Μια ιστορία που τις τελευταίες ημέρες έχει έρθει στην επικαιρότητα μετά απο συνεχείς αναρτήσεις ελληνικών blog ,είναι αυτή του Βαχίτ Τουρσούν ,Ποντίου εκ Τραπεζούντος (και συγκεκριμένα εκ του χωριου Οκένα) ,ο οποίος διαμένει στην Ελλάδα τα τελευταία 18 χρόνια..
Αναδημοσιεύοντας αυτή την μίνι-αυτοβιογραφία (δημοσιεύτηκε στην ιστιοσελίδα του Βαχίτ www.romeyka.com σε 5 κομμάτια ),θέλουμε να φωτίσουμε μερικές -πολύ ενδιαφέρουσες - καταστάσεις σχετιζόμενες με το Ποντιακό κίνημα στην Ελλάδα και την αντιμετώπιση του Ελληνικού κράτους έναντι των Ποντίων της γειτονικής Τουρκίας..Ενός "κράτους" το οποίο κυνηγά και αρνείται μέχρι και την έκδοση αδειών παραμονής σε αυτούς τους ανθρώπους.
Την ίδια στιγμή που σχεδόν όλοι οι ομογενείς μας από τον Πόντο, την Κωνσταντινούπολη και την Βόρειο Ήπειρο αντιμετωπίζονται με σκαιό τρόπο , τα μέλη της Πακιστανικής κοινότητας (φερ 'ειπειν) παίρνουν άδεια παραμονής με συνοπτικές διαδικασίες... Αυτή την φορά όμως δεν ευθύνεται η παρομοιώδης ελληνική γραφειοκρατία αλλά έχουμε να κάνουμε με κάτι απείρως χειρότερο.Η ευθυνόφοβη ελληνική πολιτική "ελίτ" λειτουργώντας υπο το καθεστώς άκρατου φόβου έχει αποφασίσει να αποφύγει κάθε είδους "τριβές" με τους απέναντι ,με οποιο-δή-πο-τε κόστος.
Η παρούσα καταγγελία έρχεται να επιβεβαιώσει κάτι το οποίο όλοι -λιγο πολύ- γνωρίζουμε. Δεν έχουμε απολύτως καμία πολιτική για τα ζητήματα των ομογενών μας έναντι της Τουρκίας , ή μάλλον έχουμε: το συνεχές σκύψιμο...
Η ανάρτηση είναι μακροσκελής ,αλλά αξίζει τον κόπο να την διαβάσουν όλοι, ειδικά οι αναγνώστες Ποντιακής καταγωγής...
Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Κύριες και κύριοι, λέγομαι Vahit Tursun. Γεννήθηκα 1966 στο χωριό Ότσενα (Όκενα), σημερινό "Köknar" κοντά στην κωμόπολη Κατωχόρι (Caykara), στην περιοχή της Τραπεζούντας. Με την λέξη ‘πουλόπομ’ άνοιξα τα μάτια μου στον κόσμο. Μέχρι επτά χρονών μιλούσα κάποια γλώσσα πού δεν ήξερα τι είναι. Ξεκίνησα να μάθω τα Τουρκικά στο δημοτικό σχολείο. Τότε κατάλαβα πως μιλούσαμε μία άλλη γλώσσα. Τότε ξεκίνησα να αναρωτιέμαι για την μητρική μου γλώσσα. Ρωμαίικα την λέγανε.
Στα 21 μου χρόνια, πρώτη φορά συνάντησα κάποιον έλληνα από την Πόλη και από τον οποίον έμαθα, πώς την γλώσσα μου την λένε Ποντιακά και ομιλείται από πολλούς στην Ελλάδα.
Στα 22 μου χρόνια συνάντησα κάποιους Έλληνες τουρίστες. Τους πέτυχα την ώρα που έμπαιναν στο λεωφορείο για αναχώρηση. Μπήκα μέσα και φώναξα δυνατά, αν γνωρίζει κανείς ποντιακά. Μια ηλικιωμένη γυναίκα με ρώτησε από πού είμαι. Όταν της απάντησα ‘από την Τραπεζούντα’, σηκώθηκε από την θέση της και ήρθε με αγκάλιασε τόσο σφιχτά και τόσο ζεστά, σα να ήμουν παιδί της, που είχε χρόνια να δει. Συγκλονίστηκα. Σκέφτηκα πώς πρέπει να είναι όμορφα, φιλόξενα εκεί στην Ελλάδα.
Ήρθα στην Ελλάδα
Τελικά, στα 23 μου χρόνια, δηλαδή, σχεδόν σε παιδική μου ηλικία, αποφασίζω να ταξιδέψω στην φιλόξενη χώρα που ονειρευόμουν για μία καλύτερη ζωή. Έτσι μπαίνω στην Ελλάδα στις 25.11.1989. Ήταν η πρώτη φορά που έπρεπε να χρησιμοποιώ μία γλώσσα που την μιλούσαμε κρυφά ανάμεσα στον λαό της Τουρκιάς, μία γλώσσα που όταν μας ρωτούσαν γι’ αυτήν, λέγαμε ότι είναι Λαζική, για να γλιτώσουμε από διάφορες προσβλητικές ερωτήσεις και για να ξεφύγουμε από τυχόν ταπεινώσεις. Ήταν η πρώτη φορά που ελεύθερα πια, θα χρησιμοποιούσα τη γλώσσα του χωριού μου, τη γλώσσα της μανούλας μου, τα Ρωμαίικα μου, σε μία ξένη χώρα για να συνεννοηθώ. Το τί χαρά είχα τότε και τί αισθήματα κουβαλούσα δεν εξηγείται.
Βρήκα δουλειά
Ένα μήνα περίπου έψαχνα δουλειά και αφού είχε τελειώσει και η βίζα μου, δεν μπόρεσα να κουνηθώ πουθενά. Ύστερα βρήκα μία δουλειά σε μία οικοδομική εταιρία στην οποία δούλευα ως εργάτης, ενώ ήμουν μάστορας. Επειδή ήμουν μικρός, δεν με πίστευαν ότι καταφέρνω καλά κάποια δουλειά. Έτσι πέρασαν τρεις μήνες περίπου και μόλις στάθηκα όρθιος οικονομικά, άρχισα να ψάχνω του πόντιους. Ήθελα πολύ να τους βρω και να τους μιλήσω. Ήξερα ότι θα μάθαινα αρκετά από την ιστορία τους που είχε και άμεσα σχέση με την ιστορία των προγόνων μου. Αλλά πριν ξεκινήσω να μαθαίνω κάτι από την ιστορία, έπρεπε να τους πω για το πρόβλημα μου με την άδεια παραμονής. Διότι από καιρό είχε τελειώσει η βίζα που είχα και πλέον έμενα λαθραία στην Ελλάδα.
Ο πρώτος Ποντιακός Σύλλογος που πήγα
Ρωτώντας μερικούς ανθρώπους πού μπορώ να βρω πόντιους ή ποντιακούς συλλόγους, με κατευθύνανε στην Καλλιθέα. «εκεί θα βρεις αρκετούς πόντιους» μου είπανε. Το πόσο αγωνία είχα δεν λέγεται. Θα έβρισκα Έλληνες πολίτες, με τους οποίους ήμουν πατριώτης. Με τους οποίους είχα ιστορική σχέση. Θα μου λέγανε για την ιστορία και εγώ θα μάθαινα για τους προγονούς μου. Θα άκουα πράγματα που δεν είχα ακούσει από την ημέρα που είχα γεννηθεί.
Τελικά πείρα το τρένο από την Ομόνοια και κατέβηκα στην Καλλιθέα. Ρωτώντας πάλι τους ανθρώπους, με κατεύθυναν στο σύλλογο «Αργοναύτες Κομνηνοί». Δεν θυμάμαι καλά αλλά νομίζω ένα απόγευμα ήταν. Όταν έφτασα στην είσοδο του συλλόγου, κόντεψα να πάθω καρδιακό από την αγωνία μου. Σκεπτόμουν ποίους θα συναντήσω και τι θα τους πω. Τι κουβέντα θα πιάσουν μαζί μου και τι να τους πω. Τελικά μένω μέσα. Στο τραπέζι καθόταν μία κυρία. Μόλις με είδε, «ορίστε, τι θέλετε;» μου είπε. Ξεκίνησα να της λέω από που είμαι και πως θέλω να γνωρίσω τους πόντιους. Της είπα και το πρόβλημα μου με την άδεια παραμονής. Η κυρία αυτή, φάνηκε ψυχρή απέναντι μου. Δεν με ρώτησε και πολλά πράγματα. Μου είπε ότι δεν μπορεί κανείς από το σύλλογο να βοηθήσει στο πρόβλημα με την άδεια παραμονής. Μου έγραψε μία διεύθυνση πίσω από μία παλαιή πρόσκληση του συλλόγου και μου την έδωσε. Μου είπε κάτι αλλά δεν κατάλαβα και καλά. Δεν ήξερα και καλά Ελληνικά ακόμη. Εγώ νόμισα ότι με στέλνει κάπου, ώστε εκεί θα βρω κάποιον ο οποίος θα με βοηθήσει. Τελικά φεύγω από εκεί και την άλλη μέρα, δείχνοντας το γράμμα που ήταν πίσω από την πρόσκληση σε κάποιους, με κατεύθυναν σε ένα κτίριο δίπλα στο σύνταγμα. Μπαίνω μέσα και στην είσοδο υπήρξε ένα μικρό δωματιάκι με τζάμι μπροστά. Από την τρύπα με ρώτησε ο υπάλληλος ποιον ψάχνω. Του έδωσα την πρόσκληση που μου έδωσε η κυρία από τον σύλλογο. «Εδώ είναι αυτό που ψάχνεις αλλά τι θέλεις εδώ και ποίον ψάχνεις» με ρώτησε ο κύριος που καθότανε μέσα. Κατάλαβα πως κάτι δεν πάει καλά. Του ζήτησα την πρόσκληση πίσω και αμέσως αποχώρισα από εκεί. Άρχισα να αναρωτιέμαι για το τι έγραφε πίσω από την πρόσκληση. Κατέβηκα στο καφενείο όπου σύχναζα και βρήκα κάποιον κούρδο που ήταν χρόνια εδώ στην Ελλάδα και ήταν πολιτικός πρόσφυγας με τον οποίον λίγο πολύ είχα γνωριστεί. Τον παρακάλεσα να μου διαβάσει και να μου εξηγήσει τι έγραφε πίσω από την πρόσκληση. Μου είπε ότι πίσω στην πρόσκληση είναι γραμμένη η διεύθυνση του Υπουργείου Εξωτερικών και τίποτα άλλο. Έπαθα σοκ. Πικράθηκα κιόλας. Αυτήν την κυρία που συνάντησα στο σύλλογο, της είχα πει ότι δεν έχω άδεια παραμονής. Αυτή με στέλνει έτσι όπως ήμουν λαθραίος στην χώρα, στο στόμα του λύκου.
Μέχρι σήμερα, μάλλον πέντε φορές βρέθηκα σε αυτόν τον σύλλογο για κάποιες εκδηλώσεις αλλά δεν έτυχε να γνωρίσω με κανέναν. Μάλλον φαίνετε πώς δεν κατάφερα να τους δώσω τον αέρα του Πόντου που έφερα μαζί μου. Αν έχω γνωριστεί με κάποιον από τον σύλλογο «Αργοναύτες Κομνηνοί» που δεν τον θυμάμαι, ας με συγχωρέσει.
Βρήκα δικούς μας ανθρώπους
Μετά από την άτυχη προσπάθεια μου με τον σύλλογο «Αργοναύτες Κομνηνοί», συνέχισα να ψάχνω να βρω τους Πόντιους. Μία μέρα ρωτώντας κάποιους, με κατεύθυναν προς το Μενίδι. «Εκεί όλοι Πόντιοι είναι» μου είπαν. Αμέσως παίρνω ένα ταξί και πάω στο Μενίδι. Ρωτάω την διεύθυνση του συλλόγου και με κατευθύνουν. Τελικά βρίσκω τον σύλλογο. Ήταν ακόμη κλειστός. Κάνοντας βόλτες εκεί γύρω για να περάσει η ώρα, ώστε να ανοίξει ο σύλλογος και να έρθει ο πρόεδρος, παρατήρησα πώς κάποιοι γέροι μαζί με τις οικογένειες τους, κάνοντας και αυτοί βόλτες γύρω από τον σύλλογο, μιλούσαν την δική μας γλώσσα. Δηλαδή τα Ρωμαϊκά. Μία στιγμή έπαθα ένα γλυκό σοκ. Αφού μήνες ήταν πού δεν είχα ακούσει την μητρική μου διάλεκτο, την είχα επιθυμήσει πολύ. Ειλικρινά, την Ελλάδα δεν την αισθάνθηκα ως ξένη χώρα, όμως από τη στιγμή που άκουσα τα Ποντιακά, πλέον αισθάνθηκα σαν να ήμουν σε ένα γειτονικό χωριό του Πόντου. Άλλωστε πριν να έρθω στην Ελλάδα, είχα βρεθεί σε Αραβικές χώρες με τον πατέρα μου, είχα πάει και στην Περσία μόνος μου και γι’ αυτό ήξερα το «ξένο» πώς είναι.
Προσπάθησα λοιπόν να μείνω κοντά σε αυτήν την οικογένεια για να ακούσω την όμορφη γλώσσα μου. Μία στιγμή αυτοί με παρατήρησαν και νόμισαν ότι τους παρακολουθώ σκόπιμα. Άρχισαν να με κοιτάνε. Τότε, εγώ ντράπηκα και αναγκάστηκα να τους μιλήσω. Τους ρώτησα: «με συγχωρείτε, από πού είστε;» Μου απάντησαν πώς ήρθαν από ένα μέρος της Ρωσίας. «Σας ακούω να μιλάτε μία γλώσσα σαν την δική μου, γι’ αυτό προσπαθώ να ακούσω την ομιλία σας» τους είπα. Ύστερα διακόπηκε η συζήτηση. Έκαναν οικογενειακό περίπατο και εγώ ήμουν περιττός. Εξ άλλου δεν ήξεραν και από που είμαι. Ίσως να νόμισαν ότι είμαι ντόπιος. Διότι είχαν έλθει πρόσφατα από την Ρωσία και πολύ πιθανόν να μην ήξεραν Νεοελληνικά.
