Τετάρτη 10 του Οκτώβρη 1912 – 4η Μεραρχία
Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012
Απόσπασμα από το βιβλίο (Ιστοριογράφημα) Εμπρός δια της λόγχης - Η μεγάλη εξόρμηση (1912-1913) του Φώτη Σαραντόπουλου. Πριν εκατό χρόνια η Μάχη του Σαραντάπορου είχε τελειώσει, ο Ελληνικός Στρατός εισερχόταν νικητής στα ιερά χώματα της Μακεδονίας.
(Διήγηση του Αριστείδη)
Καθώς ξημέρωσε η 10η του Οκτώβρη και στα στενά επικρατούσε ησυχία, οι συνάδελφοι των Μεραρχιών του κέντρου δεν καταλάβαιναν τι είχε συμβεί. Μέσα στην εξάντληση και στην κοσμοχαλασιά της πρώτης μέρας, δεν κατάλαβαν ότι η μάχη είχε κριθεί στον δικό μας τομέα. Παρ’ όλο που οι εχθροί στα Στενά έδειχναν να αντέχουν ακόμη και παρ’ όλο που το Στρατηγείο μας θεωρούσε ότι χρειαζόταν ακόμη μεγάλη προσπάθεια και αίμα για να νικηθούν1, αυτοί, τρομαγμένοι από την δική μας προώθηση στα νώτα τους, τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας πίσω τα πυροβόλα τους και άφθονο υλικό. Αλλά και το ηθικό τους … Τώρα το ηθικό και τον αέρα του νικητή τον είχαμε εμείς!
Ότι δεν κατάφερε η μετωπική επίθεση τριών Μεραρχιών, να κλονίσουν την εχθρική άμυνα, το κατάφερε ένας ελιγμός, η κυκλωτική κίνηση της 4ης Μεραρχίας. Από τη στιγμή που εμείς βρεθήκαμε στην έξοδο των Στενών, ο Ταχσίν Πασάς έπρεπε να βρει τρόπο να απαγκιστρωθεί, πριν κλείσουμε τον κλοιό. Το Πεζικό του θα μπορούσε να υποχωρήσει προς την Καστανιά, χρησιμοποιώντας τα μονοπάτια δεξιά από τον αμαξιτό δρόμο. Όμως το Πυροβολικό (που ήταν πεδινό και όχι ορειβατικό), όπως και τα εφόδια, έπρεπε να πάνε από τον δημόσιο δρόμο. Και όσο ο δρόμος πλησίαζε προς την έξοδο των Στενών, τόσο το πέρασμα στένευε, εμποδίζοντας την τάξη των Τουρκικών Πυροβόλων, σε περίπτωση που χρειαζόταν να δοθεί μάχη. Και όλα αυτά, κάτω από τη μύτη Μεραρχίας μας. Έτσι, εκτός από την ζημιά που του έκανε το … στομάχι του Λύρη, υπήρχε και συνέχεια στο δράμα του Ταχσίν …
Το χάραμα της 10ης Οκτωβρίου μας ξύπνησαν οι πέρδικες. Πρώτος σηκώθηκε στο πόδι ο Μέραρχος και οι Επιτελείς του. Κάτω από το ύψωμα που ήταν το Εκκλησάκι, μπορούσαμε να δούμε το 11ο Σύνταγμα που ξυπνούσε κι αυτό και έμπαινε σε φάλαγγα, ενώ από τα αριστερά έφταναν και ταλαιπωρημένοι, μουσκεμένοι και ξενυχτισμένοι και οι άντρες του 9ου Συντάγματος, λασπωμένοι και χλωμοί.
«Φαληρέα … Φαληρέαααα !!!»
Ο Μάνος φώναζε τον Ιπποκόμο του …
«Θα πάμε για αναγνώριση;»
«Ναι … το άλογό μου … κάνε γρήγορα …»
Ο Μάνος έφυγε καλπάζοντας προς το Ράχοβο, και τότε άρχισε το τουφεκίδι. Πυκνοί πυροβολισμοί από μάνλιχερ, αραιοί από μάουζερ. Ο Μέραρχος περπατούσε πάνω κάτω νευρικά …
«Κύριε Ανθυπολοχαγέ!» φώναξε στον Αξιωματικό σύνδεσμο του 8ου.
«Διατάξτε!»
«Πηγαίνετε παρακαλώ να συστήσετε φειδώ των πυρομαχικών. Να χτυπούν μόνον όταν βλέπουν στόχο …
Καταλάβατε; Δεν είναι Πάσχα ακόμη … ούτε ένα φυσίγγιο να μην πηγαίνει χαμένο …»
«Μάλιστα!!!»
«Τι διάολο» μουρμούρισε ο Μέραρχος, «συμμάχησε η φύση μαζί τους σήμερα … ούτε το δάχτυλό του δεν βλέπει κανείς μ’ αυτή την πάχνη …»
Ο Υπολοχαγός του Επιτελείου Καλογεράς πήρε κι αυτός το άλογό του να πάει για ανίχνευση. Στο μεταξύ γύρισε ο Μάνος να αναφέρει:
«Ο εχθρός κινείται εις το βάθος των Στενών, εις τάξιν πορείας … Προηγούνται τα μεταγωγικά, ακολουθεί το Πυροβολικόν και τέλος ισχυρή φάλαγξ Πεζικού. Είναι η Μεραρχία της Βεροίας νομίζω …»
«Έχει καλώς …»
________
1
Αργότερα ο Αρχιστράτηγος δήλωσε ότι ήταν βέβαιος πως ο εχθρός θα υποχωρούσε μέσα στη νύχτα. Μάλλον έλεγε την αλήθεια. Είναι γεγονός ότι το πρωί, στο παρατηρητήριό του σε ένα λόφο έξω από τα Δελίνιστα, τρώγοντας μαζί με τους Επιτελείς του, τον Πρίγκηπα Γεώργιο και τους άλλους Πρίγκηπες ένα κοτόπουλο, γεμάτος ηρεμία και αυτοπεποίθηση, είχε ανακοινώσει την βεβαιότητά του ότι οι Τούρκοι θα υποχωρούσαν από τα Στενά.
Δύο κανονιές αντιλάλησαν πάνω από το Ράχοβο.
«Είναι ο Βερέτας … άρχισε να βάλλει …» είπε ο Μέραρχος.
«Τους άφησε νομίζω να πλησιάσουν» πρόσθεσε ένας Αξιωματικός.
‘Άλλες δυο κανονιές.
«Κύριε Βαρδουλάκη!» φώναξε ο Μέραρχος …
«Μεγάλην υπηρεσίαν θα προσφέρετε, αν μας συνδέσετε με την 5ην Μεραρχίαν»
Όλη νύχτα δεν είχαμε κανένα νέο από την 5η Μεραρχία. Είχε φτάσει στη θέση της; Είχε αποκλείσει τον οδό υποχώρησης του εχθρού;
«Ποια κατεύθυνση θα πάρω Στρατηγέ μου;»
«Προς το χωριό Δέλινο» απάντησε, αφού συμβουλεύτηκε τον χάρτη του.
«Να πάρω μήπως και συνοδεία μαζί μου;»
«Βεβαίως, να πάρετε τέσσερεις πέντε Ιππείς και έναν Υπαξιωματικόν»
Η 4η Μεραρχία κάλυπτε την έξοδο των Στενών, ένα μεγάλο ΤΑΥ, που το πόδι του ήταν ο αμαξιτός δρόμος που ερχόταν από το Σαραντάπορο και το οριζόντιο τμήμα του ένας άλλος αμαξιτός δρόμος, μέσα σε χαράδρα, που ένωνε τους Λαζαράδες με τα Σέρβια, περνώντας από το Προσήλιο. Στο κέντρο του «ταυ», είχαν οχυρωθεί Τούρκοι, από αυτούς που υποχώρησαν από το Ράχωβο, έχοντας ενισχυθεί από ένα ενισχυμένο Τάγμα, αυτό της Οχρίδος, που ήταν γνωστό για την ανδρεία των στρατιωτών του. Τρεις χιλιάδες άνδρες, διοικούμενοι από ένα γενναίο Αξιωματικό, τον Λοχαγό Σαμή από τα Γιάννινα, που ανήκε στο Επιτελείο του Ταχσίν, κάλυπταν την Τουρκική υποχώρηση προς τα Σέρβια. Είχαν οχυρωθεί στις βάσεις του υψώματος 886, που λέγεται και «Μπουρσάνα», αντίκρυ στην έξοδο των Στενών, και στα ερείπια ενός παλιού Μεσαιωνικού οχυρού πάνω στον
δρόμο για τα Σέρβια.
«Αν δεν αντισταθούμε εδώ, αν δεν πέσουμε ως τον τελευταίο,
οι συνάδελφοί μας του Σαρανταπόρου θα αιχμαλωτιστούν.
Όποιος λυπάται τη ζωή του να μου το πει αμέσως, να τον
στείλω στα Σέρβια» είπε στους άντρες του ο Σαμή.
«Αν είναι να σκοτωθούμε για τ’ αδέρφια μας, ας σκοτωθούμε!»
Τέτοιους γενναίους και αποφασισμένους έπρεπε να καταβάλλει τώρα η 4η Μεραρχία. Απέναντί τους, το δοκιμασμένο στη μάχη 8ο Σύνταγμα: Ο 12ος Λόχος του Μοναστηριώτη επάνω στη διασταύρωση, αντίκρυ στο μεσαιωνικό οχυρό, έχοντας στα αριστερά του προς το Προσήλιο τον 10ο και πίσω του τον 4ο του Σεγγίνη, μεταξύ του δρόμου και του Προσηλίου. Από την άλλη πλευρά, απέναντι στο ύψωμα, ο 2ος του Χρυσοσπάθη και δεξιά του ο 1ος του Σκυρού. Πιο πίσω, προς την έξοδο, ο 9ος Λόχος του Λυμπερόπουλου καταδίωκε εχθρικά μεταγωγικά, συγκρουόμενος με ένα τμήμα Πεζικού που προσπαθούσε να τα προστατεύσει.
Από το χάραμα, πυκνή ομίχλη έκρυβε τα πάντα. Κάθε φορά που άνοιγε για λίγο, οι δικοί μας χτυπούσαν τους Τούρκους, σπέρνοντας τον θάνατο. Όταν ξανάκλεινε, αυτοί συνεχίζανε τρομαγμένοι την πορεία τους. Και πάλι ξανάνοιγε, και ξανά γέμιζε ο τόπος με νεκρούς και τραυματίες Τούρκους. Μέχρι που, κάποια στιγμή η ομίχλη ανέβηκε ψηλότερα και τότε θέριζαν πια οι ομοβροντίες των μάνλιχερ και τα πολυβόλα.
