Στρατηγός, Ξ. «Η Ελλάδα στην Μικρά Ασία» Αθήνα 1925.
*Τρικούπης, Ν. «Διοίκησις Μεγάλων Μονάδων εν Πολέμω 1918-1922″ Αθήνα 934.
*Φαχρή, Αϊκούτ «Οι Μάχες της Κιουτάχειας και Εσκή Σεχήρ κατά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας» μετάφραση Ιορ. Δημητριάδης, άρθρο από το περιοδικό Γενική Στρατιωτική Επιθεώρηση, έκδοση ΓΕΣ, τεύχος 139-140 Ιούλιος – Αύγουστος 1936, τεύχος 143-144 Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1936, τεύχος 3 Μάρτιος 1937.
*Χάριγκτον «Έκθεση του Στρατηγού Χάριγκτον για τα Αίτια της Συμμαχικής Αποτυχίας στην Ανατολή» αρχείο Πρόξενου Α. Άνινου, Κωνσταντινούπολη 1923, Ε.Λ.Ι.Α.
*Χρυσοχόου, Α. «Το Ελληνικό Ιππικό κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία» Αθήνα 1934.
*Χουλουσί, Μπαϋκότς «Η Μάχη του Σαγγαρίου κατά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας» μετάφραση Γραφείο ΙΙΙ Α/ΔΙΣ, άρθρο από την Τουρκική Στρατιωτική Επιθεώρηση, τεύχος 63, Σεπτέμβριος 1944.
Πηγή
Διαβάστε περισσότερα...