Ο πρόεδρος με φέρθηκε πολύ φιλικά
Σε μερικά δεκάλεπτα λοιπόν, έρχεται ο πρόεδρος του συλλόγου και εγώ απευθύνομαι σε αυτόν. Του λέω από που είμαι και του εξηγώ το πρόβλημα μου με την άδεια παραμονής. Ο πρόεδρος μόλις άκουσε ότι είμαι από την Τραπεζούντα, έπαθε ένα σοκ που όσο παρέμενα εκεί κοντά του, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Η συμπεριφορά του ήταν πάρα πολύ φιλική. Στη ζωή μου πρώτη φορά ένοιωσα να μου δίνει τόση σημασία ένας άνθρωπος. Τελικά παίρνει τηλέφωνο σε δύο τρεις και μίλησε για μένα και για το πρόβλημα μου. Μάλλον τον παρέπεμψαν σε κάποιον άλλον, τον οποίον δεν τον έβρισκε στο τηλέφωνο. Με κέρασε ένα καφέ και πιάσαμε κουβέντα. Ότι του έλεγα, ενθουσιαζόταν. Για μένα αυτά που ήταν συνηθισμένα, αυτόν τον σοκάρανε. Με ρωτούσε διάφορα για μας εκεί στον Πόντο. Τελικά αφού δεν βρήκε το άτομο που έψαχνε και επειδή εγώ έπρεπε να φύγω, διότι η ώρα είχε περάσει, μου έδωσε το τηλέφωνο του σπιτιού του και μου είπε να τον πάρω σε μία δυο μέρες για να μου πει ποιον να πάω να βρω, ώστε να με βοηθήσει. Επειδή από τον πολύ ενθουσιασμό μόνο αυτός ρωτούσε και εγώ απαντούσα, δεν βρήκα την ευκαιρία να ρωτήσω το όνομα του. Τελικά αποχώρισα από εκεί και έφυγα για την Ομόνοια, όπου λίγο παρακάτω ήταν και το σπίτι που έμενα. Σε δύο μέρες πού ήθελα να τον πάρω τηλέφωνο για να ρωτήσω το τί έγινε, δεν ήξερα ποιον θα αναζητήσω στο τηλέφωνο. Δείχνω την κάρτα που μου έδωσε σε κάποιον κύριο και του ζήτησα να μου διαβάσει το όνομα. «Θεόδωρος Κϊαχόπουλος» γράφει στην κάρτα μου είπε. Ίσως στο μικρό του όνομα να κάνω λάθος αλλά το επίθετο το θυμάμαι καλά.
Απόκτησα την πρώτη μου Άδεια Παραμονής
Τελικά η διεύθυνση που μού είπε να πάω, ήταν το «Υπουργείο Πολιτισμού Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού». Μου είπε: «Εκεί να πάς να βρεις τον κύριο Δημήτρη Φίλη» ο οποίος ήταν Γενικός Γραμματείας. Η διεύθυνση αυτή, παλιά ήταν πάνω στην οδό Αχαρνών, τώρα δεν ξέρω αν είναι ακόμη εκεί. Όταν πήγα εκεί και ανέβηκα στον πρώτο όροφο, ζήτησα τον κ. Δημήτρη Φίλη. «Δεν ήρθε ακόμη» μου είπαν. Ύστερα με ρώτησαν γιατί τον ψάχνω και τους είπα το πρόβλημα μου. Οι υπάλληλοι εκεί δεν είχαν καταλάβει ότι εγώ είχα ραντεβού με τον κ. Γενικό Γραμματεία και νόμισαν ότι ήρθα να ζητήσω απλώς την βοήθεια του. Ήμουν σε μια ολόκληρη αίθουσα και ήταν αρκετοί υπάλληλοι εκεί. Σε λίγο χρονικό διάστημα έμαθαν όλοι τους από που είμαι. Ενθουσιασμένοι και αυτοί, έπαιρναν δεξιά αριστερά τηλέφωνα για να μάθουν πώς θα μπορούσα να ταχτοποιηθώ. Δεκάδες τηλέφωνα έπαιρναν για να μάθουν την διαδικασία. Διότι ήμουν Τούρκος πολίτης και είχα έρθει με διαβατήριο. Ούτε άσυλο μπορούσα να ζητήσω, ούτε κανένας νόμος υπήρξε, συγκεκριμένα για Τούρκους υπηκόους. Επί δύο ώρες περίπου προσπαθούσανε να βρούνε μία λύση για να με βοηθήσουν. Τελικά ο Γενικός ήλθε αλλά είχε ξεχάσει το ραντεβού μαζί μου. Μία στιγμή τον ρωτάνε για μένα και τότε θυμάται το ραντεβού που είχαμε. Με φέρνουν στο γραφείο του και με ρωτάει από που είμαι, κλπ. Από εκεί και ύστερα πού με έστειλε και πού πήγα δεν θυμάμαι, αλλά στο τέλος κατάφερα να πάρω άδεια παραμονής για ένα εξάμηνο που μου την έδωσαν για ανθρωπιστικούς λόγους , χάρη στην βοήθεια αυτών των δύο ανθρώπων, του κυρίου Κϊαχόπουλου και του κυρίου Φίλη.
Γνωρίζω αρκετό κόσμο
Σε μερικούς μήνες, βρέθηκα και γνωρίστηκα με αρκετούς συμπατριώτες μου εδώ στην Ελλάδα. Γνώρισα διάφορους πρόεδρους συλλόγων, γραφειοκράτες, διπλωμάτες, κλπ. Όλοι τους ήταν ενθουσιασμένοι μαζί μου. Τουλάχιστον σε μένα έτσι φαινότανε. Εντωμεταξύ, εγώ είχα βρει δουλειά στην Ανάβυσσο και μετακόμισα εκεί. Όμως όλοι ήθελαν να με δούνε, ήθελαν να συμμετέχω στην εκδήλωση, στην βραδιά, στα γλέντια τους. Και εγώ το ήθελα. Γνώριζα περισσότερο κόσμο, μάθαινα κάτι παραπάνω από την ιστορία. Ο καθένας μου εξηγούσε όσο ήξερε και εγώ πεινούσα για να μάθω. Άρχισα συχνά, να πηγαινοέρχομαι στην Αθήνα. Έπαιρνα το λεωφορείο από την Ανάβυσσο και επειδή οι εκδηλώσεις και οι βραδιές τελείωναν συνήθως αργά, εγώ γύριζα πίσω, πληρώντας ταξί. Όλοι «Βαχίτ, οπωσδήποτε θα έρθεις, σε περιμένουμε» μου λέγανε. Κανείς όμως δεν με ρώταγε με τι μέσον θα γίνει αυτό. Πολλές φορές, μετά τις εκδηλώσεις, με έπαιρναν μαζί τους και πηγαίναμε για φαγητό. Περνούσαν οι ώρες και ο γυρισμός μού στοίχιζε διπλάσια, συν το αυριανό μεροκάματο.
Παίρνω την οικογένεια μου στην Ελλάδα
Το 1990, φέρνω στην Ελλάδα την γυναίκα και το κοριτσάκι μου που ήταν μόλις δυόμισι χρονών. Αρχίζουμε πλέον οικογενειακά να ζούμε στην Ελλάδα. Για την δεύτερη Άδεια Παραμονής, πάλι έτρεξα και πάλι παρακάλεσα. Τότε καθόμασταν στην Καλλιθέα. Είχα αναλάβει ως εργολάβος μια οικοδομή του κύριου Μελέτη Σιδηρόπουλου. Ακόμη και με την γυναίκα του που γνώριζε καλά τον κύριο Καρατζαφέρη (Σήμερα πρόεδρος ΛΑΟΣ) που τότε ήταν δημοσιογράφος και είχε γραφείο στην Καλλιθέα πήγαμε. Παρόλο που η κυρία Ελένη που πήγαμε μαζί, του μίλησε για μένα (πώς είμαι πόντιος από τον σημερινό Πόντο, κλπ), ούτε σημασία μου έδωσε ούτε με καλωσόρισε. Τελικά έτρεξα από δω έτρεξα από ‘κι και βρήκα κάποια άτομα (ξέχασα ακριβός ποιοι) με κλείνουν ραντεβού με τον τότε υπουργό Εξωτερικών, τον κύριο Σαμαρά. Βρέθηκα μαζί του και ήταν κοντά μας και ο κύριος Λυκίδης. Ο κ. Λυκίδης δεν ξέρω τι ιδιότητα είχε εκεί στο υπουργείο αλλά, του είπε ο υπουργός: «ταχτοποιήστε το πρόβλημα του παιδιού ώστε να μην έχει ποτέ πρόβλημα». «τελειώσαμε με τα προβλήματα της Άδειας Παραμονής για πάντα» είπα από μέσα μου. Βγαίνουμε λοιπόν από το γραφείο του υπουργού και πάμε στο γραφείο του Λυκίδη. Μου λέει ο Λυκίδης, με ένα σκληρό ύφος: «κοιτά, ξέχνα αυτά που είπε ο υπουργός, ένα εξάμηνο θα πάρεις και ύστερα βλέπουμε». Λες κι λεφτά θα πλήρωνε από την τσέπη του.
Τελευταία φορά επισκέπτομαι το χωριό μου
Ύστερα από την συνάντηση μου με τον υπουργό εξωτερικών, με την εξάμηνη Άδεια Παραμονής που κατάφερα να πάρω, πήγα για πρώτη φορά από τότε που είχα έρθει, για να επισκεφτώ την πατρίδα μου. Ήταν ενδέκατος μήνας του 1991. Έμεινα εκεί ένα μήνα περίπου. Όταν πήγα στο χωριό, όλοι οι άνθρωποι με ρωτούσαν διάφορα για την Ελλάδα και την ιστορία μας. Είχαν μεγάλη περιέργεια να μάθουν και αυτοί μερικά που δεν ήξεραν από πρώτο χέρι. Ατελείωτες ερωτήσεις μου κάνανε. Εγώ δεν είχα μάθει και δεν ήξερα τόσα πράγματα ώστε να απαντήσω σε κάθε ερώτηση που μου κάνανε. Όμως προσπαθούσα να τους πω αυτά που συνάντησα στην Ελλάδα και τους εξηγούσα την φιλοξενία και τον ενθουσιασμό απέναντι μας. Πολλοί με ζήλευαν. Πολλοί ήθελαν να έρθουν στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και με παρακαλούσανε να κάνω κάτι ώστε να πάρουν και αυτοί βίζα.
Γυρίζω πίσω στην Ελλάδα
Ύστερα από ενός μηνός επίσκεψη μου στο χωριό που γεννήθηκα, γυρίζω ξανά στην Ελλάδα. Το 1992, με τις γνωριμίες που είχε ο κύριος Βλάσης Αγτζίδης, με τον οποίον γνωριζόμασταν καλά από το σύλλογο «Αργώ» που εδρεύει στην Καλλιθέα, καταφέρνουμε και ξεκινάμε μαζί μια εκπομπή στην ΕΡΤ ΕΡΑ-5 στα Ποντιακά που την άκουε όλος ο Απόδημος Ελληνισμός. Η εκπομπή αυτή γινόταν κάθε Κυριακή για 15 λεπτά και στα βραχέα κύματα. Έτσι ξεκίνησα να δουλεύω με σύμβαση πλέον, με έναν κρατικό ραδιοσταθμό. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα. Γνωριζόμουν άνετα με κάθε έναν που συναντούσα, αφού είχα την δύναμη πλέον ενός δημοσιογράφου. Παρ’ όλες τις δυσκολίες που συναντούσα με την γραφειοκρατία, όλα φαινόντουσαν κάπως καλά. Εγώ συνέχιζα κανονικά το πήγαινε-έλα στους συλλόγους, στις εκδηλώσεις, στις γιορτές, στα πανηγύρια, στις βραδιές, στα γλέντια, κλπ. Σύντομα κατάφερα να πάρω εδώ τα αδέρφια μου και μερικούς άλλους. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά. Άρχισαν τα πράγματα να ζορίζουν. Παρόλο που είχα πρόσβαση παντού, αποτέλεσμα δεν έβγαινε εύκολα, όσον αφορά τις Άδειες Παραμονής. Εκτός αυτού, άρχισαν να κόβονται και οι βίζες προς τους δικούς μας.
Μία μέρα παίρνω τηλέφωνο σε έναν γνωστό μου και του ζητάω βοήθεια, ώστε να πάρει βίζα η νύφη μου για την Ελλάδα. Μου λέει τώρα θα στείλω φαξ στο Ελληνικό Προξενείο της Πόλης και από αύριο ας πάει να πάρει την βίζα της η γυναίκα. Ενημερώνω την νύφη μου και αυτή, σηκώνεται από την Τραπεζούντα και πάει στην Κωνσταντινούπολη, ώστε να πάρει την βίζα της και να έρθει στην Ελλάδα. Τελικά επί έξι μήνες μας κορόιδευαν. Επί έξι μήνες με τυράννησαν. Η νύφη μου στην πόλη ταλαιπωρήθηκε άσχημα. Από το Υπουργείο Εξωτερικών μου δίνανε τον αριθμό πρωτοκόλλου του φαξ του αιτήματος και εγώ έπαιρνα τηλέφωνο στο προξενείο και τους το έδινα. «Δεν μας ήρθε τίποτα με αυτόν τον αριθμό» μου λέγανε. Τελικά ποίος έλεγε ψέματα ακόμη μου είναι άγνωστο. Η ο γνωστός από το υπουργείο, ή αυτοί από το προξενείο. Τσατίζομαι και μία μέρα παίρνω τηλέφωνο στο προξενείο και τους τα μετράω άσχημα.
Εκείνες τις μέρες γινόταν το Ποντιακό Πανηγύρι που πραγματοποιείται κάθε χρόνο. Πάω στο πανηγύρι και εκεί βρίσκω έναν γνωστό μου, τον κ. Σάββα Καλεντερίδη, τον όποιον είχα γνωρίσει πριν μερικούς μήνες, όταν δούλευα σε μία οικοδομή στην Καλλιθέα. Με ρώτησε τι κάνω, πως πάω, κλπ. δεν τού έδωσα και πολύ σημασία. Διότι είχα κουραστεί πλέον από τις επαφές και από τις ατελείωτες και πολλές φορές ασήμαντες ερωτήσεις του κόσμου. «Αυτοί που γνωρίζω φτάνουν» έλεγα. Μόλις παρατήρησε την απροθυμία μου να τού μιλήσω, με ρώτησε: «τι έχεις και φαίνεσαι στενοχωρημένος;». Του λέω: «το και τό με την νύφη μου». Μου λέει «έχω έναν γνωστό στο Ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης, θα τον πάρω τηλέφωνο και θα ταχτοποιηθεί το πρόβλημα σου. Πες την νύφη σου να πάει στη Σμύρνη». Χαμογελώντας, τον κοίταξα περίεργα. «εγώ που έχω τόσους γνωστούς στην γραφειοκρατία και δεν το κατάφερα, εσύ θα το καταφέρεις» έλεγα από μέσα μου. «άσε φιλέ, έχω κουραστεί και η νύφη μου ταλαιπωρήθηκε πολύ» του είπα. Μόλις κατάλαβε ότι δεν τον εμπιστεύτηκα, «κάτσε να πάρω ένα τηλέφωνο και να σου πω για σίγουρα» μου είπε και απομακρύνθηκε λίγο από κοντά μου. Ήθελε να μου κάνει να πιστέψω ότι πράγματι πήρε τηλέφωνο και ότι δέχτηκε ο φίλος του να δώσει βίζα, ώστε να πω την νύφη μου να πάει στη Σμύρνη.