Μπήκαν στη μάχη και οι δυνάμεις του Σαμή. Κατά τις 7 το πρωί, οι Ελληνικές δυνάμεις που πολεμούσαν με τους Τούρκους που υποχωρούσαν από τη στενωπό, δέχτηκαν επίθεση από το ύψωμα Μπουρσάνα (Β.Α. της εξόδου της Πόρτας) και από το λόφο των εκεί μεσαιωνικών ερειπίων. Η εχθρική επίθεση υποστηρίχτηκε και από έναν Ουλαμό Πεδινού Πυροβολικού, ταγμένο δυτικά από το χάνι Καστανιάς. Ο εχθρικός Ουλαμός έβαλε από απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων από την έξοδο της Πόρτας. Αλλά μετά από λίγο υποχρεώθηκε να σιγήσει, δεχόμενος τα εύστοχα πυρά μιας ορειβατικής Πυροβολαρχίας της 4ης Μεραρχίας, που ανήκε στη Μοίρα Παρνασίδη και διοικούνταν από τον Λοχαγό Βερέτα2. Οι Τούρκοι πυροβολητές μάζεψαν βιαστικά τα πυροβόλα τους, ζέψανε τα άλογα, και υποχώρησαν μαζί με το υπόλοιπο Πυροβολικό του Ταχσίν.
Από το βάθος φάνηκαν οι εχθρικές Πυροβολαρχίες, έξι ολόκληρες Πυροβολαρχίες, είκοσι τέσσερα ιππήλατα πυροβόλα σε «τάξη πορείας», σε «φάλαγγα κατ’ όχημα». Η φάλαγγα είχε διανύσει οκτώ χιλιόμετρα από το ύψωμα Βίγλα Σαρανταπόρου, είχε ήδη αφήσει πίσω της το χάνι Καστανιάς, και είχε φτάσει σε απόσταση τριών ή τεσσάρων χιλιομέτρων από την έξοδο της Πόρτας. Τους είδε ο Βερέτας που τους περίμενε με τα Ορειβατικά μας πυροβόλα, και όταν έφτασαν στα δύο χιλιάδες τριακόσια μέτρα εξαπέλυσε τους κεραυνούς
του. Με μικρής διάρκειας δραστική βολή έσπειρε μεγάλο πανικό στις Τουρκικές γραμμές. Πυροβολητές το έβαζαν στα πόδια, Ελάτες ξέζευαν τις άμαξες, κόβοντας τους ιμάντες των αλόγων, και έφευγαν καλπάζοντας προς τα Σέρβια και την γέφυρα του Αλιάκμονα, να σωθούν οι ίδιοι παρατώντας τα κανόνια τους, πανικός …
Μονάχα ένας Τούρκος Ανθυπολοχαγός, προς τιμή του, συγκράτησε με το πιστόλι στο χέρι τους δικούς του και ανταπέδωσε μερικές κανονιές για την «τιμή των όπλων». Και μόνο δύο Τούρκικα Πυροβόλα κατάφεραν να ξεφύγουν, από τα είκοσι τέσσερα. Είκοσι δύο σύγχρονα πυροβόλα «Krupp», μαζί με τα κλείστρα τους, εγκαταλείφθηκαν. Όρμησαν «δια της λόγχης» αλαλάζοντας οι φαντάροι του Λυμπερόπουλου, σκότωσαν τους πυροβολητές που αντιστέκονταν και έπιασαν εκατόν πενήντα αιχμαλώτους!
Ο αμαξιτός δρόμος, από το χάνι Καστανιάς μέχρι και τέσσερα χιλιόμετρα από την έξοδο της στενωπού γέμισε από σκόρπια πυροβόλα με άσπρα μισοφέγγαρα, άλλα παρατημένα στη μέση του δρόμου και άλλα ριγμένα δεξιά και αριστερά στα αυλάκια. Και όχι μόνο πυροβόλα, αλλά και κάθε είδους τροχήλατα και άλλα υλικά: βλητοφόρα, σκευοφόρες, κάρα δίτροχα, με κομμένους και απλωμένους στη γη σαν φίδια ιμάντες, πεταμένους γυλιούς, σακκίδια, φυσιγγιοθήκες, μανδύες, στολές, κουβέρτες και κάθε τι άλλο που βάραινε τους Τούρκους στο τρέξιμο …
Οι σάλπιγγες των Τούρκων σήμαναν το Ελληνικό «παύσατε πυρ» και άσπρα μαντήλια κυμάτιζαν στον αέρα.
«Κύριε Λοχαγέ … παραδίδονται …» φώναξε ο Ανθυπολοχαγός Μουτζουρίδης …
«Μην δίνετε πίστη» απάντησε αυτός, «είναι τέχνασμα …»
«Εεεεε, εσείς … πετάξτε τα όπλα σας …» φώναξε στα Τούρκικα ένας φαντάρος μας … Οι Τούρκοι άφησαν
κάτω τα όπλα, αλλά καθώς πλησίασε ο Μουτζουρίδης τα ξαναπήραν και πυροβόλησαν!
«Μη φοβόσαστε παιδιά …» φώναξε ο Μουτζουρίδης, «θα το πληρώσουν αυτό … χτυπάτε τους …»
________
2
Ο Βερέτας θα δράσει σωτήρια και στη μάχη Λαχανά (τις προμεσημβρινές ώρες της 21 Ιουνίου 1913), κατά το Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων.
Τότε, επειδή τα Ελληνικά και τα Βουλγαρικά τμήματα είχαν, κατά τη διάρκεια της μάχης, αναμειχθεί επικίνδυνα μεταξύ τους, και το Πυροβολικό μας αδυνατούσε να επέμβει χωρίς να προκαλέσει απώλειες από φίλια πυρά, ο Βερέτας έβαλε με άσφαιρα πυρά, με σκοπό να αντιληφθούν οι Έλληνες πεζοί την ενεργό παρουσία του φίλιου πυροβολικού (να το «ακούσουν» όπως τόνιζε χαρακτηριστικά ο Πλαστήρας), οπότε, με την ψευδαίσθηση ότι υποστηρίζονται απ’ αυτό, αναθάρρησαν ψυχολογικά, αναπτερώθηκε το ηθικό τους και συνέχισαν να μάχονται.
Και καθώς πυροβολούσε με το περίστροφο στο δεξί και με το αριστερό χέρι δείχνει προς τα εμπρός, μια σφαίρα τον χτύπησε στο στήθος, κόβοντας κάποιο νεύρο, και το χέρι έπεσε απότομα κάτω ξερό …
«Σε παρακαλώ … μου τραβάς το χέρι μια στιγμή … μούδιασε …» είπε σε ένα φαντάρο δίπλα του …
«Κύριε Ανθυπολοχαγέ, στα χείλια σας αίματα …»
«Δεν είναι τίποτα … προχωρείτε !!!»
Έκανε λίγα βήματα ακόμη και σωριάστηκε λιπόθυμος στην αγκαλιά του Λοχαγού Τσολακόπουλου που είχε τρέξει δίπλα του. Αυτός τον φίλησε και του έσφιξε με θέρμη το γερό του χέρι, σε απόχαιρετισμό … Πιο δίπλα σκοτώθηκε ο Υπολοχαγός Λογοθέτης και τραυματίστηκε ο Υπολοχαγός Καρκατζής.
Κατά τις 11 φάνηκε να πλησιάζει από το δρόμο Προσηλίου - Λαζαράδων, εχθρική δύναμη, ίσως και άνω του Τάγματος. Ήταν ένα τμήμα που ερχόταν από τη την Δεσκάτη, σε πυκνούς σχηματισμούς και αλαλάζοντας, έχοντας επί κεφαλής έναν Δερβίση που ανέμιζε μια πράσινη σημαία με χρυσοκεντημένα πάνω της ρητά από το Κοράνι. Βλέποντας την άσχημη τροπή, ο Συνταγματάρχης μας κάλεσε τον Υπασπιστή του τον Στραβοσκιάδη και τον Διοικητή του 1ου Τάγματος Λοχαγό Καλκανδή και διέταξε να στείλουν έναν Λόχο δικό
μας να βοηθήσει τον 9ο, περνώντας από τα αριστερά του εχθρού για πλευροκόπηση.
Ο 4ος Λόχος, με λοχαγεύοντα τον Ανθυπολοχαγό Σούμπαση3 έφυγε αμέσως να εκτελέσει τη διαταγή, μαζί με την Διμοιρία πολυβόλων του Κοσμά4. Μπροστά οι Διμοιρίτες, οι Ανθυπολοχαγοί Θεοχάρης, Παπαδόπουλος και Στρατηγόπουλος και οι Ανθυπασπιστές Χαροκόπος και Κοπελούζος και πίσω ακράτητοι οι φαντάροι. Διαβαίνοντας μια χαράδρα για να επιτεθεί, ο 4ος Λόχος καθηλώθηκε προς στιγμή από εχθρικά πολυβόλα
που θέριζαν, αλλά δεν έκανε πίσω …
«Ζέρβα … τη Διμοιρία σου … ακολουθείστε τους …» μου φώναξε ο Λοχαγός μου.
«Από τα αριστερά τους … κάντε κύκλο να βγείτε παραπίσω …»
Προχωρήσαμε τρέχοντας, χωρίς δεύτερες σκέψεις, να βοηθήσουμε τα αδέρφια μας. Πήρε ώρα η κίνησή μας, προσπεράσαμε καλυμμένοι σε μια ρεματιά, και όταν μετά από ώρα ο εχθρός μας είδε πίσω του, ήταν αργά γι’ αυτούς. Ανάμεσα σε δυο πυρά, οι Τούρκοι
κατατροπώθηκαν. Πιάσαμε αιχμαλώτους, κυριεύσαμε πολυβόλα, δυο άλογα Αξιωματικών και το κυριώτερο, την κατατρυπημένη5 εχθρική σημαία με τα χρυσοκέντητα λόγια, που πήρε από τα χέρια του Δερβίση ο Επιλοχίας του 4ου Λόχου Μωκέας6.
Μας υποδέχτηκαν τροπαιοφόρους με «Ζήτω» οι άλλοι Λόχοι και ο
Συνταγματάρχης πήρε τη σημαία στα χέρια του, λέγοντας: «Γενναίοι
Αξιωματικοί και οπλίται … σας επαινώ !!!»
Η επίθεσή μας, μας έφερε στα νώτα των Τούρκων του Τάγματος της Οχρίδας, που πολεμούσαν ακόμη στη διασταύρωση των δύο δρόμων. Σαν είδαν αυτοί ότι μπήκαν ανάμεσα σε δυο πυρά, ξέχασαν τις υποσχέσεις που είχαν δώσει στο Διοικητή τους και «ο σώζων εαυτόν σωθείτο …». Θέλοντας να κερδίσουν χρόνο, στείλανε κήρυκα για ανακωχή, τάχα να μαζέψουν τους τραυματίες.