Ο Σάββας Καλεντερίδης, όταν τον γνώρισα, μου είχε πει ότι δουλεύει σε κάποια εταιρία στην Ελβετία. Γι’ αυτό και εγώ δεν έδινα σημασία σε αυτά που έλεγε.
Σε λίγα λεπτά ξανά έρχεται κοντά μου ο κ. Καλεντερίδης και μου λέει: « πήρα τηλέφωνο και μίλησα με αυτόν τον φίλο μου και δέχτηκε να δώσει βίζα την νύφη σου, παρ’ την αμέσως τηλέφωνο και πες την αύριο να πάει στη Σμύρνη». Παρόλο που είχα ακόμη αμφιβολίες για το αν θα πάρει βίζα η νύφη μου ή όχι, ντροπαλά ντροπαλά παίρνω την νύφη μου τηλέφωνο και της λέω να πάει για τελευταία φορά στη Σμύρνη. Τελικά παίρνει βίζα η νύφη μου και έρχεται και αυτή εδώ στην Ελλάδα.
Είχα δημιουργήσει σχεδόν μία «Ατομική Αυτοκρατορία»
Σε τρία με τέσσερα χρόνια, μαζί με τα γυναικόπαιδα, είχαμε φτάσει στα 40 άτομα περίπου, που ήμασταν Ελληνόφωνοι από τον Πόντο. Ήθελα να έρθουν και άλλοι ώστε να δημιουργήσουμε μια μικρή κοινότητα, η οποία θα αποτελούσε μια γέφυρα μεταξύ των εδώ Ποντίων και των δικών μας ανθρώπων στον Πόντο. Όμως τα πράγματα όσο περνούσαν η ημέρες, δυσκόλευαν. Εκεί πού παλαιά έτρεχα να πάρω Άδεια Παραμονής για μένα και την οικογένεια μου, τώρα έπρεπε να τρέχω για πολλά άτομα. Αφού άρχισαν και τα παιδιά να πηγαίνουν σχολείο εδώ και χρειαζόντουσαν χαρτιά. Γι’ αυτό και έπρεπε να τρέχω περισσότερο για να κάνω δημόσιες σχέσεις. Και ποιους δεν γνώρισα σε λίγα χρονιά; Προέδρους συλλόγων, γραφειοκράτες, βουλευτές (κανένα από πόντιο!), υπουργούς, κλπ. τελικά στην εποχή του ΠΑΣΟΚ που ήταν υπουργός Δημόσιας Τάξης ο κύριος Στέλιος Παπαθεμελής, κατάφερα να πάρω δύο φορές Άδεια Παραμονής, σχεδόν για όλους. Όμως όχι για πάντα, όλες οι άδειες ήταν εξάμηνες και πάλι για ανθρωπιστικούς λόγους. Πάντως, στην εποχή του κύριου Παπαθεμελή, αισθανόμουν άρχοντας. Μαζί με τις άλλες γνωριμίες που είχα και ειδικά στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, είχα δημιουργήσει σχεδόν μία «Ατομική Αυτοκρατορία».
Ξεκίνησα να αγωνίζομαι για τον πολιτισμό μου
Μέσα στα πρώτα δυο χρόνια που βρισκόμουν εδώ στην Ελλάδα, κατάφερα να μάθω αρκετά γύρω από τα ποντιακά ζητήματα και ξεκίνησα να ασχολούμαι κι εγώ. Ο μοναδικός μου σκοπός ήταν να μπορέσω να κάνω κάτι για να σωθεί η μητρική μου γλώσσα. Να κάνω κάτι για μία γλώσσα που κάθε μέρα που περνάει, αυτή πεθαίνει. Κάθε κάτοχος αυτής της γλώσσας που ξεψυχάει, παίρνει μαζί του πανάρχαιες λέξεις, τοπωνύμια, ονόματα δέντρων, φυτών, χόρτων, βοτάνων και έτσι αυτά, εξαφανίζονται από το λεξιλόγιο του πλανήτη. Γι’ αυτό ήθελα πολύ να ενημερώσω τους δικούς μας στον Πόντο. Πριν απ’ αυτό όμως, έπρεπε να ξεκινήσω από την Ελλάδα. Διότι πολλοί από τους πόντιους εδώ στην Ελλάδα δεν ήξεραν για μας. Στης εκδηλώσεις, μάς παρουσίαζαν οι φίλοι μας ως εξισλαμισμένους και κάποιοι λέγανε στο κοινό, ότι είμαστε κρυπτοχρηστιανοί. Δεν μπορούσαν ανοικτά να πούνε τον κόσμο ότι είμαστε απλά Μουσουλμάνοι. Έτσι ξεκινάω να γράφω. Το πρώτο μου άρθρο ήταν στα Ελληνικά. Παρουσιάστηκε στην Ελευθεροτυπία και αυτό πάλι με τις γνωριμίες του κύριου Αγτζίδη. Στη ζωή μου ποτέ πουθενά δεν είχα γράψει τίποτα μέχρι τότε. Ακόμη το δεύτερο και το τρίτο μου άρθρο, τα έγραψα στα Ελληνικά.
Είχαμε έναν Αθηναίο πλέον στην οικογένεια μας
Το 1992 κάναμε ένα δεύτερο παιδί το οποίο γεννήθηκε εδώ στην Αθήνα. Αφού γεννήθηκε εδώ, αυτόματα γράφτηκε στο Ληξιαρχείο της Αθήνας. Μετά από κάμποσο καιρό, όταν πήγαμε να τού δώσουμε όνομα, μας ρώτησε η υπάλληλος του Ληξιαρχείου τι όνομα του δώσαμε. «Φίλιππος» της είπαμε. Μας ζήτησε το βαφτιστήρι του παιδιού. «δεν έχουμε τέτοιο χαρτί και το παιδί είναι αβάφτιστο» της απαντήσαμε. Αρνιότανε να γράψει το παιδί, λες κι το όνομα «Φίλιππος» ήταν ιδιοκτησία της. Με ολόκληρη φασαρία, καταφέραμε να τον γράψουμε ως «Φίλιππο». Ύστερα πήγαμε στο Τουρκικό προξενείο για να τον δηλώσουμε και εκεί. Πάμε στο Τουρκικό Προξενείο και τους λέμε: «Θέλουμε να γράψουμε ένα παιδί». Μας ζητάνε την Ληξιαρχική Πράξη Γεννήσεως και τους την δίνουμε. Μόλις βλέπουνε εκεί το όνομα «Φίλιππος» αρχίζουν να αντιδρούνε. «Μα Μουσουλμάνοι δεν είστε» μας ρώτησαν. «Και τι σχέση έχει αυτό; Και τα ονόματα Τουράν, Τζενκίζ, Ατιλλά δεν είναι Μουσουλμανικά αλλά τα παίρνουν και αυτοί που είναι Μουσουλμάνοι» τους απαντήσαμε. «Μα αυτά είναι Τουρκικά» μας είπανε. Τελικά γίνεται φασαρία εκεί και χωρίς να γράψουμε το παιδί, φεύγουμε.
Γνωρίστηκα με τον κύριο Ömer Asan
Μέσα σε αυτά τα χρόνια (Μάλλον το 1995), γνωρίστηκα με τον κύριο Ömer Asan, ο οποίος λίγο πολύ ενδιαφερότανε γιά την ιστορία και τον πολιτισμό μας. Όταν πρώτη φορά τον πήρα τηλέφωνο, μου είπε πώς ήθελε να έρθει σε επαφή με ποντιακούς συλλόγους και ότι γι’ αυτόν τον λόγο πήγε στο Ελληνικό προξενείο, από όπου και τον έδιωξαν. Μου είπε και για την επιθυμία του πώς θέλει να έρθει στην Ελλάδα για να μάθει τα Νέα Ελληνικά, ώστε να μπορέσει να διαβάσει τα Ελληνικά ιστορικά βιβλία. Διότι ενδιαφερότανε για την γλώσσα και τον πολιτισμό του Πόντου. Τελικά με τη δική μου βοήθεια ήρθε στην Ελλάδα για μαθήματα Νέας Ελληνικής γλώσσας. Πρέπει να θυμάται πολύ καλά ο κύριος Βλάσης Αγτζίδης της μέρες που τον έπαιρνα συχνά τηλέφωνο και ζητούσα βοήθεια γι’ αυτόν. Τελικά ήρθε, έμαθε λίγα Ελληνικά, γύρισε πίσω και αργότερα έγραψε το βιβλίο «Ποντιακός Πολιτισμός». Το βιβλίο αυτό, αργότερα μπήκε στο στόχαστρο τον γκρίζων λύκων και παρουσιάσθηκαν προβλήματα με τις αρχές.
Άρχισαν τα προβλήματα με τις αρχές
Περίπου το 1996, οι Ελληνόφωνοι από τον Πόντο που ζούσαν στην Ελλάδα, αρχίζουν να έχουν προβλήματα με τις Τουρκικές αρχές. Όσες φορές ταξίδευαν προς τον Πόντο, τους σταματούσανε στα σύνορα ή στο αεροδρόμιο και τους ρωτούσανε διάφορα και ειδικά για μένα. Τα παιδιά αυτά ήταν απλοί άνθρωποι και δεν ήταν ενημερωμένοι ούτε για τα δικαιώματα τους. Ότι τους ρώταγε η αστυνομία, αυτοί απαντούσαν. Όπου κολλούσανε, «εγώ δεν ξέρω, ο Vahit Tursun ξέρει. Αυτός μας βοηθάει εκεί.» λέγανε. Ρίχνοντας όλες τις ευθύνες πάνω μου, προσπαθούσαν να γλιτώσουν από διάφορες ερωτήσεις της αστυνομίας.
Μία μέρα ταξιδεύει προς Τουρκία ένας δικός μας και στον γυρισμό πάει στο Ελληνικό προξενείο για βίζα. Βρίσκεται από έξω και περιμένει να έρθει η σειρά του για να μπει μέσα. Τόν πλησιάζει ένας τύπος και του λέει πως θέλει να του μιλήσει για κάτι σημαντικό. Προχωράνε λίγο παραπέρα και ξαφνικά μπαίνει στην παρέα ένας δεύτερος. Με βια τον βάζουν στο αυτοκίνητο και του κλείνουν τα μάτια. Μετά από μισή ώρα σταματάνε κάπου και τον βάζουν σε ένα υπόγειο με λίγο φώς. Τον ξεβρακώνουν μέχρι και το εσώρουχό του. Ύστερα αρχίζουν να τον ρωτάνε διάφορα. Τελικά επί είκοσι ώρες περίπου τον κρατούσαν εκεί και τον ρωτούσαν συνέχεια τα ίδια και τα ίδια. Ρωτούσαν για μένα, για την σχέση του με τον κύριο Σάββα Καλεντερίδη και για κάποια άλλα ονόματα. Ότι ήξερε απαντούσε. Ύστερα τον αφήσανε σε ένα μέρος και του είπανε χωρίς να κοιτάς πίσω σου προχώρα και φύγε.
Τέτοιου είδους προβλήματα, συνεχίστηκαν επί δύο χρόνια περίπου. Ο κάθε ένας Ελληνόφωνος που ταξίδευε από Ελλάδα προς Τουρκία, έπρεπε να περάσει ανάκριση από την αστυνομία.
Μας έβαλε στη λίστα ο Kemal Yazıcıoğlu
Σε εκείνα τα χρόνια, διοικητής της αστυνομίας της Κωνσταντινούπολης, ήταν ένας Τραπεζούντιος (Kemal Yazıcıoğlu) και μάλλον σε αυτόν είχαν αναθέσει οι Τουρκικές αρχές να μαζεύει όλα τα ονόματα των ανθρώπων που ήταν από τον Πόντο και ζούσαν στην Ελλάδα. Αυτός έβγαλε μία λίστα και ετοίμασε διάφορες κατηγορίες εναντίων μας και τήν έδωσε στο πρώην Δικαστήριο Κρατικής Ασφάλειας. Αυτά, μου τα έλεγε κάποιος ξάδερφος του (Mehmet Kul) που ήταν μεγαλέμπορος βαρέων εργοστασιακών μηχανών εδώ στην Ελλάδα. Εγώ που τα ήξερα όλα αυτά, δεν μπορούσα πλέον να σκεφτώ να κάνω ταξίδι προς τον Πόντο. Είχα την οικογένεια μου εδώ και δεν μπορούσα να μπω σε περιπέτειες με τις Τουρκικές αρχές. Αλλιώς πολύ θα ήθελα να τους πω κατάμουτρα ότι δεν είμαι Τούρκος και εσείς είσαστε ψεύτες που πάτε να μας εξαφανίσετε.
Και εδώ στην Ελλάδα τα προβλήματα φούντωναν
Τα προβλήματα εδώ στην Ελλάδα, όσο περνούσε ο καιρός φούντωναν. Άρχισα να έχω προβλήματα και με τους Πόντιους. Ο καθένας κατηγορούσε τον άλλον και μου έλεγε να μην κάνω παρέα μαζί του. Εγώ όμως, ερχόμενος από έξω και έχοντας ανάγκη την βοήθεια όλων, δεν μπορούσα να κόψω την επαφή μου με κάποιον, επειδή μου το ζήτησε ένας άλλος. Άλλωστε σιγά σιγά άρχισα να καταλαβαίνω πώς πολλοί από αυτούς που γνώρισα, δεν ενδιαφερότανε για μας και τον πολιτισμό μας πραγματικά. Μερικοί προσπαθούσαν να πείσουν τα δικά μας παιδιά που ήρθαν από τον Πόντο, ώστε να βαφτιστούν Χριστιανοί για να μην έχουνε γραφειοκρατικά προβλήματα. Εγώ ήμουν ενάντια σε αυτό. Διότι μου έκανε ζημιά στον αγώνα που έδινα για την αφύπνιση του Ελληνόφωνου πληθυσμού στον Πόντο.
Εκτός από αυτά τα προβλήματα, συνέχιζε και το πρόβλημα της Άδειας Παραμονής. Τελευταία φορά όταν μάζεψα τα ονόματα των δικών μας και πήγα στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης για ανανέωση των αδειών, εκεί βρέθηκα με κάποιον κύριο (ξέχασα το όνομα του), πού μου είπε να μην κουβαλώ διάφορα ονόματα για Άδεια Παραμονής. «αν θέλεις να σου δώσουμε όσο Άδεια θέλεις αλλά δεν θα ασχοληθείς άλλο με κανέναν και από αυτά τα ονόματα που έφερες, δεν θα πάρουν και όλοι» μου είπε. Του απάντησα: «αν δεν δώσετε Άδεια, έστω και σε έναν, δεν θέλω και εγώ». Δεν ξέρω τι ήθελε αλλά, πράγματι σε κάποια παιδιά δεν έδωσε. Από τότε, άλλο δεν μου ξανάέδωσαν και Άδεια Παραμονής.
Παρόλη την αρνητική κατάσταση που επικρατούσε και τα προβλήματα που με τυραννούσαν, η «Ατομική Αυτοκρατορία» που είχα δημιουργήσει ακόμη ήταν όρθια. Άρχισα να γνωρίζω άλλους ανθρώπους. Γνώρισα αρκετούς μη πόντιους.
Παιχνίδια τις ΜΙΤ και ΕΥΠ εναντίον μας
Δεν θυμάμαι πια χρονιά ήταν, (πάντως εποχή ΠΑΣΟΚ) μία μέρα λοιπόν, είχε εξαφανιστεί ένας δικός μας από την περιοχή Νέας Μάκρης όπου είχαμε εγκατασταθεί και ζούσαμε μαζί. Τον ψάξαμε παντού και δεν τον βρήκαμε. Το γεγονός το καταγγείλαμε στην αστυνομία και τους ρωτήσαμε αν τον έχουν αυτοί. Μας είπαν «δεν τον έχουμε εμείς». Το μεταφέραμε ακόμη και στης εφημερίδες. Μόλις καταλαβαίνουν οι αρχές ότι το θέμα πάει να βγεί στα ΜΜΕ, παίρνουν τηλέφωνο στην ΟΠΣΝΕ, τον τότε πρόεδρο Νίκο Αμανατίδη και του λένε πώς το παιδί βρίσκεται και ανακρίνεται στο «Τμήμα Κατασκοπίας». Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός . Παθαίνουμε μεγάλο σοκ. Το παιδί που το βοήθησα εγώ ο ίδιος να έρθει στην Ελλάδα, ανακρινότανε σαν «κατάσκοπος». Μα αυτός ήταν ένα παιδί που δεν γνώριζε καλά καλά το όνομα του ακόμη. Αυτός ήταν τόσο απλοϊκός και αγράμματος, θα έκανε τον κατάσκοπο; Τον γνώριζα καλά. Στο χωριό ήταν γείτονας μας. Το δημοτικό με το ζόρι είχε τελειώσει. Ότι και να ήταν, πλέον δεν μπορούσα να τον υπερασπιστώ. Ενημερώνω όλα τα παιδιά και τους λέω το και το. Φυσικά όλοι παθαίνουν το ίδιο σοκ. Έτσι αρχίζουμε να περιμένουμε το αποτέλεσμα. Με παίρνει τηλέφωνο ξανά ο Νίκος Αμανατίδης και μου λέει: «Βαχίτ, κοίταξε, την Δευτέρα θα τον αφήσουν ελεύθερο. Αλλά από κι και πέρα δεν θα τού κάνετε τίποτα. Μου είπαν από την Αστυνομία, αν πάθει κάτι, εσύ θα είσαι υπεύθυνος». Τρελάθηκα. Μα τι σχέση θα είχα εγώ μαζί του και γιατί αυτός ο εκβιασμός. Δηλαδή αν πάθει κάτι από κάποιον άλλον, εγώ θα έφταιγα; Δεν μπορούσα να βγάλω συμπέρασμα. Είχε σταματήσει το μυαλό μου. Τελικά πράγματι την Δευτέρα το πρωί βγήκε και ήρθε. Όλα τα δικά μας παιδιά που ζούσαν εδώ στην Νέα Μάκρη ήταν εξοργισμένοι. Ένας έλεγε: «ας τον καθαρίσουμε». Άλλος μιλούσε για βασανισμό, άλλος για κάτι άλλο. Δηλαδή ολόκληρος μπελάς στο κεφάλι μου. Μου είπε ένας «ας πάμε πρώτα να τού μιλήσουμε, να δούμε τι έγινε και γιατί τον πήραν». Λογικό μου φάνηκε. Μία μέρα το βράδυ, οι δύο μαζί πήγαμε στο σπίτι του. Ξεκίνησα να τού λέω: « κοίτα φιλέ, τα ξέρω όλα αλλά πρέπει να τα ακούσω από σένα. Αν τολμήσεις να πεις το παραμικρό ψέμα, σε φάγαμε εδώ ζωντανό». Άρχισε να μας κοιτάει με φόβο και έπειτα να τρέμει. «Μίλα ρε... αν μιλήσεις και πεις την αλήθεια, δεν θα σε κάνουμε τίποτα» του είπα. Άρχισε σιγά σιγά να μας εξηγεί όλη την υπόθεση. Μας λέει λοιπόν: «μία μέρα που πήγα στο Τουρκικό Προξενείο εδώ στην Αθήνα, με ρώτησαν πώς ήρθα και τώρα πού ζω εδώ στην Αθήνα, κλπ. Με ρώτησαν αν θα μείνω για πολύ καιρό ακόμη εδώ και τους είπα ότι ετοιμάζομαι να φύγω. Μου ρώτησαν αν μπορώ να κάνω μια δουλειά γι’ αυτούς. Τους είπα «ναι, φυσικά αν μπορώ». «Μπορείς, μπορείς» μου είπανε. Μου είπανε πώς ήξεραν ότι έζησα σαν Πόντιος εδώ στην Ελλάδα και αν κάνω αυτό που θα μου πούνε δεν θα είχα κανένα πρόβλημα στην Τουρκία, κλπ. Τελικά με φέρνουν στην Ξάνθη κάπου, σε κάποιο σπίτι για μία βδομάδα και εκεί με μαθαίνουν τι πρέπει και πώς πρέπει να μάθω για σένα, την παρέα και τις επαφές σου, κλπ.» αυτός όσο συνέχιζε, εγώ έπεφτα από τα σύννεφα. Μία στιγμή με παίρνει η τρέλα και ήθελα πλέον να τον αρπάξω. Με εμποδίζει ο φίλος μου και με βγάζει έξω. Ύστερα φεύγουμε και οι διό. Μετά από κάμποσες μέρες, του στέλνουμε ένα μήνυμα με άλλα παιδιά. Το μήνυμα ήταν πως το συντομότερο δυνατόν έπρεπε να φύγει από την Ελλάδα, διότι τον πήραν χαμπάρι οι αριστερές και Κουρδικές οργανώσεις και σκέπτονταν να τον καθαρίσουν. Τελικά μέσα σε μία βδομάδα, αφού κατάφερε να πουλήσει και μερικά πράγματα που είχε, ξαφνικά και κρυφά εξαφανίστηκε. Αργότερα μάθαμε πως πήγε στην Τουρκία.
Αυτός έφυγε ενώ εγώ ήμουν εδώ... είχα να αντιμετωπίσω άτομα, ερωτήσεις, καταστάσεις, δυσκολίες, κουταμάρες, λασπολογίες, αμφιβολίες και ένα σωρό άλλα. Είχα να υποφέρω τόσα και τόσα...
Αργότερα κάθομαι και σκέπτομαι ποιο ήρεμα. Ρωτώ στον εαυτό μου: «γιατί τον πήραν και γιατί τον άφησαν; Αφού τον άφησαν, γιατί τον έστειλαν πάλι στην Νέα Μάκρη; Αφού θα τον στέλνανε κοντά μας στην Νέα Μάκρη, γιατί τότε δεν τον αφήσανε σιωπηλά και ανακοίνωσαν το πού και γιατί ανακρινότανε; Δεν ήξεραν ότι θα αντιδράσουμε; Δεν φοβήθηκαν ότι μπορεί κάποιος από μας να τον σκότωνε;
Μάλλον περιπέτειες ήθελαν και αφού από την αρχή με φόρτωσαν την ευθύνη, αν πάθαινε κάτι θα με ρίχνανε μέσα... αυτά θα τα καταλάβω αργότερα.
Η Αυτοκρατορία μου κατέρρευσε και οι γνωστοί μου εξαφανίστηκαν
Ύστερα από αυτό το απίστευτο γεγονός, η αυτοκρατορία μου κατέρρευσε. Όλοι οι φίλοι (?) μου οι πόντιοι, όσο περνούσε ο καιρός, αποστασιοποιούνταν από μένα. Μέχρι τότε, σχεδόν κάθε μέρα, μιλούσαμε επί ώρες στα τηλέφωνα, κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ξαφνικά χάθηκαν. Παλαιά, για να κρατήσω επαφή με τις εκατοντάδες γνωριμίες που είχα, την ημέρα έπαιρνα τουλάχιστον σε πέντε δέκα άτομα και μιλούσα αρκετά. Τους λογαριασμούς που μου ερχόντουσαν, ούτε οι πολυεθνικές εταιρίες δεν τους είχαν. Εκατομμύρια δραχμές, είχαν γίνει αέρα. Ότι έβγαζα με τον ιδρώτα μου, το πλήρωνα στον ΟΤΕ.
Και ξαφνικά...
Βρέθηκα μέσα στην βασανιστική σιωπή. Απομονώθηκα εντελώς. Επί ένα με ενάμισι χρόνο δεν πήρα κανέναν τηλέφωνο. Ούτε κανείς με έψαξε για να δει αν ζω, για να μάθει αν απελάθηκα, αν βρίσκομαι στα βασανιστήρια της Τουρκίας. Τίποτα...
Ευτυχώς που τότε υπήρχαν δουλειές. Αφοσιώθηκα λίγο στη δουλειά μου και προσπάθησα να αντιμετωπίσω την κατάσταση.
Μέναμε παράνομα στην Ελλάδα
Παρόλο που ήμουν επίσημα εργολάβος οικοδομών και φορολογούμενος κανονικά, παρόλο που είχα σύμβαση με την ΕΡΤ, παρόλο που ήμουν ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, στην χώρα βρισκόμουν παράνομα και ανά πάσα στιγμή κινδύνευα από σύλληψη και απέλαση. Επί χρόνια αυτό το πρόβλημα που είχα με τις αρχές, με έκανε να κλειστώ στο σπίτι μου και να μην μπορώ να βγω έξω, να κυκλοφορώ ελεύθερα, να αναζητώ το ψωμάκι της οικογένειας μου όπως έπρεπε. Επηρεάσθηκε η οικονομική μου κατάσταση εξαιτίας αυτών των προβλημάτων. Δεν μπόρεσα να βάλω φράγκο πάνω στο άλλο. Τα χρέη, ποτέ δεν με παράτησαν. Συνέχεια μου κάνανε παρέα. Σε όλα αυτά τα χρόνια, το μόνο καλό που είχα, ήταν πως είχα αρκετές ελεύθερες ώρες, μέρες και νύχτες, ώστε να ασχοληθώ με τον πολιτισμό μου, τόσο που δεν θα μπορούσα να ασχοληθώ σε μία φυσική κατάσταση ζωής.
Ξεκίνησα έναν αγώνα μέσω του διαδικτύου
Αφού ζούσα σαν τα ποντίκια κρυφά, κλεισμένος στο σπιτάκι μου, είχα μπόλικο χρόνο να ξοδεύω για κάθε τι. Έτσι άρχισα να γνωρίζω τους υπολογιστές. Άρχισα να χρησιμοποιώ το διαδίκτυο, περίπου από την αρχή που μπήκε στη ζωή του κόσμου, για να ενημερώσω ιστορικά τους δικούς μας στην πατρίδα. Κάθισα και δημιούργησα μία ιστοσελίδα στην δική μας διάλεκτο, με λατινικές χαρακτήρες, ώστε να μπορεί να διαβάζεται από τους δικούς μας που ζούνε στην Τουρκία και σε διάφορα μέρη του πλανήτη. Έτσι άρχισα να γράφω κάτι, γύρω από την ιστορία, χωρίς να είμαι ιστορικός. Άρχισα να συμμετέχω σε ιστορικές συζητήσεις που γινόντουσαν σε διάφορα Μαυρο-θαλασσίτικα φόρουμ του διαδικτύου. Χωρίς να το συνειδητοποιήσω, βρέθηκα μέσα σε έναν πόλεμο, που κανένας εδώ στην Ελλάδα δεν γνώριζε. Έπρεπε να αντιδράσω στις κουταμάρες που γράφανε. Έπρεπε να διορθώσω τα λάθη που κάνανε. Έπρεπε να απαντήσω στα ερωτηματικά που βάζανε. Έπρεπε να αντιμετωπίσω το παραπλανητικό βομβαρδισμό που κάνανε. Έπρεπε να σκουπίσω τις λάσπες που μου ρίχνανε. Έπρεπε και έπρεπε...
Ούτε είχα, ούτε ήξερα
Για όλα αυτά, έπρεπε να ήξερα και έπρεπε να είχα. Να ήξερα καλά την Τουρκία, την Ελλάδα, τον πλανήτη. Να ήξερα αρκετά από την ιστορία του Πόντου, της Μικρά Ασίας, της Ελλάδος, του Ελληνισμού. Τίποτα από αυτά... Έπρεπε να ήξερα την αρχαιότητα, την αρχαιολογία, που εγώ ακόμη δεν είχα πάει σε κανένα μουσείο. Έπρεπε να ήξερα από κλασικά βιβλία, που εγώ ακόμη δεν είχα ακούσει τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Ιπποκράτη. Δεν είχα ακούσει για τον Ξενοφώντα, για τον Όμηρο. Δεν γνώριζα ούτε τους πατριώτες μου τον γεωγράφο Στράβωνα, τον φιλόσοφο Διογένη. Τίποτα από κανένα...
Έτσι αισθάνθηκα την ανάγκη για να ξαναέρθω σε επαφή με κάποιους συγκεκριμένους πόντιους. Έπαιρνα τηλέφωνα σε διάφορους ιστορικούς για να μάθω κάτι ώστε να απαντήσω. Πολύ καλά ξέρουν πόσες φορές πήρα για να μάθω κάτι, οι κύριοι Κώστας Φωτιάδης, Βλάσης Αγτζίδης, Νεοκλής Σαρρής και πολλοί άλλοι, σχετικοί και άσχετοι.
Και για τα παραπάνω έπρεπε να είχα αλλά δεν είχα. Να είχα περιουσία, επιχειρήσεις, λεφτά, δραχμές, ευρώ. Τίποτα από αυτά...
Έπρεπε να είχα υποστήριξη, επιδότηση, χρηματοδότηση, σε μια εποχή που όπως άκουα, πάρα πολλοί πόντιοι τσακωνόντουσαν ποιος να πάρει πόσα και από που. Ποίος έφαγε πόσα και πώς.
Δεν έπρεπε να είχα ψυχολογική υποστήριξη τουλάχιστον; Ενώ εγώ είχα την αστυνομία που έπρεπε να παίζω κρυφτό μαζί της, διότι δεν είχα άδεια παραμονής. Έτρεμα όταν έβλεπα τροχονόμο, διότι δεν είχα δίπλωμα οδηγήσεως. Πάντα ζούσα τον φόβο της απέλασης και φυλάκισης.
Οι φίλοι μου δεν μπορούσαν χωρίς τους Ελληνόφωνους
Όμως από την άλλη, οι πόντιοι που είχαν μάθει να κάνουν πολιτική στις πλάτες των Ελληνόφωνων Ποντίων, έπρεπε να βρουν άλλους και το κατάφεραν. Δεν ήθελαν δύσκολο άτομο σαν κ’ εμένα.