________
3
(Είχε τραυματιστεί ο Διοικητής του Λόχου Σεγγίνης. Ο Σούμπασης σκοτώθηκε στα Γιαννιτσά μετά από 10 μέρες)
4
Μετέπειτα Αντιστράτηγος, Διοικητής της Ομάδας Μεραρχιών «Κ» και του Α’ Σ.Σ. το 1940-41 και αργότερα (Ιανουάριος 1949) Διοικητής ΓΕΣ, ως το 1951 που αποστρατεύθηκε. Στη συνέχεια εκλέχτηκε Βουλευτής με τον Παπάγο το 1951 και το 1952 και το 1953 έγινε Υπουργός Βορείου Ελλάδος, θέση από την οποία παραιτήθηκε όταν πέθανε ο Παπάγος.
5
Βρίσκεται σήμερα στο Εθνολογικό Μουσείο στην Αθήνα
6
Σκοτώθηκε και αυτός στην μάχη των Γιαννιτσών
«Αδύνατον» απάντησε ο Μέραρχος «η μάχη θα συνεχιστεί»
«Αφού είναι έτσι, εγώ παραδίνομαι …» είπε ο κήρυκας, που νοιαζότανε μόνο για το δικό του τομάρι …
«Είναι το καλύτερο που έχετε να κάμετε …»
Και η μάχη συνεχίστηκε και από ευνοϊκές θέσεις αποδεκατίζαμε τους γενναίους εχθρούς του Τάγματος της Οχρίδας και δεν θα κρύψω ότι όσο πιο λυσσασμένα τους χτυπούσαμε και τους σκοτώναμε άλλο τόσο μας προκαλούσε συγκίνηση ο ηρωισμός τους, καθώς έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο, δίνοντας χρόνο στους δικούς τους να υποχωρήσουν από τα Στενά. Στο τέλος, μόνο ο Διοικητής τους ο Σαμή κατάφερε να σωθεί, μαζί με λίγους στρατιώτες του, από ολόκληρο το Τάγμα.
Κατά τις δύο το μεσημέρι τέλειωσε κι αυτή η μάχη και ο δρόμος για τα Σέρβια ήταν ανοιχτός. Κόκκινος από αίματα, στρωμένος με πτώματα αλλά και με μανδύες, κουβέρτες, αντίσκηνα και ότι άλλο πετούσαν οι Τούρκοι φεύγοντας … Ακόμη και το Χειρουργείο τους παράτησαν, γεμάτο τραυματίες …
Και εμείς, σαν να μην είχαμε άλλο στο μυαλό μας, θυμηθήκαμε την πείνα μας και τρέχαμε ξοπίσω τους, να φτάσουμε μιαν ώρα αρχύτερα στα Σέρβια, με την ελπίδα ότι εκεί θα φάμε και θα ξαποστάσουμε επί τέλους.
Στο δημόσιο δρόμο για την πόλη η κίνηση ήταν μεγάλη. Στρατιωτικά κάρα, αραμπάδες και αυτοκίνητα, πηγαινοέρχονταν, ενώ δεξιά και αριστερά κείτονταν πτώματα από τις προηγηθείσες μάχες.
Την ώρα που ο Μέραρχος με το Επιτελείο του παίρνανε κι αυτοί το δρόμο για τα Σέρβια, ακούστηκαν πυκνοί πυροβολισμοί. Μια ομάδα Τούρκων είχε κρυφτεί σε ένα βαθούλωμα και βλέποντάς τους άρχισαν να πυροβολούν. Μοιραίο λάθος, γιατί εκεί κοντά ήταν τα πολυβόλα του 8ου Συντάγματος που τους θέρισαν …
Έτσι τελείωσε η μάχη του Σαρανταπόρου …
Το 8ο Σύνταγμα του Καμπάνη είχε τις περισσότερες απώλειες. Ιδίως ο 4ος Λόχος. Εκτός από τον Υπολοχαγό Καρκατζή και τον Ανθυπολοχαγό Λογοθέτη που προανέφερα, και τον Μουντζουρίδη που τραυματίστηκε, σκοτώθηκαν ηρωικά ο Λοχίας Κυριάκος Γεωργαντάς, ο Υποδεκανέας Ιωάννης Κοτσίρης και οι Στρατιώτες Μιλτιάδης Χρυσομάλλης, Ευστράτιος Κούβελας, Αριστείδης Κασιμάτης, Κώστας Ζερβόλης, Λεωνίδας Μαρτσουκάτος, Βασίλης Καρδάρας, Κυριάκος Δρίβας, Χρήστος Μανουλάκος, Θωμάς Λιακουνάκος και Παναγιώτης Πλαγιανάκος. Και άλλοι που δεν μπορώ να θυμηθώ, ας με συγχωρέσουν …
Κάποιοι θα πουν, γιατί δεν συνεχίσαμε την καταδίωξη παραπέρα. Η απάντηση είναι ότι ήταν ανθρωπίνως αδύνατο. Αλλά αυτό θα το καταλάβει μόνο όποιος για δύο μερόνυχτα καβάλησε τόσες ράχες και πέρασε τόσα ρέματα, νηστικός και υπό βροχή, με τον θάνατο να παραμονεύει, ορμώντας απέναντι σε πολυβόλα που θέριζαν, αντικρύζοντας τόσο αίμα …
Έρχεται η στιγμή που κι ο νικητής ακόμη σταματάει να πολεμάει, όχι για να γευτεί τους καρπούς της νίκης, αλλά γιατί είναι άνθρωπος, με σώμα εξαντλημένο, με πληγές αλλά και με ψείρες, και κυρίως με ένα μυαλό που δεν χωράει άλλο αίμα και πονεμένα βογγητά …
Υπήρχαν όμως και οι εξαιρέσεις. Υπήρχε και ο Ίλαρχος Π. Μάνος, που πάντα πήγαινε μπροστά. Κατέλαβε την γέφυρα του Αλιάκμονα πριν την καταστρέψουν οι Τούρκοι και, στις δύο μετά το μεσημέρι, ενώ εμείς προχωρούσαμε με βήμα γοργό για τα Σέρβια, αλήθεια που βρήκαμε τόσο κουράγιο, αλλά είπαμε … η πείνα, αυτός είχε ήδη μπει στην πόλη και είχε φτάσει στη μικρή πλατεία της. Οι Χριστιανοί κάτοικοι της πόλης, στη
χαρά τους, ξέχασαν να τον ειδοποιήσουν ότι υπήρχαν ακόμη Τούρκοι μέσα από την πόλη, που υποχωρούσαν από το Σαραντάπορο, περνώντας από το μονοπάτι που είναι δίπλα στο Κάστρο. Τους είχαν πάρει στο κυνήγι οι Εύζωνοι του Κωνσταντινόπουλου, μετά τη μάχη στο Λιβάδι, μπαίνοντας στα Σέρβια από το μονοπάτι της Λάβας. Καθώς έφτασε ο Μάνος στην πλατεία, έπεσε πάνω σε εχθρικά μεταγωγικά και κινητά χειρουργεία. Οι Τούρκοι οδηγοί και συνοδοί καλύφθηκαν αμέσως στις γωνίες των δρόμων και άνοιξαν πυρ, αλλά χωρίς να προκαλέσουν απώλειες. Έγιναν μικροσυμπλοκές, αλλά στο μεταξύ ένας Λόχος
του 8ου πρόλαβε να φράξει την έξοδο της πόλης και έτσι όσοι γλύτωναν από τον Μάνο πέφτανε πάνω τους ή πάνω στους Ευζώνους. Απελπισμένοι οι Τούρκοι άρχισαν να σηκώνουν τα χέρια. Πιάστηκαν πάνω από επτακόσιοι αιχμάλωτοι, ανάμεσά τους ένας Συνταγματάρχης και δεκαεννέα Αξιωματικοί.
Αυτή ήταν η τελευταία μάχη της ημέρας. Με τη νίκη στο Σαραντάπορο άνοιξε ολοκληρωτικά ο δρόμος για τη Μακεδονία. Τα Σέρβια, η πρώτη Μακεδονική πόλη που ελευθερώθηκε, ξανάγιναν Ελληνικά μετά από πέντε και πλέον αιώνες σκλαβιάς7. Χαρούμενα
πρόσωπα αλλά και σκηνές μεγάλης σκληρότητας αντιμετωπίσαμε στα Σέρβια. Κάποιοι ντόπιοι Έλληνες όρμησαν στην Τούρκικη συνοικία και έβαλαν φωτιά σε κάμποσα σπίτια. Αυτοί που το έκαναν, λέγεται ότι ήταν συγγενείς των ομήρων από τους Μεταξάδες που έσφαξαν οι Τούρκοι τη νύχτα και τώρα ζητούσαν εκδίκηση. Λίγο πριν τη μάχη του Σαρανταπόρου, οι Τουρκικές αρχές των Σερβίων είχαν συλλάβει δεκάδες εξέχοντες χριστιανούς8, τόσο από τα Σέρβια, όσο και από το Μεταξά, καθώς και από άλλα χωριά, για να προλάβουν, όπως έλεγαν, εξέγερση των ντόπιων Ελλήνων. Όλοι αυτοί κλείστηκαν κατά μία εκδοχή στις φυλακές των Σερβίων μαζί με Τούρκους ποινικούς καταδίκους9. Ενώ οι όμηροι ήταν κλεισμένοι στη φυλακή, τους επισκέφθηκαν εξαγριωμένοι Τούρκοι, Στρατιώτες και Χωροφύλακες αλλά και ντόπιοι κάτοικοι. Οι Τούρκοι Χωροφύλακες, βλέποντας την ήττα που ερχόταν, πήγαν στη φυλακή και ανοίξανε τις πόρτες, λέγοντας με φτιαχτή ηρεμία:
«Ο Στρατός μας νικήθηκε … Εμείς φεύγουμε … είσαστε όλοι ελεύθεροι … εμπρός, ας βγουν πρώτα οι Οθωμανοί και μετά οι Έλληνες …»
Οι Οθωμανοί βγήκαν τρέχοντας, όρμησαν στην πλατεία, άρπαξαν ότι μπορούσαν και έφυγαν να ανταμώσουν το Στρατό τους που υποχωρούσε. Οι Έλληνες βγήκαν δισταχτικά στο προαύλιο, μη έχοντας εμπιστοσύνη. Είχαν δίκιο … οι Χωροφύλακες τους περίμεναν και επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά, με τουφέκια και
________
7
Τα Σέρβια είχαν καταληφθεί από τους Οθωμανούς το 1389 ή το 1393, 60 δηλαδή χρόνια πριν την άλωση της Πόλης. Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή, που επισκέφθηκε τα Σέρβια την άνοιξη του 1661, έγραψε ότι είχαν ένα θαυμάσιο κάστρο, ισχυρό, χτισμένο με πέτρα, σε τριγωνικό σχήμα, πάνω σε ένα μικρό χωμάτινο και κωνικό λόφο. Στις
δυο πλευρές του κάστρου υψώνονταν βουνά με αμπέλια και μέσα υπήρχαν 100 περίπου Ελληνικά φτωχόσπιτα. Δεν υπήρχαν κανόνια, πυριτιδαποθήκες, αποθήκες και τάφροι, αλλά μόνο μια κατεστραμμένη πύλη στη δυτική πλευρά. Όλα τα φιλανθρωπικά ιδρύματα ήταν κάτω στην πόλη. Υπήρχαν έξι μουσουλμανικές συνοικίες, οκτώ Ελληνικές και μία
εβραϊκή. Συνολικά 1.800 σπίτια περίπου, όλα με μωρεόκηπους και αμπέλια, το ένα πάνω από το άλλο, γαντζωμένα στο βουνό του κάστρου. Όλα πέτρινα, με σκεπές από κεραμίδια και πλάκες, φροντισμένα και στολισμένα. Υπήρχαν έξι τζαμιά, έξι συνοικιακά μικρά τεμένη, ένας τεκές, δύο γραμματοδιδασκαλεία, ένα λουτρό, χάνι και εκατό περίπου
μαγαζιά αλλά όχι μπεζεστένι (αγορά μεταξιού, αν και στην περιοχή παράγονταν χιλιάδες καντάρια μετάξι και μεταξωτή κλωστή. Πολλοί κάτοικοι φτιάχνανε προσόψια και μπουρνούζια. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν Έλληνες, οι Μουσουλμάνοι ήταν πιο λίγοι. Οι Έλληνες ήταν ανώτεροι από τους μουσουλμάνους, με σπίτια που βλέπανε προς τον Ιντζέ Καρά-Σού (=Αλιάκμονα), που κυλά μέσα στην πεδιάδα και βρίσκεται προς τη βορειοδυτική πλευρά. Η πόλη είχε επτά εκκλησίες χτισμένες με τέχνη και στολισμένες. Και Ελληνίδες, πλούσιες σε ύψιστο βαθμό, που κάθε χρόνο δίνανε
δεκαπέντε καντάρια μετάξι… » (Βασίλη Δημητριάδη, «Η κεντρική και Δυτική Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή», (σ.202-204).