Μία μέρα ακούω ότι ήρθαν κάποια παιδία από τον Πόντο και άρχισαν να σπουδάζουν εδώ στα πανεπιστήμια. Τους είχαν φέρει από την Τουρκία, άνθρωποι που σύχναζα μαζί τους. Ενώ μέχρι τότε, με ενημέρωναν όταν ήτανε να πάνε στον Πόντο και με ρωτούσαν ποιους μπορούν να βρούνε εκεί, κλπ. ξαφνικά φέρνουν άτομα από τον Πόντο και εγώ το μαθαίνω μετά από μήνες. Μάλλον δεν ήθελαν καν να έρθω σε επαφή με αυτά τα παιδιά. Ίσως φοβόντουσαν μήπως τους ενημερώσω για κάποια πράγματα που δεν πήγαιναν καλά εδώ. Για να τους χειριστούν εύκολα, να τους βαφτίσουν Χριστιανούς χωρίς να αντιδράσει κανείς. Ίσως θέλανε έτσι να δικαιολογήσουν τα επιχειρήματα τους κάποιοι άνθρωποι εδώ που συνέχεια μιλούσανε και γράφανε για «Κρυπτοχριστιανούς» στον Πόντο. Με μένα αυτό δεν γινότανε...
Τελικά, μετά από μήνες, σιγά σιγά γνωρίστηκα με αυτά τα παιδιά αλλά, παρατήρησα πώς προσπαθούσαν να κρατήσουν μια περίεργη απόσταση μαζί μου. Και εγώ από την δική μου πλευρά κράτησα μια απόστασή, ώστε να μην ενοχληθούν εξαιτίας μου από τις Τουρκικές αρχές.
Αργότερα ξεκίνησαν κάποιοι από αυτούς που τους έφεραν, να μαζεύουν βοήθεια για να τους συντηρήσουν. Ακόμη και σε αυτό βοήθησα, οργανώνοντας μία εκδήλωση στην Νέα Μάκρη. Σε αυτήν την εκδήλωση, είχαν έρθει κάποιοι τύποι, που με ρώτησαν με περίεργο τρόπο, πώς μάζεψα τόσο κόσμο και από που τους γνωρίζω, κλπ.
Υποψιάζομαι ότι, μάλλον ήτανε κάποιοι από τον κρατικό μηχανισμό, οι οποίοι θέλανε να ελέγχουνε τις μάζες και αυτούς που μπορούσαν να μαζέψουν τις μάζες.
Πόλεμος, απειλές, φόβος και τρόμος
Εγώ συνεχίζοντας τον αγώνα μου μέσω του διαδικτύου, έγραφα συνέχεια στην ιστοσελίδα που είχα ανεβάσει στο διαδίκτυο με διεύθυνση www.sumela.org αλλά ο μεγαλύτερος πόλεμος γινότανε στο φόρουμ της ιστοσελίδας www.karalahana.com το οποίο είχε 15.000 μέλη και σχεδόν όλοι τους ήταν από την Μαύρη Θάλασσα. Καταρχήν όταν πρωτοξεκίνησα να γράφω και να τους λέω ότι είμαι Έλληνας Τραπεζούντιος με το όνομα Vahit Tursun, κόντεψαν να τρελαθούν και οι ποιό δημοκρατικοί, ή τουλάχιστον αυτοί που εμφανιζόντουσαν δημοκρατικοί. Κάθε μέρα σελίδες ολόκληρες έγραφα και ανέβαζα. Σχεδόν είχα παρατήσει την δουλειά μου. Σκεπτόμουν τι θα γράψω. Πλέον ζούσα με αυτόν τον πόλεμο και είχα ξεχάσει όλα τα υπόλοιπα προβλήματα. Οι απειλές συνέχιζαν. Εγώ όσο και να μην έκανα πίσω, η αλήθεια είναι ότι φοβόμουν. Ειδικά τις βραδιές, όταν έξω άκουα θόρυβο, η καρδιά μου λαχταρούσε. Όσο και αν δεν ενημέρωνα για όλα την γυναίκα μου, και αυτή τα είχε πάρει χαμπάρι και ήξερε το τι γινότανε. Και αυτή φοβότανε, αλλά δεν ανοίγαμε τη συζήτηση του τρόμου και δεν έλεγε κανείς τίποτα στον άλλον. Για να μην το φουντώνουμε τον φόβο μέσα μας . Αυτό το πρόβλημα, αρκετά χρόνια το ζήσαμε και στο τέλος το συνηθίσαμε. Πλέον δεν δίναμε σημασία στις απειλές.
Οι γκρίζοι λύκοι και το βαθύ κράτος ξεκινούν να αγριεύουν
Τελικά η Τραπεζούντα είχε φτάσει σχεδόν να αναρωτιέται για το παρελθόν της. Από όσα μάθαινα μέσα από τηλεφωνήματα και από τις ιστοσελίδες πού παρακολουθούσα, καταλάβαινα πώς αρκετός κόσμος ήταν σε αναζήτηση τις πραγματικής του ταυτότητας. Αρκετοί άρχισαν να με υποστηρίζουν. Αρκετοί που δεν ήταν ούτε καν Ελληνόφωνοι, μου έδιναν δίκιο στον αγώνα που έδινα για τον πολιτισμό μου. Οι «Γκρίζοι Λύκοι» είχαν εξαγριωθεί. Μόλις είδαν ότι κάθε μέρα κερδίζω τον πόλεμο, άρχισαν να γράφουν ότι είμαι δικός τους άνθρωπος. Ότι όσο διαφορετικά και αν έγραφα, ήμουν άνθρωπος του κράτους. Ότι ήμουν στην «Ομάδα Νεολαίας» της ΜΙΤ στο εξωτερικό και βραβεύτηκα για τις δουλειές που κατάφερα, κλπ. Ο στόχος ήταν να απομακρύνουν από μένα όλους όσους είχα κερδίσει, όλους αυτούς που θα με εμπιστευόντουσαν. Αλλά ένα είχαν ξεχάσει, πώς ότι και αν ήμουνα εγώ, η αλήθειες που έγραφα μετρούσαν και όχι η προσωπικότητα μου. Ένα διάστημα κατάφεραν να κόψουν κάποιες επαφές μου αλλά, τελικά χάσανε για πάντα. Ένας γνωστός μου από την Τραπεζούντα μου είπε: «Βαχίτ βρέθηκα σε μία εκδήλωση και καθόμασταν μια παρέα μαζί. Ήταν εκεί και ο διευθυντής της Αστυνομίας της Τραπεζούντας. Άνοιξαν κουβέντα για το Ποντιακό πρόβλημα και γύρισε και μας είπε ο διευθυντής: «παιδιά, το ποτάμι άρχισε να τρέχει και δεν γυρίζει πίσω. Από δω και προς η συνάντηση τον Τραπεζούντιων με τους Πόντιους είναι αναπόφευκτη. Πλέον πρέπει να πάρουμε αντίστοιχα μέτρα».
Όντως, από κι και ύστερα άρχισαν τα ζόρια για τα Ελληνόφωνα χωριά. Το βαθύ κράτος ξεκίνησε τον εκφοβισμό του προς τον πληθυσμό. Με της εντολές του διοικητή της Περιφερικής Διοίκησης Στρατό-χωροφυλακής Κερασούντος, οι στρατιώτες άρχισαν επιδρομές στα Ελληνόφωνα χωριά. Ο ίδιος πραγματοποιούσε εκδηλώσεις δεξιά και αριστερά, ώστε να ενημερώσει τον κόσμο για το δήθεν Ποντιακό Πρόβλημα. Ζητούσε από τον κόσμο να είναι έξυπνοι και να καταγγείλουν στην Στρατο-χωροφυλακή τους πόντιους τουρίστες που θα κινούνταν ύποπτα. Έγραφε διάφορα άρθρα και μιλούσε για τα παιχνίδια των ποντίων στην Μαύρη Θάλασσα, κλπ.
Στα χωριά του Κατωχωριού (Çaykara) και ιδικά στο δικό μου το χωριό οι επιδρομές των στρατιωτών δεν τελείωναν. Έμπαιναν στα σπίτια εκείνα που ο άνδρας δεν υπήρχε και ψάχνανε δήθεν κάποια άτομα. Φωτογράφιζαν σπίτια δήθεν ύποπτα και τριγύριζαν γύρω από τους μικρό οικισμούς. Ακόμη και μέλη της ιστοσελίδας www.ocena.info ψάχνανε. Στην καταπίεση και στον εκφοβισμό του Ελληνόφωνου πληθυσμού, λένε ότι έπαιξε ρόλο και ο στρατηγός «Veli Küçük» που σήμερα είναι κρατούμενος στην φυλακή για την υπόθεση του «Ergenekon»,
Εξαιτίας μου και ο πατέρας μου είχε πρόβλημα
Ο πατέρας μου όταν κατέβαινε κάτω στην κωμόπολη για δουλειές στην Κρατική Διοίκηση, άκουε προσβλητικά λόγια από τον απλό υπάλληλο μέχρι και από τον καϊμακάμη. «Το παιδί σου είναι διαμελιστής και κάνει ζημιά στη χώρα μας» του λέγανε. Ο καημένος ούτε ήξερε το τι κάνω και πως το κάνω. Σιωπηλός, ταπεινωμένος, χωρίς να πει κουβέντα έφευγε. Στο χωριό, στα καφενεία δεν μπορούσε να πάει. «εξαιτίας του παιδιού σου χάσαμε την ησυχία μας» του λέγανε. Και τι δεν τον μετρούσαν για μένα. Εγώ τα άκουα, αλλά έπρεπε να συνέχισω. Κατάλαβα ότι όλα αυτά που γίνονται, επειδή εγώ κερδίζω τον πόλεμο. Κερδίζει η αλήθεια, κερδίζει η πραγματική ιστορία. Χάνουν τα ψέματα, χάνουν οι ψεύτες, χάνουν οι δολοφόνοι του πολιτισμού μας. Και τι προσπάθειες εναντίον μας δεν έχουν γίνει.. Ακόμη και στα τοπικά τηλεοπτικά κανάλια μας κατηγορούσανε. Λέγανε ότι η Ελλάδα έπεισε κάποια παιδιά και τα πείρε εκεί και τα βαφτίζει χριστιανούς, τα στρέφει εναντίον της χώρας, κλπ. Πλούσιες οικογένειες χρηματοδότησαν ιστορικούς ώστε να τους γράψουνε την οικογενειακή ιστορία για να δείξουν πόσο Τούρκοι είναι. Χαμός γινότανε. Ενώ εγώ εδώ μόνος... ένας άνθρωπος... παράνομος και στη χώρα που ζούσα... με μειωμένες δυνατότητες... από τους πόντιους ούτε μετάφραση στα Αγγλικά που χρειαζόμουν μπορούσα να πάρω. Δίο τρία άτομα που είχα στο MSN με βοηθούσαν σε μικρά μηνύματα για επικοινωνία με τους Αμερικάνους που είχαν τον χώρο «server» της ιστοσελίδας μου.
Στην Ελλάδα τα πράγματα χειροτερεύουν
Γύρω στα 1999 - 2000 ξεκινάει η Ελλάδα τα συρτάκια, τα στεφάνια, τα γλέντια και τα ποτά μαζί με την Τουρκία. Ποια ημερομηνία ήταν ακριβώς δεν θυμάμαι αλλά σε μία τουρκική εφημερίδα παρουσιάζουν κοντά στα εκατόν τριάντα περίπου (δεν θυμάμαι τον αριθμό ακριβός) μικρούς Οτζαλάν που ζούνε στην Ελλάδα. Μέσα σε αυτά τα ονόματα ήταν και ένας δικός μας από τον Πόντο. Ο Recai Yıldız. Ευτυχώς που δεν υπήρξα στη λίστα κι εγώ. Αυτά τα άτομα ήταν από αριστερές οργανώσεις και ήταν εναντίον του καθεστώτος της Τουρκίας. Αυτά τα άτομα δεν ζητήσανε άσυλο από εφημερίδες, ούτε από εκδότες. Τα ονόματα αυτών των ανθρώπων, τα είχε το κρατικό σύστημα της Ελλάδος. Το πώς διαρρεύσανε στις εφημερίδες, ρωτήστε στους πολιτικούς της τότε εποχής. Σε εκείνη την εποχή, άκουσα από αριστερούς προσφυγές, ότι παράδωσαν αρκετούς πολικούς προσφυγές στην Τουρκία. Πριν από αυτούς, συνέβη και η παράδοση του Οτζαλάν. Ολόκληρο πακέτο ξεπουλήματος δηλαδή...
Ύστερα, όταν η σειρά έφτασε σε μας, καλούνε στην Αστυνομία τα παιδιά που σπουδάζανε στα πανεπιστήμια. Όλοι κι όλοι οκτώ ήταν. Από πριν είχαν καταφέρει να πάρουν Άδεια Παραμονής. Από την Αστυνομία τους λένε: «παιδιά κάναμε λάθος στις άδειες σας. Έπρεπε να τις είχαμε κάνει πενταετούς διάρκειας και τις κάναμε για ένα χρόνο. Δώστε τις πίσω για να τις ανανεώσουμε». Τις δίνουν πίσω τις άδειες που είχαν και περιμένουν να βγει η καινούρια πεντάχρονη άδεια. Δεν ξέρω οι αστυνομικοί αν τους έδωσαν από πίσω κι άλλα πέντε μουντζώνοντας τους, αλλά, σε λίγες μέρες βγαίνει η απόφαση απέλασης τους από την χώρα. Γίνεται χαμός... Εφημερίδες έγραψαν, καθηγητές και πρυτάνεις πανεπιστήμιων αντέδρασαν, αρκετοί πόντιοι ξεσηκώθηκαν και έτσι σταμάτησε η απέλαση τους. Απλά σταμάτησαν τις απελάσεις. Αλλά από κει και ύστερα άδειες δεν δόθηκαν. Τα παιδιά μόλις κατάλαβαν ότι η κατάσταση δεν πάει άλλο, μερικοί από αυτούς παράτησαν τις σπουδές τους και μερικοί έφυγαν πίσω στην Τουρκία.
Η πρώτη σύλληψη γύρω από ποντιακά ζητήματα
Ο Fethi Gültepe, που ήταν ένας από αυτά τα παιδιά, μία μέρα ( 2002) αποφασίζει να πάει στην πατρίδα του για επίσκεψη. Τον αρπάζουν στα σύνορα οι Τουρκικές αρχές και τον χώνουν στη φυλακή. Σε κάποιες εφημερίδες πρωτοσέλιδος ο Φετχί... Ηγέτης της Ποντιακής Οργάνωσης που θέλει να διαμελίσει την Τουρκία και θα ιδρύσει στον Πόντο κράτος... Ένα σορό άλλες κουταμάρες και ψέματα... Επί μήνες τον κρατούσαν μέσα. Κάθε μέρα περνούσε ανακρίσεις και οι ερωτήσεις ήταν ίδιες. Τελικά δικάζεται, αθωώνεται και τον αφήνουν. Μόλις τον αφήνουν, ο Φετχί ξαναφεύγει στην Ελλάδα. Από τότε ζει εδώ. Μέχρι και σήμερα δεν έχει Άδεια Παραμονής.
Ύστερα από την υπόθεση του Φετχί, ζήτησα από τον δικηγόρο του, το κατηγορητήριο που ετοίμασε εναντίον του Φετχί η Τουρκική αστυνομία. Μου έστειλε μία φωτοτυπία. Και τι δεν έγραφε μέσα... από στρατιωτική εκπαίδευση μέχρι και ποντιακό εθνικός ύμνο ανέφερε... Όπως έγραφε η δικογραφία, εμείς εδώ στην Ελλάδα ιδρύσαμε μία ποντιακή οργάνωση, εκπαιδευόμασταν στρατιωτικά, είχαμε γράψει και έναν ύμνο για τον Πόντο και σκοπεύαμε να κτυπήσουμε την Τουρκία. Είχαμε στόχο να την διαμελίσουμε και θα ιδρύαμε ένα Ποντιακό κράτος, κλπ, κλπ, κλπ...
Γελάς ή κλαις;
Είναι δηλαδή να τρελαθεί κανείς...
Τότε κατάλαβα ότι Mehmet Kul έλεγε αλήθεια για τον Kemal Yazıcıoğlu και την λίστα του. «Κοίτα να δεις» λέω από μέσα μου. Τέτοιο στήσιμο ούτε ο θεός μπορούσε να καταφέρει. Επειδή εμείς, σαν Ελληνόφωνοι που ήρθαμε από τον Πόντο στην Ελλάδα, εκφράσαμε τον εαυτό μας ως Έλληνες, χάλασε ο κόσμος...
Μα να μας καταγράφει και να μας βάζει στην κόκκινη λίστα, να μας απαγγέλει κατηγορίες και να μας στέλνει στο Δικαστήριο Κρατικής Ασφάλειας, ένας διοικητής Αστυνομίας ο οποίος είναι Ελληνόφωνος πόντιος και εδώ στην Ελλάδα να παίρνει απόφαση απέλασης ένας πόντιος (ο Χρυσοχοίδης) που είναι υπουργός δημόσιας τάξης.
Στον θεό να το έλεγε κανείς, θα ζήλευε αυτήν την τυχαία (?) σύμπτωση.
Έτσι δεν είναι;
Κατάλαβα πως δεν θέλουν να μείνω στην Ελλάδα
Από την άλλη εγώ, παρακολουθούσα τα γεγονότα απελπισμένος. Αφού δεν είχα πλέον επαφή και με πολλούς πόντιους, έπρεπε κάτι να σκεφθώ. Μία μέρα αποφασίζω να φύγω από την Ελλάδα. Το είπα και στα δικά μας παιδιά που ζούσαν εδώ. Στεναχωρήθηκαν αλλά δεν μπορούσαν να μου πουν κάτσε. Άρχισα να πουλώ τα εργολαβικά μου εργαλεία. Πριν ολοκληρώσω την πώληση των πραγμάτων, είπα «ας επισκεφθώ και τον Σάββα Καλεντερίδη ο οποίος μας βοήθησε σε μερικές βίζες ώστε να έρθουν κάποια παιδιά εδώ». Έτσι μία μέρα με έναν από τα δικά μας τα παιδιά πάμε και τον βρίσκουμε. Του λέω: «Σάββα εγώ θα φύγω από την Ελλάδα». Χωρίς δεύτερη κουβέντα, χωρίς να με ρωτήσει το γιατί, μου λέει: «καλά θα κάνεις». Δεν το περίμενα έτσι. Εγώ περίμενα να αντιδράσει, να μου πει κάτι. Τουλάχιστον να με ρωτούσε το γιατί. «καλά θα κάνεις» και τέρμα... έτσι ψυχρά...
«χιμ... αυτοί δεν θέλουν να μέινω εδώ» είπα από μέσα μου. Αφού είχαν εξαφανιστεί τόσο πολύ από το περιβάλλον μου, τι άλλο μπορούσα να σκεφθώ; «άντε πάμε» λέω τον φίλο μου και βγαίνουμε έξω. «μετάνιωσα, δεν πάω πουθενά, εδώ θα μείνω» του λέω του φίλου μου. «τί έπαθες, γιατί μετάνιωσες» μου ρωτάει. «φαίνεται αυτοί εδώ δεν με θέλουν και εγώ επίτηδες θα μείνω» του απάντησα. Με είχε πάρει το ποντιακό πείσμα και έτσι συνέχισα να μένω εδώ στην Ελλάδα.
Σε ατύχημα που είχε, μένει ανάπηρος ο αδελφός μου
Μία μέρα, πηγαίνοντας στη δουλειά ο αδελφός μου με το αυτοκίνητό του, παθαίνει ένα τροχαίο ατύχημα. Τον πάνε στο νοσοκομείο της Βούλας. Εκεί οι ιατροί τον είδαν και αποφάσισαν να τον εγχειρίσουν το βράδυ, διότι όπως είπαν, δεν υπήρχαν τα απαραίτητα υλικά, κλπ. Με παίρνουν τηλέφωνο και με ειδοποιούν για το συμβάν. Πετάγομαι και εγώ στο νοσοκομείο και βλέπω τον αδελφό μου να είναι ξαπλωμένος σε ένα καρότσι από αυτά που κουβαλάνε τους άρρωστους. Ρωτάω δεξιά αριστερά τι έχει ο αδελφός μου και γιατί περιμένει επάνω στο καρότσι χωρίς να κινείται. Μου εξήγησαν κάτι αλλά δεν είχα καταλάβει και καλά. Άλλωστε δεν ήξερα και καλά από ιατρικούς όρους. Αισθάνθηκα ότι οι ιατροί δεν του έδωσαν σημασία όσο έπρεπε και γι’ αυτό τον άφησαν πάνω στο καρότσι. Εκείνη τη στιγμή σκέφθηκα ποίον γνωρίζω ως ιατρό, για να ζητήσω βοήθεια. Μήπως και ενδιαφερθεί κανείς γιά τον αδελφό μου, ώστε να γίνουν οι απαραίτητες επεμβάσεις όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Παρόλο που γνώριζα δύο τρεις ιατρούς, εκείνη τη στιγμή κανείς δεν ήρθε στο μυαλό μου. Αναγκάστηκα να πάρω τηλέφωνο τον κύριο Σάββα Καλεντερίδη, από τον οποίον και ζήτησα βοήθεια. Του είπα «Σάββα, το πρωί ο αδελφός μου πηγαίνοντας στη δουλειά, έπαθε ένα τροχαίο ατύχημα και είναι πολύ σοβαρή η κατάσταση του. Βρίσκεται εδώ στο νοσοκομείο της Βούλας. Σε παρακαλώ, αν έχεις κάποιον γνωστό γιατρό, ρώτησέ τον αν έχει κάποιον γνωστό εδώ στην Βούλα. Διότι ο αδελφός μου περιμένει εδώ και κανένας δεν ασχολείται μαζί του». «Kλείσε και θα σε πάρω αργότερα για να σου πω» μου είπε και έκλεισε το τηλέφωνο. Ύστερα θυμήθηκα κάποιους ιατρούς αλλά, αφού έβαλα τον κ. Καλεντερίδη, σκέφθηκα πως δεν πρέπει να κάνω άνω κάτω όλο τον κόσμο. Μία ώρα... δύο ώρες... τρεις... ο κ. Καλεντερίδης δεν πήρε. «Κάτσε να τον πάρω εγώ» είπα από μέσα μου. Τον παίρνω, κλειστό το τηλέφωνο. Ξανά και ξανά δοκίμασα για να τον βρω. Μάταιες οι προσπάθειες μου. Πήρα και κάποιους άλλους ιατρούς που θυμήθηκα. Ούτε εκείνους πέτυχα. Απελπισμένος περίμενα το βράδυ. Ο γιατρός που τον είχε δει το πρωί, μας κάλεσε στο γραφείο του. Μας είπε: «Αυτή η εγχείριση είναι πολύ δύσκολη και ο αδελφός σας μπορεί να μείνει ανάπηρος. Η κατάσταση του είναι πολύ βαριά και εμείς θα κάνουμε μία προσπάθεια. Έχει χτυπηθεί στον αυχένα πολύ άσχημα». Πέσαμε από τα σύννεφα αλλά δεν περνούσε και από τα χέρια μας κάτι. Τον αφήσαμε στα χέρια του ιατρού που τον ανάλαβε. Επί ώρες ασχολήθηκαν με την εγχείριση του. Τον έφεραν πάνω σε κάποιο δωμάτιο αλλά δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε χέρια, ούτε πόδια. Δεν αισθανόταν τίποτα. Ο γιατρός μας είπε: «Ακόμη είναι νωρίς και θα δούμε τα αποτελέσματα μετά από μέρες». Την ίδια βραδιά, ξαναπροσπάθησα να έρθω σε επαφή με τον κ. Καλεντερίδη αλλά ο άνθρωπος είχε εξαφανιστεί. Μία στιγμή σκέφθηκα: «Αυτός που δεν είναι κοντά μου σε μία τέτοια δύσκολή στιγμή, ας χάνεται για πάντα από τη ζωή μου» και έσβησα το τηλέφωνο του από τον κατάλογο μου. Από την άλλη, είχα την περιέργεια και έλεγα από μέσα μου: «Για να δούμε τι θα μου πει όταν θα με πάρει». Έξι χρόνια περίμενα για να μου πει κάτι. Είχε εξαφανιστεί από τη ζωή μου εντελώς. Ο αδελφός μου, όπως μας είχε πει ο γιατρός, έμεινε παράλυτος. Έπαθε τετραπληγία. Μετά από δεκαπέντε χρόνια ζωή στην Ελλάδα, μονό πέντε με δέκα Πόντιοι με πήραν και μου είπαν περαστικά. Πέντε με έξι ήρθαν μέχρι το νοσοκομείο και μας επισκέφτηκαν. Μερικούς από αυτούς που θυμάμαι: ήταν ο κ. Στολτίδης Θεόδωρος, ο κ.Αμανατίδης Χρόνης, ο ιατρός κ. Νικολαίδης (ξέχασα το μικρό του) και μερικοί άλλοι που δεν θυμάμαι τώρα.
Βοήθησαν τον αδελφό μου στο χρέος που είχε στην εφορία
Αφού ο αδελφός μου έμεινε παράλυτος, είχε κάποια μικρά χρέη στην εφορία από την εργολαβία που είχε σαν επάγγελμα. Αυτά τα είχαμε ξεχάσει με τις στεναχώριες που είχαμε και με τον καιρό αυξήθηκαν και έφτασαν περίπου στις δέκα χιλιάδες Ευρώ. Ο αδελφός μου ανέφερε αυτό το πρόβλημα σε κάποιους φίλους του από την Κοζάνη και ένας από αυτούς, ο κ. Δημήτρης Σαπανίδης, τον βοήθησε, μαζεύοντας σχεδόν όλο το ποσόν που χρεωστούσε. Αυτός και κάποιος φίλος του, τρις τέσσερις φορές ήρθαν από την Κοζάνη και τον επισκέφτηκαν στην Νέα Μάκρη που έμενε (με τον αδελφό μου υπάρχουν και άλλες λεπτομέρειες τις οποίες θα αναφέρω όταν γράψω όλη μου την ιστορία αναλυτικά και σε βιβλίο). Πάντως, επί μήνες, αρκετά υποφέραμε ψυχολογικά και κοντά μας υπήρξαν ελάχιστοι άνθρωποι. Μερικοί από τους πόντιους φίλους μας, παρόλο που ερχόντουσαν στην Νέα Μάκρη, δεν εμφανιζόντουσαν στο σπίτι μου. Ένας από αυτούς ήταν και ο κ.Μιχάλης Χαραλαμπίδης, τον οποίον γνώριζα από παλαιά. Το σπίτι μου το ήξερε πάρα πολύ καλά, διότι τον είχα φιλοξενήσει δύο με τρεις φορές. Περνούσε δίπλα από την πόρτα μου για να επισκεφτεί μία γειτόνισσα μου και μάθαινα τον ερχομό του από αυτήν. Ο κ.Βλάσης Αγτζίδης που τόσα χρόνια κάναμε μαζί εκπομπή, ούτε αυτός πέρασε. Αλώστε, μετά από αυτό το γεγονός, έδωσα τέλος στην εκπομπή που κάναμε. Ο κ. Γιώργος Ανδρεάδης και κ.Κώστας Φωτιάδης, παρόλο που βρέθηκαν στα .... (αυτό το κομμάτι θα το αναφέρω στο βιβλίο μου), δεν ήρθαν ποτέ για να επισκεφτούν τον αδελφό μου. Αυτό που κάνανε, θα το έχω πόνο μέσα μου μέχρι να πεθάνω. Όμως εδώ, αισθάνομαι χρέος να σημειώσω και τις όποιες βοήθειες μου παρείχανε αυτοί οι άνθρωποι. Πρώτον ο κ. Κώστας Φωτιάδης μου χάρισε πριν από το γεγονός, το Αρχείον Πόντου και τα δικά του βιβλία που έγραψε για την γενοκτονία. Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης με βοήθησε στην πρώτη άδεια παραμονής μου, που νόμιζα ότι την είχε κανονίσει ο κ. Δημήτρης Φίλης. Με βοήθησε να παρουσιαστούν κάποια άρθρα μου στις εφημερίδες και κατάφερε να πάρει την εκπομπή και να τήν κάνουμε μαζί. Στην μητέρα μου δεν έδωσαν άδεια παραμονής, ούτε για ανθρωπιστικούς λόγους. Αφού έπαθε αυτό το κακό που ανέφερα παραπάνω, έπρεπε κάποιος να τον προσέχει κάθε λεπτό και κάθε ώρα. Γι’ αυτό λοιπόν αναγκαστήκαμε να φέρουμε την μητέρα μου από τον Πόντο εδώ στην Ελλάδα. Χωρίς να θέλει να μείνει μακριά από τις φίλες και τις γειτόνισσες της, ήρθε εδώ, διότι το παιδί της, η ψυχή της, ήταν σε τέτοια κατάσταση που μόνο αυτή μπορούσε να τον φροντίζει. Έπρεπε να τον ταΐζει, έπρεπε να τον λούζει, έπρεπε να τον φέρνει στην τουαλέτα και να τον καθαρίζει. Έπρεπε να εξυπηρετεί όλες του τις στοιχειώδεις ανάγκες . Αφού ήρθε λοιπόν η μητέρα μου, έπρεπε να ζήσει εδώ νόμιμα με Άδεια Παραμονής. Γι’ αυτό πήγαμε στο Υπουργείο Εσωτερικών (εποχή Νέας Δημοκρατίας) και ζητήσαμε γι’ αυτήν Άδεια Παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, κουβαλώντας μαζί μας όλα τα αποδεικτικά χαρτιά που είχε ο αδελφός μου για την κατάσταση του. Ούτε αίτηση μας αφήσανε να κάνουμε. Τελικά αναγκαστήκαμε να της αγοράσουμε οικοδομικά ένσημα από κάποιους εργοδότες και την εμφανίσαμε σαν εργάτη. Έτσι με αυτόν τον τρόπο, καταφέραμε να πάρουμε Άδεια Παραμονής για δύο χρόνια