8
(68 ή κατ’ άλλους 70 ή 90 ή 117)
9
Μεταξύ των ομήρων αυτών, στους οποίους περιλαμβάνονταν και γυναίκες, αναφέρονται τα ονόματα του Παπα-Κατσιαούνη από τα Σέρβια, του Παπα-Νικόλα από το Παλαιογράτσανο, του Παπα- Γιώργη από το Ορτάκιοϊ (Πλατανόρεμα), του Παπα-Βασίλη, του Παπα-Αντώνη και του Παπα-Θανάση από τον Μεταξά, καθώς και το όνομα του δάσκαλου Κ. Κάρπου που καταγόταν από το Λιβάδι Ολύμπου και υπηρετούσε στα Σέρβια.
μαχαίρια και τους κατακρεούργησαν10. Βράζανε τα αίματα, όλοι θέλανε εκδίκηση, κοντά στα ξερά κάηκαν και τα χλωρά … Τη βία της εκδίκησης ακολούθησε το πλιάτσικο και κινδύνεψαν ακόμη και μαγαζιά Ελλήνων, αλλά ευτυχώς, οι περισσότεροι είχαν προνοήσει να χαράξουν μεγάλους σταυρούς με κιμωλία απ’ έξω, και μεγάλες επιγραφές «Ελληνικόν», «Ελλάς», «Ζήτω ο Βασιλεύς Γεώργιος» …
Κατάκοποι φτάσαμε στα Δικαστήρια των Σερβίων, που έγιναν Φρουραρχείο, για να παρουσιαστούμε. Η μεγάλη αυλή ήταν στρωμένη από ξεσχισμένα Δικαστικά αρχεία. Μετά, τραβήξαμε ψηλά σε μια όμορφη πλατεία με πλατάνια, όπου βρήκαμε μερικά μαγαζιά ανοιχτά. Μπήκαμε σε ένα να ξεκουραστούμε και να πιούμε έναν καφέ. Τα περισσότερα σπίτια τριγύρω ήταν καμένα. Τα έκαψαν οι δικοί μας, γιατί ήταν Τουρκικά, για να εκδικηθούν τη σφαγή των Χριστιανών. Το μαγαζί ήταν Τούρκικο, μα το είχαν καταλάβει
δυο Ελλαδίτες απ’ αυτούς που παρακολουθούν το Στρατό για μικρεμπόριο και πλιάτσικο και κάνουν χρυσές δουλειές.
Δεν θα πω περισσότερα, γιατί δεν μας τιμούν11 όσα είδα … Θα μείνω στο ότι επί τέλους ξεκουραστήκαμε και φάγαμε, παίρνοντας δυνάμεις για να συνεχίσουμε. Και στο ότι τα Σέρβια ήταν μία πανέμορφη πολιτεία, στριμωγμένη κάτω από απότομα και παράξενα
βράχια και χωμάτινα βουνά με βυζαντινά κάστρα και σπιτάκια τριγυρισμένα με πρασινάδες, χτισμένα αμφιθεατρικά, με θέα στον Αλιάκμονα.
Και το βραδάκι, βρήκα λίγη ησυχία να γράψω ένα γράμμα στους δικούς μου, που είχα καιρό να το κάνω. Ακόμη δεν είχα πάρει απάντηση από το προηγούμενο γράμμα μου, αλλά δεν παραπονιόμουν.
«Σέρβια 10-Χ-1912
Σεβαστέ μου πατέρα, σεβαστή μου μητέρα
Υγείαν έχω, το αυτό επιθυμώ και δι’ υμάς
Επήραμεν το Σαραντάπορο και εφθάσαμε εις τα Σέρβια θριαμβευταί!
Ήτο σκληρός αγών αλλά μην ανησυχείτε. Όπως σας έγραψα και εις την πρώτην επιστολήν μου, ο εχθρός τα παρατάει και φεύγει άμα τη όψει μας.
Μπορείτε να είστε υπερήφανοι δι’ εμέ, ο ίδιος ο Συνταγματάρχης μας με συνεχάρη δια τας ανδραγαθείας της Διμοιρίας μου προ των Σερβίων. Κατόρθωμα που επετεύχθη άνευ απωλειών, κάτι δια το οποίον αισθάνομαι υπερήφανος, σκεπτόμενος την τεραστίαν ζημίαν που προξενήσαμεν εις τον εχθρόν. Δυστυχώς, η μάχη δεν ήτο αναίμακτος δια το Σύνταγμά μας. Θα αναφέρω ιδιαιτέρως τον θάνατον του γενναίου Ταγματάρχου Παπαδήμα, φονευθέντος την νύκτα της ενάτης προ του Ραχώβου, καθώς και ότι εκ του 9ου Συντάγματος διεγράφησαν φονευθέντες ο Δεκανεύς Ιωάννης Κρέστος και οι οπλίται Αλέξανδρος Καραμπάτσος, Νικόλαος Σωτηρόπουλος, Χρήστος Παπασταθόπουλος, Γεώργιος Κοτσόβολος, Βασίλειος Παπαγιανόπουλος, Βασίλειος Μεντής, Χρήστος Κούλης και ο γείτων μας Κωνσταντίνος Παπανικολόπουλος. Παρακαλώ να διαβεβαιώσητε εκ μέρους μου τον πατέραν του, τον αγαπητό κυρ Γιώργο, ότι ο υιός του έπεσεν μαχόμενος ηρωικώς. Και την συμπαθεστάτη κυρα-Γιώργαινα, να της ειπήτε ότι ο Κωνσταντίνος εχάθη ακαριαίως και άνευ πόνου και ότι μέχρι την τελευταίαν στιγμήν ήτο ευχαριστημένος δια τας νίκας
μας.
Από τους ηρωικώς πεσόντας της Στρατιάς, θα σταθώ εις τον Ανθυπολοχαγόν Μαυροδήμον, όστις, ως γνήσιος Σπαρτιάτης, μόλις εχάραξεν προ της μάχης, επρόσταξεν να του φέρουν από τα μεταγωγικά την βαλίτσαν του, εξυρίσθη, ελούσθη, εκτενίσθη, εφόρεσεν την καλήν του στολήν, γάντια λευκά, μπότες λουστρινένιες και ούτω στολισθείς ως γαμβρός τη ημέρα του γάμου του, ώρμησεν πρώτος εις την μάχην και την αιωνίαν Δόξαν.
Ας είναι αιωνία η μνήμη όλων.
Θα αναφερθώ και εις τον Πρίγκηπαν Γεώργιον, όστις, ως λέγεται, έλαβεν το βάπτισμα της φωτιάς επί κεφαλής της Διμοιρίας του, ως να ήτο εις απλός Ανθυπολοχαγός …
Θα αναφέρω και τα ηρωικάς και λίαν ευστόχους Πυροβολαρχίας των Βλαχάβα, Λύτσικα, Μπουκλάκου και Παξιμάδη, αίτινες βάλουσαι εκ θέσεων σχεδόν ακαλύπτων, έκαμαν τα εχθρικά Πυροβόλα να σωπάσουν! Ω, δεν φαντάζεσθε πόσαι ιστορίαι δόξης κυκλοφορούν από ώρας εντός του καταυλισμού μας, καθώς αφικνύονται και τα λοιπά Σώματα εις τα Σέρβια.
Ειλικρινώς, αν τας έγραφα όλας, δεν θα ετελείωνεν ποτέ η επιστολή αύτη. Δια τούτον και θέτω τέλος αναγκαστικώς, διαβεβαιώνοντάς Σας ότι εγώ είμαι καλά και δεν θέλω να ανησυχείτε δι εμέ. Κάνω το καθήκον μου όπως όλοι. Δώσατε την αγάπην μου εις τους αδελφούς και τας αδελφάς μου.
Σας ασπάζομαι σεβασμίως
Ο υιός σας
Αριστείδης»
Την επομένη περάσαμε τον Αλιάκμονα, και στρατοπεδεύσαμε για ανάπαυση και ανασυγκρότηση στη διασταύρωση του δρόμου Κοζάνης - Βέροιας.
________
10
Ο Γάλλος δημοσιογράφος της Illustration Jean Leune (στο έργο του «Ελληνοτουρκικός Πόλεμος») μας δίνει την παρακάτω περιγραφή: «Τα ακρωτηριασμένα πτώματα ερρίφθησαν εδώ και εκεί όπως έτυχε, αι δε αιμορραγούσαι κεφαλαί, φρικωδώς μορφάζουσαι, με τα χαρακτηριστικά των συνεσπασμένα υπό της οδύνης, ετοποθετήθησαν κατά γης, ως παράταξις φρίκης, εκατέρωθεν της οδού, υπό της οποίας ο Ελληνικός Στρατός έμελλε να εισέλθη εις την πόλιν, ως δια να ευχηθούν το “καλώς ορίσατε” εις τους νικητάς αδελφούς των.»