Κλείνομαι στον κόσμο μου
Κάποια χρόνια, εδώ στην Νέα Μάκρη και γενικά σε όλη την Αττική, γινότανε το ανθρωποκυνηγητό με τους αλλοδαπούς. Κάθε μέρα η αστυνομία αλλοδαπούς κυνηγούσε στους δρόμους, μπροστά στους φούρνους, στα σουπερμάρκετ, κλπ. με έπαιρναν τηλέφωνο οι δικοί μας που είχαν Άδεια Παραμονής και μου λέγανε: «Βαχίτ, μη βγαίνεις έξω, στους δρόμους γίνεται χαμός με την Αστυνομία». Εγώ ο καημένος, ούτε γιά δουλειά μπορούσα να βγω. Αυτό κράτησε δύο χρόνια περίπου. Από τη μία η κατάσταση του αδελφού μου, από την άλλη η δική μου κατάσταση, οι οικονομικές δυσκολίες, η κατάσταση του πατέρα μου ο οποίος έμενε στο χωριό και σε ένα σπίτι μοναχός, η δύσκολη ζωή που περνούσε η μητέρα μου, η στάση των Ποντίων και γενικά της Ελλάδας απέναντι μας, με έσπρωξαν κάπως στην κατάθλιψη. Πλέον δεν ήθελα να δω κανέναν. Εγώ που δεν χωρούσα πουθενά, δεν ήθελα να βγω από το μικρό μου δωματιάκι που όλο κ’ όλο είναι οκτώ με δέκα τετραγωνικά. Μέσα σε αυτό το δωμάτιο αφοσιώθηκα στον αγώνα μου και ξέχασα ότι ζω στην Ελλάδα. Ζούσα απ’ όσες δουλειές μου βρίσκανε τα αδέλφια μου και απ’ όσες μου ερχόντουσαν από γνωριμίες. Μόνος μου δεν έβγαινα να πάω να κυνηγήσω δουλείες, να μοιράσω κάρτες, να δώσω προσφορές. Τίποτα.... Λες κι περίμενα να πεθάνω. Ήμουν ένας άνθρωπος που τόσα χρόνια αγωνιζόμουν για την μητρική μου γλώσσα, για μια γλώσσα που πάει να πεθάνει και ούτε για ανθρωπιστικούς λόγους δεν με υποστήριζε κανείς. Διάβαζα κάτι οργανισμούς για τις γλώσσες, διάβαζα παγκόσμιες προσπάθειες για ζώα που πάνε να εξαφανιστούν, διάβαζα διάφορα και εμένα δεν με έβλεπε ούτε ο Θεός, ούτε ο Αλλάχ, ούτε ο Δίας. Κανείς... Πόσες φορές έκλαψα για τη γλώσσα μου δεν θυμάμαι. Μόνος μου, ψιθυρίζοντας στα κρυφά, σαν να μιλούσα με την ίδια μου την τη γλώσσα, έλεγα: «μα εσύ, που επί χιλιάδες χρόνια έδειξες τον δρόμο σε εκατομμύρια ανθρώπους, τι τους έκανες και σε αφήσανε τόσο μόνη;». Ζούσα σε μία χώρα που λέγεται Ελλάδα και υποτίθεται ότι υποστηρίζει ότι έχει σχέση με τον Ελληνισμό, ζούσα μέσα σε κάποιους ανθρώπους που λένε ότι είναι Πόντοι και εγώ που έπρεπε τουλάχιστον να είχα μία ψυχολογική υποστήριξη, είχα τους υπάλληλους του τμήματος αλλοδαπών, που με την συμπεριφορά τους έδειχναν πώς μας βλέπανε σαν τα ζώα. Κάθε φορά που πήγαινα για να εξυπηρετηθώ, περιμένοντας επί ώρες την ουρά των αλλοδαπών, υπέφερα μέσα μου. Πολλές φορές παρατούσα τι σειρά μου και γύριζα πίσω αηδιάζοντας και από τον εαυτό μου. Είχα την Αστυνομία που έπαιζα κρυφτό. Το μόνο που με κρατούσε στη ζωή, ήταν ο αγώνας για τη γλώσσα μου Παρ όλα τα παραπάνω προβλήματα, εγώ συνέχιζα τον αγώνα μου μέσω του διαδικτύου. Βρισκόμουν μέσα σε έναν δυνατό και αθόρυβο πόλεμο, ο οποίος είχε δυο αντιπάλους. Στη μία βρισκόταν σχεδόν όλη η Τουρκιά και στην άλλη βρισκόμουν εγώ. Το πολεμικό μου υλικό ήταν το μυαλό μου, η γνώση μου, τα δάκτυλα μου, το πληκτρολόγιο μου, ο υπολογιστής μου. Ενώ οι άλλοι από απέναντι είχαν τα ίδια με μένα, συν την λασπολογία, συν τον εκβιασμό, συν την απειλή, συν την οικονομική άνεση, συν τον χρόνο, συν τον αριθμό. Μπόρεσα να αντισταθώ, διότι πίστευα στην δύναμη της αλήθειας, στην δύναμη της γνώσης και της ελευθερίας. Βέβαια για την γνώση έπρεπε να διαβάσω. Έτσι λοιπόν αισθάνθηκα και την ανάγκη να γνωριστώ με βιβλία, με βιβλιοθήκη που για έναν οικοδόμο, για έναν παράνομο σε μία χώρα, για έναν πρόσφυγα, δεν είναι και τόσο συνηθισμένο. Είχα κάμποσα βιβλία από παλαιά αλλά δεν μου φτάνανε. Άρχισα να κουβαλώ στο σπίτι βιβλία. Πολλές φορές και κρυφά από τη γυναικά μου την οποία στέρησα από πολλά.. Διότι δεν ήθελα να ακούσω τα παράπονα της. Οι γνωστοί και οι γύρω μας ζούσαν σε καλά σπίτια, έκτιζαν δικές τους βίλλες, οδηγούσαν μοντέρνα αυτοκίνητα, ενώ εμείς ζούσαμε σε μιζέρια, σε φτώχια. Την λυπόμουν αρκετά και σκεφτόμουν ότι η κακή της μοίρα, την έφερε κοντά σε μένα που βγήκα άχρηστος και ανίκανος για τα όνειρα της. Και τα παιδιά μου λυπήθηκα αρκετές φορές. Η ζωή πλέον δεν μου έδινε χαρά αλλά, κρατιόμουν επειδή ήθελα να αγωνιστώ ακόμη για τη γλώσσα μου.
Τα αποτελέσματα του αγώνα
Το βιβλίο του Ομέρ Ασάν, η ιστοσελίδα που είχα εγώ στο διαδίκτυο, οι συζήτησης και οι αλληλογραφία που γινόταν μέσω του διαδικτύου, έφτασαν να δημιουργήσουν ένα ερωτηματικό στα μυαλά των ανθρώπων που μιλούσαν ποντιακά στον Πόντο. Δηλαδή καταφέραμε να δημιουργήσουμε μία συγκρατημένη και κρυφή αφύπνιση ενός λαού, ο οποίος ήταν στο παρά πέντε πριν πεθαίνει πολιτισμικά. Τουλάχιστον εμποδίσαμε να περάσει τόσο εύκολα η Τουρκική προπαγάνδα. Σε όλο αυτό το διάστημα, δημοσιεύτηκαν δικά μου άρθρα και ρεπορτάζ που έκανα, σε διάφορες εφημερίδες και σε διάφορα περιοδικά όπως «Καθημερινή», «Ελευθεροτυπία», «Έθνος», «Prestime», «Εύξεινος πόντος», «Ποντος», «Άρδην», «Ελλοπία», κτλπ. Δημοσιεύτηκαν και σε ελληνικές ιστοσελίδες όπως το «www.hri.org» το οποίο είναι η μεγαλύτερη ιστοσελίδα του ελληνισμού της Αμερικής, στο «www.apodimos.com» και σε πολλά άλλα. Επίσης σχολιάστηκα αρκετά από την συγγραφέα κυρίαΒούλα Δαμιανάκου στο βιβλίο της «Οδοιπορώ στην πατρίδα» που εκδόθηκε πρόσφατα από τον εκδοτικό οίκο Επικαιρότητα και στο ίδιο βιβλίο δημοσιεύτηκε ένα ποίημα μου στα ποντιακά. Αναφέρθηκε το όνομα μου γύρω από τα ποντιακά ζητήματα και στα ευχαριστήρια των βιβλίων όπως «Ποντιακός Ελληνισμός» του Βλάση Αγτζίδη και σε άλλα που δεν θυμάμαι. Παρουσιάστηκαν ρεπορτάζ μου και στις τηλεοράσεις όπως Alter tv, Alpha tv, Mega tv. Τελευταία, ένα άρθρο μου δημοσιεύτηκε στην Αγγλική έκδοση της Καθημερινής στο EKATHIMERINI με τίτλο «A Pontic village slowly dies». Στην Τουρκία αναφέρθηκε το όνομα μου στα ευχαριστήρια του βιβλίου «Pontos K?lt?r?» του ?mer Asan, στην Μαύρο-θαλασσίτικη εγκυκλοπαίδεια «Karadeniz ansiklopedisi» του ?zhan ?zt?rk, για την οποία ετυμολόγησα διακόσες πενήντα περίπου Ποντιακές λέξεις και έδωσα εργασίες γύρω από την φυτολογία. Επίσης αναφέρθηκε το όνομα μου στα ευχαριστήρια του βιβλίου «Trabzon yer adlar?» του ?lyas Karag?z που εκδόθηκε στην Τουρκία και στο οποίο είχα ετυμολογικές αναλύσεις. Δημοσιεύτηκε ένα άρθρο μου 11 σελίδων και ένα ποίημα μου στα ποντιακά, στο βιβλίο «Temel Kimdir», που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο «Heyamola yay?nlar?» στην Πόλη. Δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς δικά μου άρθρα γύρω από την πραγματική μας ταυτότητα, τον πολιτισμό και την γλώσσα μας που χάνεται, στην μεγαλύτερη κέντρο-αριστερή Τουρκική εφημερίδα «Radikal», με τίτλους: «Πεθαίνουν τα Ρωμαίικα της Ανατολής», «Ποιος είναι ο Τεμέλ», «Γιαγιά χωρίς όνομα» που το έγραψα για την πόντια γιαγιά που συνάντησα στην Τουρκία, «Ο κόστος το να μιλάς Ρωμαϊκά». Δημοσιεύτηκαν δικά μου ρεπορτάζ σε μερικές τοπικές Μαυροθαλασσίτικες εφημερίδες και σε πολλές ιστοσελίδες που δεν θυμάμαι πια. Επίσης αναφέρθηκε το όνομα μου με αρνητικό τρόπο στην τηλεόραση ATV και σε διάφορες εφημερίδες και ιστοσελίδες των γκρίζων λύκων. Δέχτηκα απειλές αρκετές φορές από τους γκρίζους λύκους. Επίσης κατά καιρούς κατηγορήθηκα από διάφορους εθνικιστές σε τοπικές εφημερίδες της Τραπεζούντας και γενικά της Μαύρης Θάλασσας.
Οι φάκελοι στο MEGA TV και το πρόβλημα με τον İsmail Sonay
Μια μέρα με καλεί στο τηλέφωνο η κυρία Κατερίνα Λομβαρδέα η οποία ήταν συνεργάτρια του κυρίου Αλέξη Παπαχελά στην τηλεοπτική εκπομπή «Οι Φάκελοι» στο MEGA TV. Μου ζήτησε βοήθεια για έναν ποντιακό ντοκιμαντέρ που ήθελαν να κάνουν. Συναντηθήκαμε μια μέρα στο σπίτι μου και μου ζήτησε να τους βρω κάποιον που να μπορέσουν να συναντηθούν μαζί του σαν τηλεοπτική ομάδα, ώστε να τους βοηθήσει για να μπορέσουν να φιλοξενηθούν σε κάποια Ελληνόφωνη οικογένεια στον Πόντο. Ήθελαν να κάνουν ρεπορτάζ και να καταγράψουν τις ομιλίες των Ελληνόφωνων στα ποντιακά.
Από τις επαφές που είχα, κάλεσα στο τηλέφωνο κάποιους φίλους και τους ρώτησα αν μπορεί κανείς να φιλοξενήσει Έλληνες δημοσιογράφους για έναν ντοκιμαντέρ. Μερικοί φοβηθήκαν και μερικοί το δεχτήκανε. Αλλά εγώ βρήκα σαν κατάλληλο τον İsmail ο οποίος δούλευε στην Κωνσταντινούπολη σε μια μεταφορική εταιρία ως τουριστικός οδηγός.
Τελικά ο İsmail τους δέχεται και τους πάει στο χωριό μου Όκενα , όπου ήταν και το πατρικό του σπίτι. Τους φιλοξένησε εκεί και κάνανε κάποιες τηλεοπτικές λήψεις. Στον γυρισμό λοιπόν, όπως περνούσανε από την κωμόπολη Κατωχώρι, σημερινό «Çaykara», τους σταματάνε κάποιοι στρατιώτες από την στρατο-χωροφυλακή και τους πάνε στο τμήμα. Ρωτάνε τον İsmail για τους φιλοξενούμενους του και αυτός τους απαντάει: «φίλοι μου είναι από την Ελλάδα». Τον ρωτάνε για το επάγγελμα τους και εκείνος απαντάει: «δάσκαλοι είναι και οι δύο». Τους παίρνουν τα ονοματεπώνυμα και τους αφήνουν ελεύθερους. Συνεχίζουν αυτοί το ταξίδι τους προς την Πόλη και από πίσω τους, γίνεται μια έρευνα για την ομάδα των Ελλήνων από την στρατο-χωροφυλακή. Πριν φτάνουν στην Πόλη, κάποιος γνωστός του İsmail, τον καλεί στο τηλέφωνο και τόν ρωτάει: «τι έκανες και σε ψάχνει η Αστυνομία;». Ο İsmail κατάλαβε αμέσως το πρόβλημα, διότι είχε δώσει ψευδή δήλωση.
Φτάνουν στην Πόλη, αλλά, ο İsmail πλέον δεν μπορούσε να πάει στο σπίτι του. Πάει σε ένα φιλικό σπίτι και κρύβεται εκεί. Η τηλεοπτική ομάδα από την εκπομπή «Οι Φάκελοι» γυρίζουν στην Ελλάδα. Ο İsmail με ειδοποιεί για το γεγονός και ζητάει να τον βγάλουμε έξω από την Τουρκία. Τόν ρώτησα: «γιατί δεν πάς στο Ελληνικό Προξενείο να τους ζητήσεις βίζα για να έρθεις στην Ελλάδα;». Μου απάντησε: «πήγα αλλά αυτή τη φορά δεν μού δώσανε και δεν ξέρω γιατί».
Επειδή ο İsmail ήταν «Τουριστικός οδηγός», πολύ συχνά έπαιρνε βίζα από το Ελληνικό Προξενείο, διότι συχνά μπαινοέβγαινε στην Ελλάδα για τις δουλειές της εταιρίας του. Εκτός αυτού, γνώριζε και μερικά άτομα στο Προξενείο με τους οποίους είχε φιλική σχέση.. Τί έγινε, πια εντολή δόθηκε και από πού, μού είναι άγνωστο, αλλά ο İsmail δεν μπορούσε να πάρει βίζα πια. Ήξερα ότι κάθε τόσο ερχόταν στην Ελλάδα και δεν είχε ανάγκη να μου πει ψέματα.
Δεν έφταναν τα προβλήματα μου, συμπληρώθηκε και ο İsmail...
Εξαιτίας μου θα έβρισκε τον μπελά του ο άνθρωπος...
Εκεί που είχε μια καλή δουλειά, θα τήν έχανε και το χειρότερο, θα έχανε και την πατρίδα του.
Τρελάθηκα για μια στιγμή, αλλά ότι έγινε, έγινε και έπρεπε να κάνω κάτι.
Αμέσως καλώ στο τηλέφωνο κάποιους από την ομάδα «Οι Φάκελοι» και τους λέω «το και το με τον İsmail».
Τελικά, καταφέρνουν με πολύ δυσκολία να πείσουν τον πρόξενο να δώσει βίζα στον İsmail. Την άλλη μέρα ο İsmail φτάνει στην Ελλάδα. Το προξενείο τού έδωσε βίζα για δέκα πέντε μέρες αλλά νομίζοντας ο İsmail ότι έχει βίζα για ένα μήνα, κάθεται λίγο παραπάνω από τι έπρεπε. Όταν καταλάβαμε ότι πλέον ο İsmail είναι εκπρόθεσμος, πήγαμε στο τμήμα αλλοδαπών και ζητήσαμε παράταση της βίζας του. Ο İsmail ήθελε να μείνει μερικούς μήνες ακόμη ώστε να δει ο δικηγόρος του τι μπορεί να κάνει γι’ αυτόν. Από το τμήμα αλλοδαπών δεν παίρνουμε θετική απάντηση. Ζητάμε βοήθεια από τον κύριο Τάσο Τέλογλου που ήταν στην ομάδα «Οι Φάκελοι». Ο κ. Τέλογλου πάει στο Υπουργείο Εσωτερικών και ζητάει να εξυπηρετηθεί κατά κάποιο τρόπο ο İsmail. Ο υπουργός (Εποχή Ν.Δ) τόν ρωτάει: «μπορείς να μας βεβαιώσεις ότι δεν θα παρουσιαστεί πρόβλημα μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας;». Ο Τέλογλου παθαίνει σοκ και γυρίζει πίσω και μας λέει «το και το».
Τελικά αποφασίζουμε ώστε να πάει να ζητήσει «πολιτικό άσυλο». Ύστερα από την αίτηση του İsmail για το άσυλο, του δίνουν μία προσωρινή άδεια διαμονής, μέχρι να εξεταστεί το αίτημα του.
Δεν είχαν περάσει κάμποσες μέρες από την ημέρα που έκανε την αίτηση του, τον καλούν στο «Τμήμα Αλλοδαπών» και του λένε να ξανακάνει αίτηση στην οποία δεν θα γράψει ότι είναι «Ποντιακής καταγωγής». Στην αίτηση, εκεί που γράφει «Καταγωγή:», απέναντι έπρεπε να γράψει «Τουρκική». «Αλλιώς θα έχεις πρόβλημα και δεν θα γίνει δεκτό το αίτημα σου» του είπανε. Με καλεί στο τηλέφωνο και μέ ρωτάει τι να κάνει. Ε δεν τρελάθηκα πια... Πλέον, ήξερα πού ζούσαμε και με τι κρατικό μηχανισμό είχαμε να κάνουμε. Λέω του Ismail: «ρε İsmail, ούτως ή άλλως δεν θα δεχτούν την αίτηση που έκανες. Εδώ και αρκετά χρόνια περιμένουν για άσυλο, άτομα που όντως έχουν πρόβλημα στην Τουρκία και δεν δέχονται τα αιτήματα τους. Το δικό σου θα δεχτούν; Τώρα δεν ξέρω τι τρέχει και που κολλήσανε αυτοί και σε κάλεσαν εκεί για να αλλάξεις τη δήλωση σου και να γράψεις ότι είσαι Τουρκικής καταγωγής, αλλά φαίνεται πως έχουν κάποιο κοιλόπονο. Μην τους κάνεις τη χάρη σε παρακαλώ... Άσ’ τους να πα’ να σκάσουν...».
Τελικά ο İsmail αποχωρεί από το Τμήμα αλλοδαπών, χωρίς να δεχτεί να αλλάξει την αίτηση του.
Ο İsmail παντρεύτηκε εδώ με μια Ελληνίδα, έκανε ένα παιδί, το παιδί κοντεύει να γίνει άνδρας και το αίτημα του ακόμη περιμένει...
Βάλανε πρόστιμο στην μητέρα μου
Αφού τα τελευταία χρόνια δεν βρίσκαμε ένσημα ούτε για μας, δεν μπορούσαμε και για την μητέρα μας, ώστε να πάρει Άδεια παραμονής. Έμεινε για κάμποσο καιρό παράνομα στην Ελλάδα, για να μπορεί να φροντίζει το ανάπηρο παιδί της. Ύστερα, όταν πήγε να αναχωρήσει από την Ελλάδα, της βάλανε (αν δεν κάνω λάθος, 1600 Ευρώ) πρόστιμο.
Μια Ελληνόφωνη μητέρα, που τόσα χρόνια μεγάλωνε τα παιδιά της εκεί, στα βάθη της Ανατολίας μιλώντας τους Ελληνικά, και τούς μάθαινε τις όμορφες λεξούλες του Όμηρου, της βάλανε τόσο μεγάλο πρόστιμο, επειδή αναγκαστικά έμεινε λίγο παραπάνω στην Ελλάδα (?). Μάλλον τόσα τους έλειπαν...
Ζήτησα βοήθεια από την ΠΟΕ
Φέτος τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα. Έκανα αίτηση για Άδεια παραμονής με λίγα (55) ένσημα και όπως μου είπαν από το τμήμα αλλοδαπών, σίγουρα θα έρθει αρνητική απάντηση Ούτε πλέον έχω το δικαίωμα να αγοράσω αυτά που μου λείπουν.
Αφού έβλεπα τα πράγματα ότι δεν πάνε καλά, σκέφθηκα να ζητήσω βοήθεια για τα γραφειοκρατικά μου προβλήματα από τον πρόεδρο της ΠΟΕ (Παμποντιακή Ομοσπονδία Ελλάδος), τον κύριο Παρχαρίδη. Τον καλώ στο τηλέφωνο και αρχίζω να του λέω τα προβλήματα που έχω. «Μήπως και βρει καμία λύση, εφόσον είναι και Νεοδημοκράτης» έλεγα από μέσα μου. Ακόμη δεν είχα ξεκινήσει καλά καλά να του λέω το τι και το πώς, και σαν να μου έκλεισε στα μούτρα το τηλέφωνο, λέγοντας: « καλά καλά, θα συζητήσουμε το πρόβλημα σου στο διοικητικό συμβούλιο». «Μα αφού δεν άκουσε το πρόβλημα μου, τι να συζητήσει;» είπα από μέσα μου και πικραμένος άφησα τον εαυτό μου πάνω στον καναπέ και έτσι κοιμήθηκα.
Αργότερα όταν ξύπνησα, κάθισα και τού έγραψα μια επιστολή (ξέροντας ότι δεν θα κάνει κάτι αλλά για να μην πει ότι δεν τον ειδοποίησα ποτέ) και του την έστειλα με τον κύριο Κώστα Αλεξανδρίδη ο οποίος είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΠΟΕ. Επίσης του την έστειλα και μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Είτε θετική είτε αρνητική, ακόμη απάντηση δεν πήρα...
Ήθελα να φύγω αλλά δεν μπόρεσα
Αφού ήταν τα πράγματα τόσο δύσκολα πια, αισθάνθηκα στριμωγμένος και έπαθα κρίση πανικού. Όλα μαύρα τα έβλεπα πια. Μέσα μου ο φόβος και ο τρόμος κυριαρχούσε. Από ελπίδα για το μέλλον, σταγόνα δεν είχε μείνει. Άλλο δεν πήγαινε. Έπρεπε να κάνω κάτι. Μια στιγμή κλείνω την ιστοσελίδα που είχα και αποφασίζω να φύγω από την Ελλάδα. Γι’ αυτό μια μέρα, πάω στα γραφεία του ΟΗΕ εδώ στην Αθήνα. Τους ζητάω βοήθεια για να με βγάλουν από την Ελλάδα και να με στείλουν σε μία άλλη χώρα που να με δεχτεί, όποια και αν είναι αυτή. Ακόμη και στην χειρότερη χώρα της Αφρικής να με στέλνανε, ήμουν έτοιμος να φύγω. Μου είπαν: εφόσον βρίσκεσαι εκτός της χώρας σου και είσαι έτοιμος να ζητήσεις άσυλο, θα ζητήσεις στην πρώτη χώρα που βρίσκεσαι. Δηλαδή έπρεπε να ζητήσω άσυλο από την Ελλάδα. «καλά...» τους είπα από μέσα μου και έφυγα από το γραφείο τους. Απελπισμένος, κατέβηκα στην Πλατεία Βάθης που βρίσκεται κοντά στην Ομόνοια. Ήθελα να πάω να δω εκείνο το παγκάκι που τις πρώτες μέρες τότε όταν ήρθα στην Ελλάδα, μετά από άσκοπο περίπατο κουραζόμουν και πήγαινα και ξάπλωνα εκεί. Εξαντλημένος ψυχολογικά, ήθελα να πάω να ξαναξαπλώσω. Δεν ήταν εκεί πια το παγκάκι. Το σήκωσαν από εκεί. Ψιθυρίζοντας από μέσα μου είπα στον εαυτό μου: «α ρε Βαχίτ... βλέπεις, ούτε παγκάκι σου άφησαν...».
Αυτά που με βασανίζουν
Τα προβλήματα που έχω μέσα μου, υπερβαίνουν την αντοχή ενός ανθρώπου.
Αισθάνομαι πάρα πολύ κουρασμένος. Η μητέρα μου έπαθε τρεις φορές εγκεφαλικό και δεν μπόρεσα να πάω να την επισκεφτώ και έχω τον πόνο της μέσα μου. Οι γονείς μου θα πεθάνουν και πολύ πιθανόν δεν θα μπορέσω να παραβρεθώ ούτε στην κηδεία τους. Από τώρα αυτή η σκέψη με βασανίζει.
Πέρασαν δέκα οχτώ χρόνια από τότε που έχω επισκεφθεί τελευταία την πατρίδα μου.
Δεν πήγα και δεν μπορώ, διότι εκτός από το νομικό πρόβλημα, υπάρχει κίνδυνος και για τη ζωή μου.
Το ένα το παιδί μου που γεννήθηκε εδώ στην Ελλάδα, είναι χωρίς υπηκοότητα και ανά πάσα στιγμή μπορεί να παρουσιασθεί πρόβλημα με της αστυνομικές αρχές και με το σχολείο του.
Χίλια δύο άλλα προβλήματα που εδώ δεν χρειάζεται να τα αναφέρω.
Βρίσκομαι σε μία χώρα, πού ούτε μπορώ να μπω, ούτε και να βγω. Τι άλλο χειρότερο;
Μάζεψα αρκετό υλικό γιά τον πολιτισμό μας
Όλα αυτά τα χρόνια, μάζεψα αρκετό υλικό για τον πολιτισμό που μπόρεσε να ζήσει στον Πόντο μέχρι σήμερα. Έχω εργασίες που δεν τελείωσαν ακόμη. Από αυτά είναι ένα που το ετοίμασα στα Ποντιακά «Οι διάλογοι στον Πόντο». Από αυτήν την εργασία, έχω πέντε με έξι διαφορετικά παραδείγματα τα οποία φτάνουν τις είκοσι σελίδες περίπου. Και πάλι στα Ποντιακά έχω ποιήματα και τραγούδια τα οποία ξεπερνούν τα δέκα πέντε κομμάτια. Έχω αρχίσει στα Ελληνικά ένα «Ετυμολογικό Φυτολογικό λεξικό» με 310 ονομασίες περίπου και βρίσκεται στη μέση. Έχω μία εργασία στα Τουρκικά γύρω από την ιστορία του Κατωχωριού με τίτλο «Η πικρή ιστορία ενός εξαφανισμού» που βρίσκεται σχεδόν στο τέλος της (250 Α4 σελίδες χωρίς φωτογραφίες). Έχω ένα λαογραφικό του χωριού μου που και αυτό βρίσκεται προς το τέλος του με τίτλο «Τα απομεινάρια του Ελληνικού πολιτισμού» (240 Α4 σελίδες χωρίς φωτογραφίες). Τέλος, έχω και ένα «Ποντιακό λεξικό» με τις λέξεις που χρησιμοποιούνται στον Πόντο (6.000 λέξεις περίπου).
Σώζω διαρκώς ότι γράφω, τα δίνω και σε έμπιστους φίλους, ώστε αν μου συμβεί κάτι, να μην χαθεί το πολύτιμο υλικό..
Οι ιδεολογικές μου τάσεις
Δεν θα πω ότι είμαι πολύ δημοκρατικός αλλά προσπαθώ όσο μπορώ. Είμαι ανενεργός αριστερός., βλέπω σαν ίσους όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής, θρησκείας και υπηκοότητας. Δεν είμαι εθνικιστής, ούτε ακραίος σε κάτι.
Τελειώνοντας
Τελειώνοντας θέλω να σας πω ότι, προσπάθησα να σας περιγράψω το ιστορικό μου με έναν απλό τρόπο, στα γρήγορα και σε γενικές γραμμές. Αυτό το έκανα, διότι πικράθηκα από τον χαρακτηρισμό που απεύθυνε εναντίον μου ο πρώην Υπουργός Δημόσιας Τάξης, ο κ. Χρυσοχοίδης, σε μία εκδήλωση που πραγματοποίησε τελευταία η Νεολαία ΠΟΕ για την Ποντιακή γενοκτονία. Έτσι αποφάσισα να τα πω έξω από τα δόντια και δεν ξέρω αν έκανα καλά.
Πάντως όλα αυτά τα παραπάνω που υπέφερα, τα υπέφερα στην προσπάθειά μου για ελεύθερη έκφραση και συνεχίζω να υποφέρω, σε μία χώρα που μιλάει για ανθρώπινα δικαιώματα και η ημερομηνία δείχνει το 2009.
Τέλος, ακόμη συνεχίζω να ασχολούμαι με τον δικό μου πολιτισμό και αυτό θα το κάνω μέχρι και να πεθάνω.
Ευχαριστώ Ελλάδα... ευχαριστώ Τουρκία...
Διαβάστε περισσότερα...