11
Ο συγγραφέας Σπύρος Μελάς, όπως θα δούμε και από την «διήγησή» του σε επόμενη ενότητα, περιγράφει εικόνες λεηλασίας (από τους ντόπιους) που δεν μας τιμούν, μέχρι να βάλει τάξη ο Στρατός μας. Και ότι την επόμενη μέρα χρειάστηκε να δώσει διαταγή ο Αρχιστράτηγος, όταν έφτασε στην πόλη, να κρεμάνε όποιον πιάνανε να κάνει πλιάτσικο.
Ας με συγχωρήσουν οι αναγνώστες μου … συνειδητά, προτιμώ να τιμήσω το μεγαλείο και την 100στή επέτειο της νίκης, παρά να σταθώ στα όσα μελανά σημεία θα μπορούσαν να την στιγματίσουν, παριστάνοντας τον πολύξερο από την ασφάλεια της πολυθρόνας μου. Δεν θα κρίνω με δάχτυλα που πατάνε πλήκτρα, αυτούς που κρατούσαν Μάνλιχερ ή αυτούς που έζησαν αιώνες κάτω από ζυγό. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει αρκετή βιβλιογραφία, για όποιον θέλει περισσότερες λεπτομέρειες.
Πηγή
(Διήγηση του Αριστείδη)
Καθώς ξημέρωσε η 10η του Οκτώβρη και στα στενά επικρατούσε ησυχία, οι συνάδελφοι των Μεραρχιών του κέντρου δεν καταλάβαιναν τι είχε συμβεί. Μέσα στην εξάντληση και στην κοσμοχαλασιά της πρώτης μέρας, δεν κατάλαβαν ότι η μάχη είχε κριθεί στον δικό μας τομέα. Παρ’ όλο που οι εχθροί στα Στενά έδειχναν να αντέχουν ακόμη και παρ’ όλο που το Στρατηγείο μας θεωρούσε ότι χρειαζόταν ακόμη μεγάλη προσπάθεια και αίμα για να νικηθούν1, αυτοί, τρομαγμένοι από την δική μας προώθηση στα νώτα τους, τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας πίσω τα πυροβόλα τους και άφθονο υλικό. Αλλά και το ηθικό τους … Τώρα το ηθικό και τον αέρα του νικητή τον είχαμε εμείς!
Ότι δεν κατάφερε η μετωπική επίθεση τριών Μεραρχιών, να κλονίσουν την εχθρική άμυνα, το κατάφερε ένας ελιγμός, η κυκλωτική κίνηση της 4ης Μεραρχίας. Από τη στιγμή που εμείς βρεθήκαμε στην έξοδο των Στενών, ο Ταχσίν Πασάς έπρεπε να βρει τρόπο να απαγκιστρωθεί, πριν κλείσουμε τον κλοιό. Το Πεζικό του θα μπορούσε να υποχωρήσει προς την Καστανιά, χρησιμοποιώντας τα μονοπάτια δεξιά από τον αμαξιτό δρόμο. Όμως το Πυροβολικό (που ήταν πεδινό και όχι ορειβατικό), όπως και τα εφόδια, έπρεπε να πάνε από τον δημόσιο δρόμο. Και όσο ο δρόμος πλησίαζε προς την έξοδο των Στενών, τόσο το πέρασμα στένευε, εμποδίζοντας την τάξη των Τουρκικών Πυροβόλων, σε περίπτωση που χρειαζόταν να δοθεί μάχη. Και όλα αυτά, κάτω από τη μύτη Μεραρχίας μας. Έτσι, εκτός από την ζημιά που του έκανε το … στομάχι του Λύρη, υπήρχε και συνέχεια στο δράμα του Ταχσίν …
Το χάραμα της 10ης Οκτωβρίου μας ξύπνησαν οι πέρδικες. Πρώτος σηκώθηκε στο πόδι ο Μέραρχος και οι Επιτελείς του. Κάτω από το ύψωμα που ήταν το Εκκλησάκι, μπορούσαμε να δούμε το 11ο Σύνταγμα που ξυπνούσε κι αυτό και έμπαινε σε φάλαγγα, ενώ από τα αριστερά έφταναν και ταλαιπωρημένοι, μουσκεμένοι και ξενυχτισμένοι και οι άντρες του 9ου Συντάγματος, λασπωμένοι και χλωμοί.
«Φαληρέα … Φαληρέαααα !!!»
Ο Μάνος φώναζε τον Ιπποκόμο του …
«Θα πάμε για αναγνώριση;»
«Ναι … το άλογό μου … κάνε γρήγορα …»
Ο Μάνος έφυγε καλπάζοντας προς το Ράχοβο, και τότε άρχισε το τουφεκίδι. Πυκνοί πυροβολισμοί από μάνλιχερ, αραιοί από μάουζερ. Ο Μέραρχος περπατούσε πάνω κάτω νευρικά …
«Κύριε Ανθυπολοχαγέ!» φώναξε στον Αξιωματικό σύνδεσμο του 8ου.
«Διατάξτε!»
«Πηγαίνετε παρακαλώ να συστήσετε φειδώ των πυρομαχικών. Να χτυπούν μόνον όταν βλέπουν στόχο …
Καταλάβατε; Δεν είναι Πάσχα ακόμη … ούτε ένα φυσίγγιο να μην πηγαίνει χαμένο …»
«Μάλιστα!!!»
«Τι διάολο» μουρμούρισε ο Μέραρχος, «συμμάχησε η φύση μαζί τους σήμερα … ούτε το δάχτυλό του δεν βλέπει κανείς μ’ αυτή την πάχνη …»
Ο Υπολοχαγός του Επιτελείου Καλογεράς πήρε κι αυτός το άλογό του να πάει για ανίχνευση. Στο μεταξύ γύρισε ο Μάνος να αναφέρει:
«Ο εχθρός κινείται εις το βάθος των Στενών, εις τάξιν πορείας … Προηγούνται τα μεταγωγικά, ακολουθεί το Πυροβολικόν και τέλος ισχυρή φάλαγξ Πεζικού. Είναι η Μεραρχία της Βεροίας νομίζω …»
«Έχει καλώς …»
________
1
Αργότερα ο Αρχιστράτηγος δήλωσε ότι ήταν βέβαιος πως ο εχθρός θα υποχωρούσε μέσα στη νύχτα. Μάλλον έλεγε την αλήθεια. Είναι γεγονός ότι το πρωί, στο παρατηρητήριό του σε ένα λόφο έξω από τα Δελίνιστα, τρώγοντας μαζί με τους Επιτελείς του, τον Πρίγκηπα Γεώργιο και τους άλλους Πρίγκηπες ένα κοτόπουλο, γεμάτος ηρεμία και αυτοπεποίθηση, είχε ανακοινώσει την βεβαιότητά του ότι οι Τούρκοι θα υποχωρούσαν από τα Στενά.
Δύο κανονιές αντιλάλησαν πάνω από το Ράχοβο.
«Είναι ο Βερέτας … άρχισε να βάλλει …» είπε ο Μέραρχος.
«Τους άφησε νομίζω να πλησιάσουν» πρόσθεσε ένας Αξιωματικός.
‘Άλλες δυο κανονιές.
«Κύριε Βαρδουλάκη!» φώναξε ο Μέραρχος …
«Μεγάλην υπηρεσίαν θα προσφέρετε, αν μας συνδέσετε με την 5ην Μεραρχίαν»
Όλη νύχτα δεν είχαμε κανένα νέο από την 5η Μεραρχία. Είχε φτάσει στη θέση της; Είχε αποκλείσει τον οδό υποχώρησης του εχθρού;
«Ποια κατεύθυνση θα πάρω Στρατηγέ μου;»
«Προς το χωριό Δέλινο» απάντησε, αφού συμβουλεύτηκε τον χάρτη του.
«Να πάρω μήπως και συνοδεία μαζί μου;»
«Βεβαίως, να πάρετε τέσσερεις πέντε Ιππείς και έναν Υπαξιωματικόν»
Η 4η Μεραρχία κάλυπτε την έξοδο των Στενών, ένα μεγάλο ΤΑΥ, που το πόδι του ήταν ο αμαξιτός δρόμος που ερχόταν από το Σαραντάπορο και το οριζόντιο τμήμα του ένας άλλος αμαξιτός δρόμος, μέσα σε χαράδρα, που ένωνε τους Λαζαράδες με τα Σέρβια, περνώντας από το Προσήλιο. Στο κέντρο του «ταυ», είχαν οχυρωθεί Τούρκοι, από αυτούς που υποχώρησαν από το Ράχωβο, έχοντας ενισχυθεί από ένα ενισχυμένο Τάγμα, αυτό της Οχρίδος, που ήταν γνωστό για την ανδρεία των στρατιωτών του. Τρεις χιλιάδες άνδρες, διοικούμενοι από ένα γενναίο Αξιωματικό, τον Λοχαγό Σαμή από τα Γιάννινα, που ανήκε στο Επιτελείο του Ταχσίν, κάλυπταν την Τουρκική υποχώρηση προς τα Σέρβια. Είχαν οχυρωθεί στις βάσεις του υψώματος 886, που λέγεται και «Μπουρσάνα», αντίκρυ στην έξοδο των Στενών, και στα ερείπια ενός παλιού Μεσαιωνικού οχυρού πάνω στον
δρόμο για τα Σέρβια.
«Αν δεν αντισταθούμε εδώ, αν δεν πέσουμε ως τον τελευταίο,
οι συνάδελφοί μας του Σαρανταπόρου θα αιχμαλωτιστούν.
Όποιος λυπάται τη ζωή του να μου το πει αμέσως, να τον
στείλω στα Σέρβια» είπε στους άντρες του ο Σαμή.
«Αν είναι να σκοτωθούμε για τ’ αδέρφια μας, ας σκοτωθούμε!»
Τέτοιους γενναίους και αποφασισμένους έπρεπε να καταβάλλει τώρα η 4η Μεραρχία. Απέναντί τους, το δοκιμασμένο στη μάχη 8ο Σύνταγμα: Ο 12ος Λόχος του Μοναστηριώτη επάνω στη διασταύρωση, αντίκρυ στο μεσαιωνικό οχυρό, έχοντας στα αριστερά του προς το Προσήλιο τον 10ο και πίσω του τον 4ο του Σεγγίνη, μεταξύ του δρόμου και του Προσηλίου. Από την άλλη πλευρά, απέναντι στο ύψωμα, ο 2ος του Χρυσοσπάθη και δεξιά του ο 1ος του Σκυρού. Πιο πίσω, προς την έξοδο, ο 9ος Λόχος του Λυμπερόπουλου καταδίωκε εχθρικά μεταγωγικά, συγκρουόμενος με ένα τμήμα Πεζικού που προσπαθούσε να τα προστατεύσει.
Από το χάραμα, πυκνή ομίχλη έκρυβε τα πάντα. Κάθε φορά που άνοιγε για λίγο, οι δικοί μας χτυπούσαν τους Τούρκους, σπέρνοντας τον θάνατο. Όταν ξανάκλεινε, αυτοί συνεχίζανε τρομαγμένοι την πορεία τους. Και πάλι ξανάνοιγε, και ξανά γέμιζε ο τόπος με νεκρούς και τραυματίες Τούρκους. Μέχρι που, κάποια στιγμή η ομίχλη ανέβηκε ψηλότερα και τότε θέριζαν πια οι ομοβροντίες των μάνλιχερ και τα πολυβόλα.
Μπήκαν στη μάχη και οι δυνάμεις του Σαμή. Κατά τις 7 το πρωί, οι Ελληνικές δυνάμεις που πολεμούσαν με τους Τούρκους που υποχωρούσαν από τη στενωπό, δέχτηκαν επίθεση από το ύψωμα Μπουρσάνα (Β.Α. της εξόδου της Πόρτας) και από το λόφο των εκεί μεσαιωνικών ερειπίων. Η εχθρική επίθεση υποστηρίχτηκε και από έναν Ουλαμό Πεδινού Πυροβολικού, ταγμένο δυτικά από το χάνι Καστανιάς. Ο εχθρικός Ουλαμός έβαλε από απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων από την έξοδο της Πόρτας. Αλλά μετά από λίγο υποχρεώθηκε να σιγήσει, δεχόμενος τα εύστοχα πυρά μιας ορειβατικής Πυροβολαρχίας της 4ης Μεραρχίας, που ανήκε στη Μοίρα Παρνασίδη και διοικούνταν από τον Λοχαγό Βερέτα2. Οι Τούρκοι πυροβολητές μάζεψαν βιαστικά τα πυροβόλα τους, ζέψανε τα άλογα, και υποχώρησαν μαζί με το υπόλοιπο Πυροβολικό του Ταχσίν.
Από το βάθος φάνηκαν οι εχθρικές Πυροβολαρχίες, έξι ολόκληρες Πυροβολαρχίες, είκοσι τέσσερα ιππήλατα πυροβόλα σε «τάξη πορείας», σε «φάλαγγα κατ’ όχημα». Η φάλαγγα είχε διανύσει οκτώ χιλιόμετρα από το ύψωμα Βίγλα Σαρανταπόρου, είχε ήδη αφήσει πίσω της το χάνι Καστανιάς, και είχε φτάσει σε απόσταση τριών ή τεσσάρων χιλιομέτρων από την έξοδο της Πόρτας. Τους είδε ο Βερέτας που τους περίμενε με τα Ορειβατικά μας πυροβόλα, και όταν έφτασαν στα δύο χιλιάδες τριακόσια μέτρα εξαπέλυσε τους κεραυνούς
του. Με μικρής διάρκειας δραστική βολή έσπειρε μεγάλο πανικό στις Τουρκικές γραμμές. Πυροβολητές το έβαζαν στα πόδια, Ελάτες ξέζευαν τις άμαξες, κόβοντας τους ιμάντες των αλόγων, και έφευγαν καλπάζοντας προς τα Σέρβια και την γέφυρα του Αλιάκμονα, να σωθούν οι ίδιοι παρατώντας τα κανόνια τους, πανικός …
Μονάχα ένας Τούρκος Ανθυπολοχαγός, προς τιμή του, συγκράτησε με το πιστόλι στο χέρι τους δικούς του και ανταπέδωσε μερικές κανονιές για την «τιμή των όπλων». Και μόνο δύο Τούρκικα Πυροβόλα κατάφεραν να ξεφύγουν, από τα είκοσι τέσσερα. Είκοσι δύο σύγχρονα πυροβόλα «Krupp», μαζί με τα κλείστρα τους, εγκαταλείφθηκαν. Όρμησαν «δια της λόγχης» αλαλάζοντας οι φαντάροι του Λυμπερόπουλου, σκότωσαν τους πυροβολητές που αντιστέκονταν και έπιασαν εκατόν πενήντα αιχμαλώτους!
Ο αμαξιτός δρόμος, από το χάνι Καστανιάς μέχρι και τέσσερα χιλιόμετρα από την έξοδο της στενωπού γέμισε από σκόρπια πυροβόλα με άσπρα μισοφέγγαρα, άλλα παρατημένα στη μέση του δρόμου και άλλα ριγμένα δεξιά και αριστερά στα αυλάκια. Και όχι μόνο πυροβόλα, αλλά και κάθε είδους τροχήλατα και άλλα υλικά: βλητοφόρα, σκευοφόρες, κάρα δίτροχα, με κομμένους και απλωμένους στη γη σαν φίδια ιμάντες, πεταμένους γυλιούς, σακκίδια, φυσιγγιοθήκες, μανδύες, στολές, κουβέρτες και κάθε τι άλλο που βάραινε τους Τούρκους στο τρέξιμο …
Οι σάλπιγγες των Τούρκων σήμαναν το Ελληνικό «παύσατε πυρ» και άσπρα μαντήλια κυμάτιζαν στον αέρα.
«Κύριε Λοχαγέ … παραδίδονται …» φώναξε ο Ανθυπολοχαγός Μουτζουρίδης …
«Μην δίνετε πίστη» απάντησε αυτός, «είναι τέχνασμα …»
«Εεεεε, εσείς … πετάξτε τα όπλα σας …» φώναξε στα Τούρκικα ένας φαντάρος μας … Οι Τούρκοι άφησαν
κάτω τα όπλα, αλλά καθώς πλησίασε ο Μουτζουρίδης τα ξαναπήραν και πυροβόλησαν!
«Μη φοβόσαστε παιδιά …» φώναξε ο Μουτζουρίδης, «θα το πληρώσουν αυτό … χτυπάτε τους …»
________
2
Ο Βερέτας θα δράσει σωτήρια και στη μάχη Λαχανά (τις προμεσημβρινές ώρες της 21 Ιουνίου 1913), κατά το Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων.
Τότε, επειδή τα Ελληνικά και τα Βουλγαρικά τμήματα είχαν, κατά τη διάρκεια της μάχης, αναμειχθεί επικίνδυνα μεταξύ τους, και το Πυροβολικό μας αδυνατούσε να επέμβει χωρίς να προκαλέσει απώλειες από φίλια πυρά, ο Βερέτας έβαλε με άσφαιρα πυρά, με σκοπό να αντιληφθούν οι Έλληνες πεζοί την ενεργό παρουσία του φίλιου πυροβολικού (να το «ακούσουν» όπως τόνιζε χαρακτηριστικά ο Πλαστήρας), οπότε, με την ψευδαίσθηση ότι υποστηρίζονται απ’ αυτό, αναθάρρησαν ψυχολογικά, αναπτερώθηκε το ηθικό τους και συνέχισαν να μάχονται.
Και καθώς πυροβολούσε με το περίστροφο στο δεξί και με το αριστερό χέρι δείχνει προς τα εμπρός, μια σφαίρα τον χτύπησε στο στήθος, κόβοντας κάποιο νεύρο, και το χέρι έπεσε απότομα κάτω ξερό …
«Σε παρακαλώ … μου τραβάς το χέρι μια στιγμή … μούδιασε …» είπε σε ένα φαντάρο δίπλα του …
«Κύριε Ανθυπολοχαγέ, στα χείλια σας αίματα …»
«Δεν είναι τίποτα … προχωρείτε !!!»
Έκανε λίγα βήματα ακόμη και σωριάστηκε λιπόθυμος στην αγκαλιά του Λοχαγού Τσολακόπουλου που είχε τρέξει δίπλα του. Αυτός τον φίλησε και του έσφιξε με θέρμη το γερό του χέρι, σε απόχαιρετισμό … Πιο δίπλα σκοτώθηκε ο Υπολοχαγός Λογοθέτης και τραυματίστηκε ο Υπολοχαγός Καρκατζής.
Κατά τις 11 φάνηκε να πλησιάζει από το δρόμο Προσηλίου - Λαζαράδων, εχθρική δύναμη, ίσως και άνω του Τάγματος. Ήταν ένα τμήμα που ερχόταν από τη την Δεσκάτη, σε πυκνούς σχηματισμούς και αλαλάζοντας, έχοντας επί κεφαλής έναν Δερβίση που ανέμιζε μια πράσινη σημαία με χρυσοκεντημένα πάνω της ρητά από το Κοράνι. Βλέποντας την άσχημη τροπή, ο Συνταγματάρχης μας κάλεσε τον Υπασπιστή του τον Στραβοσκιάδη και τον Διοικητή του 1ου Τάγματος Λοχαγό Καλκανδή και διέταξε να στείλουν έναν Λόχο δικό
μας να βοηθήσει τον 9ο, περνώντας από τα αριστερά του εχθρού για πλευροκόπηση.
Ο 4ος Λόχος, με λοχαγεύοντα τον Ανθυπολοχαγό Σούμπαση3 έφυγε αμέσως να εκτελέσει τη διαταγή, μαζί με την Διμοιρία πολυβόλων του Κοσμά4. Μπροστά οι Διμοιρίτες, οι Ανθυπολοχαγοί Θεοχάρης, Παπαδόπουλος και Στρατηγόπουλος και οι Ανθυπασπιστές Χαροκόπος και Κοπελούζος και πίσω ακράτητοι οι φαντάροι. Διαβαίνοντας μια χαράδρα για να επιτεθεί, ο 4ος Λόχος καθηλώθηκε προς στιγμή από εχθρικά πολυβόλα
που θέριζαν, αλλά δεν έκανε πίσω …
«Ζέρβα … τη Διμοιρία σου … ακολουθείστε τους …» μου φώναξε ο Λοχαγός μου.
«Από τα αριστερά τους … κάντε κύκλο να βγείτε παραπίσω …»
Προχωρήσαμε τρέχοντας, χωρίς δεύτερες σκέψεις, να βοηθήσουμε τα αδέρφια μας. Πήρε ώρα η κίνησή μας, προσπεράσαμε καλυμμένοι σε μια ρεματιά, και όταν μετά από ώρα ο εχθρός μας είδε πίσω του, ήταν αργά γι’ αυτούς. Ανάμεσα σε δυο πυρά, οι Τούρκοι
κατατροπώθηκαν. Πιάσαμε αιχμαλώτους, κυριεύσαμε πολυβόλα, δυο άλογα Αξιωματικών και το κυριώτερο, την κατατρυπημένη5 εχθρική σημαία με τα χρυσοκέντητα λόγια, που πήρε από τα χέρια του Δερβίση ο Επιλοχίας του 4ου Λόχου Μωκέας6.
Μας υποδέχτηκαν τροπαιοφόρους με «Ζήτω» οι άλλοι Λόχοι και ο
Συνταγματάρχης πήρε τη σημαία στα χέρια του, λέγοντας: «Γενναίοι
Αξιωματικοί και οπλίται … σας επαινώ !!!»
Η επίθεσή μας, μας έφερε στα νώτα των Τούρκων του Τάγματος της Οχρίδας, που πολεμούσαν ακόμη στη διασταύρωση των δύο δρόμων. Σαν είδαν αυτοί ότι μπήκαν ανάμεσα σε δυο πυρά, ξέχασαν τις υποσχέσεις που είχαν δώσει στο Διοικητή τους και «ο σώζων εαυτόν σωθείτο …». Θέλοντας να κερδίσουν χρόνο, στείλανε κήρυκα για ανακωχή, τάχα να μαζέψουν τους τραυματίες.
________
3
(Είχε τραυματιστεί ο Διοικητής του Λόχου Σεγγίνης. Ο Σούμπασης σκοτώθηκε στα Γιαννιτσά μετά από 10 μέρες)
4
Μετέπειτα Αντιστράτηγος, Διοικητής της Ομάδας Μεραρχιών «Κ» και του Α’ Σ.Σ. το 1940-41 και αργότερα (Ιανουάριος 1949) Διοικητής ΓΕΣ, ως το 1951 που αποστρατεύθηκε. Στη συνέχεια εκλέχτηκε Βουλευτής με τον Παπάγο το 1951 και το 1952 και το 1953 έγινε Υπουργός Βορείου Ελλάδος, θέση από την οποία παραιτήθηκε όταν πέθανε ο Παπάγος.
5
Βρίσκεται σήμερα στο Εθνολογικό Μουσείο στην Αθήνα
6
Σκοτώθηκε και αυτός στην μάχη των Γιαννιτσών
«Αδύνατον» απάντησε ο Μέραρχος «η μάχη θα συνεχιστεί»
«Αφού είναι έτσι, εγώ παραδίνομαι …» είπε ο κήρυκας, που νοιαζότανε μόνο για το δικό του τομάρι …
«Είναι το καλύτερο που έχετε να κάμετε …»
Και η μάχη συνεχίστηκε και από ευνοϊκές θέσεις αποδεκατίζαμε τους γενναίους εχθρούς του Τάγματος της Οχρίδας και δεν θα κρύψω ότι όσο πιο λυσσασμένα τους χτυπούσαμε και τους σκοτώναμε άλλο τόσο μας προκαλούσε συγκίνηση ο ηρωισμός τους, καθώς έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο, δίνοντας χρόνο στους δικούς τους να υποχωρήσουν από τα Στενά. Στο τέλος, μόνο ο Διοικητής τους ο Σαμή κατάφερε να σωθεί, μαζί με λίγους στρατιώτες του, από ολόκληρο το Τάγμα.
Κατά τις δύο το μεσημέρι τέλειωσε κι αυτή η μάχη και ο δρόμος για τα Σέρβια ήταν ανοιχτός. Κόκκινος από αίματα, στρωμένος με πτώματα αλλά και με μανδύες, κουβέρτες, αντίσκηνα και ότι άλλο πετούσαν οι Τούρκοι φεύγοντας … Ακόμη και το Χειρουργείο τους παράτησαν, γεμάτο τραυματίες …
Και εμείς, σαν να μην είχαμε άλλο στο μυαλό μας, θυμηθήκαμε την πείνα μας και τρέχαμε ξοπίσω τους, να φτάσουμε μιαν ώρα αρχύτερα στα Σέρβια, με την ελπίδα ότι εκεί θα φάμε και θα ξαποστάσουμε επί τέλους.
Στο δημόσιο δρόμο για την πόλη η κίνηση ήταν μεγάλη. Στρατιωτικά κάρα, αραμπάδες και αυτοκίνητα, πηγαινοέρχονταν, ενώ δεξιά και αριστερά κείτονταν πτώματα από τις προηγηθείσες μάχες.
Την ώρα που ο Μέραρχος με το Επιτελείο του παίρνανε κι αυτοί το δρόμο για τα Σέρβια, ακούστηκαν πυκνοί πυροβολισμοί. Μια ομάδα Τούρκων είχε κρυφτεί σε ένα βαθούλωμα και βλέποντάς τους άρχισαν να πυροβολούν. Μοιραίο λάθος, γιατί εκεί κοντά ήταν τα πολυβόλα του 8ου Συντάγματος που τους θέρισαν …
Έτσι τελείωσε η μάχη του Σαρανταπόρου …
Το 8ο Σύνταγμα του Καμπάνη είχε τις περισσότερες απώλειες. Ιδίως ο 4ος Λόχος. Εκτός από τον Υπολοχαγό Καρκατζή και τον Ανθυπολοχαγό Λογοθέτη που προανέφερα, και τον Μουντζουρίδη που τραυματίστηκε, σκοτώθηκαν ηρωικά ο Λοχίας Κυριάκος Γεωργαντάς, ο Υποδεκανέας Ιωάννης Κοτσίρης και οι Στρατιώτες Μιλτιάδης Χρυσομάλλης, Ευστράτιος Κούβελας, Αριστείδης Κασιμάτης, Κώστας Ζερβόλης, Λεωνίδας Μαρτσουκάτος, Βασίλης Καρδάρας, Κυριάκος Δρίβας, Χρήστος Μανουλάκος, Θωμάς Λιακουνάκος και Παναγιώτης Πλαγιανάκος. Και άλλοι που δεν μπορώ να θυμηθώ, ας με συγχωρέσουν …
Κάποιοι θα πουν, γιατί δεν συνεχίσαμε την καταδίωξη παραπέρα. Η απάντηση είναι ότι ήταν ανθρωπίνως αδύνατο. Αλλά αυτό θα το καταλάβει μόνο όποιος για δύο μερόνυχτα καβάλησε τόσες ράχες και πέρασε τόσα ρέματα, νηστικός και υπό βροχή, με τον θάνατο να παραμονεύει, ορμώντας απέναντι σε πολυβόλα που θέριζαν, αντικρύζοντας τόσο αίμα …
Έρχεται η στιγμή που κι ο νικητής ακόμη σταματάει να πολεμάει, όχι για να γευτεί τους καρπούς της νίκης, αλλά γιατί είναι άνθρωπος, με σώμα εξαντλημένο, με πληγές αλλά και με ψείρες, και κυρίως με ένα μυαλό που δεν χωράει άλλο αίμα και πονεμένα βογγητά …
Υπήρχαν όμως και οι εξαιρέσεις. Υπήρχε και ο Ίλαρχος Π. Μάνος, που πάντα πήγαινε μπροστά. Κατέλαβε την γέφυρα του Αλιάκμονα πριν την καταστρέψουν οι Τούρκοι και, στις δύο μετά το μεσημέρι, ενώ εμείς προχωρούσαμε με βήμα γοργό για τα Σέρβια, αλήθεια που βρήκαμε τόσο κουράγιο, αλλά είπαμε … η πείνα, αυτός είχε ήδη μπει στην πόλη και είχε φτάσει στη μικρή πλατεία της. Οι Χριστιανοί κάτοικοι της πόλης, στη
χαρά τους, ξέχασαν να τον ειδοποιήσουν ότι υπήρχαν ακόμη Τούρκοι μέσα από την πόλη, που υποχωρούσαν από το Σαραντάπορο, περνώντας από το μονοπάτι που είναι δίπλα στο Κάστρο. Τους είχαν πάρει στο κυνήγι οι Εύζωνοι του Κωνσταντινόπουλου, μετά τη μάχη στο Λιβάδι, μπαίνοντας στα Σέρβια από το μονοπάτι της Λάβας. Καθώς έφτασε ο Μάνος στην πλατεία, έπεσε πάνω σε εχθρικά μεταγωγικά και κινητά χειρουργεία. Οι Τούρκοι οδηγοί και συνοδοί καλύφθηκαν αμέσως στις γωνίες των δρόμων και άνοιξαν πυρ, αλλά χωρίς να προκαλέσουν απώλειες. Έγιναν μικροσυμπλοκές, αλλά στο μεταξύ ένας Λόχος
του 8ου πρόλαβε να φράξει την έξοδο της πόλης και έτσι όσοι γλύτωναν από τον Μάνο πέφτανε πάνω τους ή πάνω στους Ευζώνους. Απελπισμένοι οι Τούρκοι άρχισαν να σηκώνουν τα χέρια. Πιάστηκαν πάνω από επτακόσιοι αιχμάλωτοι, ανάμεσά τους ένας Συνταγματάρχης και δεκαεννέα Αξιωματικοί.
Αυτή ήταν η τελευταία μάχη της ημέρας. Με τη νίκη στο Σαραντάπορο άνοιξε ολοκληρωτικά ο δρόμος για τη Μακεδονία. Τα Σέρβια, η πρώτη Μακεδονική πόλη που ελευθερώθηκε, ξανάγιναν Ελληνικά μετά από πέντε και πλέον αιώνες σκλαβιάς7. Χαρούμενα
πρόσωπα αλλά και σκηνές μεγάλης σκληρότητας αντιμετωπίσαμε στα Σέρβια. Κάποιοι ντόπιοι Έλληνες όρμησαν στην Τούρκικη συνοικία και έβαλαν φωτιά σε κάμποσα σπίτια. Αυτοί που το έκαναν, λέγεται ότι ήταν συγγενείς των ομήρων από τους Μεταξάδες που έσφαξαν οι Τούρκοι τη νύχτα και τώρα ζητούσαν εκδίκηση. Λίγο πριν τη μάχη του Σαρανταπόρου, οι Τουρκικές αρχές των Σερβίων είχαν συλλάβει δεκάδες εξέχοντες χριστιανούς8, τόσο από τα Σέρβια, όσο και από το Μεταξά, καθώς και από άλλα χωριά, για να προλάβουν, όπως έλεγαν, εξέγερση των ντόπιων Ελλήνων. Όλοι αυτοί κλείστηκαν κατά μία εκδοχή στις φυλακές των Σερβίων μαζί με Τούρκους ποινικούς καταδίκους9. Ενώ οι όμηροι ήταν κλεισμένοι στη φυλακή, τους επισκέφθηκαν εξαγριωμένοι Τούρκοι, Στρατιώτες και Χωροφύλακες αλλά και ντόπιοι κάτοικοι. Οι Τούρκοι Χωροφύλακες, βλέποντας την ήττα που ερχόταν, πήγαν στη φυλακή και ανοίξανε τις πόρτες, λέγοντας με φτιαχτή ηρεμία:
«Ο Στρατός μας νικήθηκε … Εμείς φεύγουμε … είσαστε όλοι ελεύθεροι … εμπρός, ας βγουν πρώτα οι Οθωμανοί και μετά οι Έλληνες …»
Οι Οθωμανοί βγήκαν τρέχοντας, όρμησαν στην πλατεία, άρπαξαν ότι μπορούσαν και έφυγαν να ανταμώσουν το Στρατό τους που υποχωρούσε. Οι Έλληνες βγήκαν δισταχτικά στο προαύλιο, μη έχοντας εμπιστοσύνη. Είχαν δίκιο … οι Χωροφύλακες τους περίμεναν και επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά, με τουφέκια και
________
7
Τα Σέρβια είχαν καταληφθεί από τους Οθωμανούς το 1389 ή το 1393, 60 δηλαδή χρόνια πριν την άλωση της Πόλης. Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή, που επισκέφθηκε τα Σέρβια την άνοιξη του 1661, έγραψε ότι είχαν ένα θαυμάσιο κάστρο, ισχυρό, χτισμένο με πέτρα, σε τριγωνικό σχήμα, πάνω σε ένα μικρό χωμάτινο και κωνικό λόφο. Στις
δυο πλευρές του κάστρου υψώνονταν βουνά με αμπέλια και μέσα υπήρχαν 100 περίπου Ελληνικά φτωχόσπιτα. Δεν υπήρχαν κανόνια, πυριτιδαποθήκες, αποθήκες και τάφροι, αλλά μόνο μια κατεστραμμένη πύλη στη δυτική πλευρά. Όλα τα φιλανθρωπικά ιδρύματα ήταν κάτω στην πόλη. Υπήρχαν έξι μουσουλμανικές συνοικίες, οκτώ Ελληνικές και μία
εβραϊκή. Συνολικά 1.800 σπίτια περίπου, όλα με μωρεόκηπους και αμπέλια, το ένα πάνω από το άλλο, γαντζωμένα στο βουνό του κάστρου. Όλα πέτρινα, με σκεπές από κεραμίδια και πλάκες, φροντισμένα και στολισμένα. Υπήρχαν έξι τζαμιά, έξι συνοικιακά μικρά τεμένη, ένας τεκές, δύο γραμματοδιδασκαλεία, ένα λουτρό, χάνι και εκατό περίπου
μαγαζιά αλλά όχι μπεζεστένι (αγορά μεταξιού, αν και στην περιοχή παράγονταν χιλιάδες καντάρια μετάξι και μεταξωτή κλωστή. Πολλοί κάτοικοι φτιάχνανε προσόψια και μπουρνούζια. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν Έλληνες, οι Μουσουλμάνοι ήταν πιο λίγοι. Οι Έλληνες ήταν ανώτεροι από τους μουσουλμάνους, με σπίτια που βλέπανε προς τον Ιντζέ Καρά-Σού (=Αλιάκμονα), που κυλά μέσα στην πεδιάδα και βρίσκεται προς τη βορειοδυτική πλευρά. Η πόλη είχε επτά εκκλησίες χτισμένες με τέχνη και στολισμένες. Και Ελληνίδες, πλούσιες σε ύψιστο βαθμό, που κάθε χρόνο δίνανε
δεκαπέντε καντάρια μετάξι… » (Βασίλη Δημητριάδη, «Η κεντρική και Δυτική Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή», (σ.202-204).
8
(68 ή κατ’ άλλους 70 ή 90 ή 117)
9
Μεταξύ των ομήρων αυτών, στους οποίους περιλαμβάνονταν και γυναίκες, αναφέρονται τα ονόματα του Παπα-Κατσιαούνη από τα Σέρβια, του Παπα-Νικόλα από το Παλαιογράτσανο, του Παπα- Γιώργη από το Ορτάκιοϊ (Πλατανόρεμα), του Παπα-Βασίλη, του Παπα-Αντώνη και του Παπα-Θανάση από τον Μεταξά, καθώς και το όνομα του δάσκαλου Κ. Κάρπου που καταγόταν από το Λιβάδι Ολύμπου και υπηρετούσε στα Σέρβια.
μαχαίρια και τους κατακρεούργησαν10. Βράζανε τα αίματα, όλοι θέλανε εκδίκηση, κοντά στα ξερά κάηκαν και τα χλωρά … Τη βία της εκδίκησης ακολούθησε το πλιάτσικο και κινδύνεψαν ακόμη και μαγαζιά Ελλήνων, αλλά ευτυχώς, οι περισσότεροι είχαν προνοήσει να χαράξουν μεγάλους σταυρούς με κιμωλία απ’ έξω, και μεγάλες επιγραφές «Ελληνικόν», «Ελλάς», «Ζήτω ο Βασιλεύς Γεώργιος» …
Κατάκοποι φτάσαμε στα Δικαστήρια των Σερβίων, που έγιναν Φρουραρχείο, για να παρουσιαστούμε. Η μεγάλη αυλή ήταν στρωμένη από ξεσχισμένα Δικαστικά αρχεία. Μετά, τραβήξαμε ψηλά σε μια όμορφη πλατεία με πλατάνια, όπου βρήκαμε μερικά μαγαζιά ανοιχτά. Μπήκαμε σε ένα να ξεκουραστούμε και να πιούμε έναν καφέ. Τα περισσότερα σπίτια τριγύρω ήταν καμένα. Τα έκαψαν οι δικοί μας, γιατί ήταν Τουρκικά, για να εκδικηθούν τη σφαγή των Χριστιανών. Το μαγαζί ήταν Τούρκικο, μα το είχαν καταλάβει
δυο Ελλαδίτες απ’ αυτούς που παρακολουθούν το Στρατό για μικρεμπόριο και πλιάτσικο και κάνουν χρυσές δουλειές.
Δεν θα πω περισσότερα, γιατί δεν μας τιμούν11 όσα είδα … Θα μείνω στο ότι επί τέλους ξεκουραστήκαμε και φάγαμε, παίρνοντας δυνάμεις για να συνεχίσουμε. Και στο ότι τα Σέρβια ήταν μία πανέμορφη πολιτεία, στριμωγμένη κάτω από απότομα και παράξενα
βράχια και χωμάτινα βουνά με βυζαντινά κάστρα και σπιτάκια τριγυρισμένα με πρασινάδες, χτισμένα αμφιθεατρικά, με θέα στον Αλιάκμονα.
Και το βραδάκι, βρήκα λίγη ησυχία να γράψω ένα γράμμα στους δικούς μου, που είχα καιρό να το κάνω. Ακόμη δεν είχα πάρει απάντηση από το προηγούμενο γράμμα μου, αλλά δεν παραπονιόμουν.
«Σέρβια 10-Χ-1912
Σεβαστέ μου πατέρα, σεβαστή μου μητέρα
Υγείαν έχω, το αυτό επιθυμώ και δι’ υμάς
Επήραμεν το Σαραντάπορο και εφθάσαμε εις τα Σέρβια θριαμβευταί!
Ήτο σκληρός αγών αλλά μην ανησυχείτε. Όπως σας έγραψα και εις την πρώτην επιστολήν μου, ο εχθρός τα παρατάει και φεύγει άμα τη όψει μας.
Μπορείτε να είστε υπερήφανοι δι’ εμέ, ο ίδιος ο Συνταγματάρχης μας με συνεχάρη δια τας ανδραγαθείας της Διμοιρίας μου προ των Σερβίων. Κατόρθωμα που επετεύχθη άνευ απωλειών, κάτι δια το οποίον αισθάνομαι υπερήφανος, σκεπτόμενος την τεραστίαν ζημίαν που προξενήσαμεν εις τον εχθρόν. Δυστυχώς, η μάχη δεν ήτο αναίμακτος δια το Σύνταγμά μας. Θα αναφέρω ιδιαιτέρως τον θάνατον του γενναίου Ταγματάρχου Παπαδήμα, φονευθέντος την νύκτα της ενάτης προ του Ραχώβου, καθώς και ότι εκ του 9ου Συντάγματος διεγράφησαν φονευθέντες ο Δεκανεύς Ιωάννης Κρέστος και οι οπλίται Αλέξανδρος Καραμπάτσος, Νικόλαος Σωτηρόπουλος, Χρήστος Παπασταθόπουλος, Γεώργιος Κοτσόβολος, Βασίλειος Παπαγιανόπουλος, Βασίλειος Μεντής, Χρήστος Κούλης και ο γείτων μας Κωνσταντίνος Παπανικολόπουλος. Παρακαλώ να διαβεβαιώσητε εκ μέρους μου τον πατέραν του, τον αγαπητό κυρ Γιώργο, ότι ο υιός του έπεσεν μαχόμενος ηρωικώς. Και την συμπαθεστάτη κυρα-Γιώργαινα, να της ειπήτε ότι ο Κωνσταντίνος εχάθη ακαριαίως και άνευ πόνου και ότι μέχρι την τελευταίαν στιγμήν ήτο ευχαριστημένος δια τας νίκας
μας.
Από τους ηρωικώς πεσόντας της Στρατιάς, θα σταθώ εις τον Ανθυπολοχαγόν Μαυροδήμον, όστις, ως γνήσιος Σπαρτιάτης, μόλις εχάραξεν προ της μάχης, επρόσταξεν να του φέρουν από τα μεταγωγικά την βαλίτσαν του, εξυρίσθη, ελούσθη, εκτενίσθη, εφόρεσεν την καλήν του στολήν, γάντια λευκά, μπότες λουστρινένιες και ούτω στολισθείς ως γαμβρός τη ημέρα του γάμου του, ώρμησεν πρώτος εις την μάχην και την αιωνίαν Δόξαν.
Ας είναι αιωνία η μνήμη όλων.
Θα αναφερθώ και εις τον Πρίγκηπαν Γεώργιον, όστις, ως λέγεται, έλαβεν το βάπτισμα της φωτιάς επί κεφαλής της Διμοιρίας του, ως να ήτο εις απλός Ανθυπολοχαγός …
Θα αναφέρω και τα ηρωικάς και λίαν ευστόχους Πυροβολαρχίας των Βλαχάβα, Λύτσικα, Μπουκλάκου και Παξιμάδη, αίτινες βάλουσαι εκ θέσεων σχεδόν ακαλύπτων, έκαμαν τα εχθρικά Πυροβόλα να σωπάσουν! Ω, δεν φαντάζεσθε πόσαι ιστορίαι δόξης κυκλοφορούν από ώρας εντός του καταυλισμού μας, καθώς αφικνύονται και τα λοιπά Σώματα εις τα Σέρβια.
Ειλικρινώς, αν τας έγραφα όλας, δεν θα ετελείωνεν ποτέ η επιστολή αύτη. Δια τούτον και θέτω τέλος αναγκαστικώς, διαβεβαιώνοντάς Σας ότι εγώ είμαι καλά και δεν θέλω να ανησυχείτε δι εμέ. Κάνω το καθήκον μου όπως όλοι. Δώσατε την αγάπην μου εις τους αδελφούς και τας αδελφάς μου.
Σας ασπάζομαι σεβασμίως
Ο υιός σας
Αριστείδης»
Την επομένη περάσαμε τον Αλιάκμονα, και στρατοπεδεύσαμε για ανάπαυση και ανασυγκρότηση στη διασταύρωση του δρόμου Κοζάνης - Βέροιας.
________
10
Ο Γάλλος δημοσιογράφος της Illustration Jean Leune (στο έργο του «Ελληνοτουρκικός Πόλεμος») μας δίνει την παρακάτω περιγραφή: «Τα ακρωτηριασμένα πτώματα ερρίφθησαν εδώ και εκεί όπως έτυχε, αι δε αιμορραγούσαι κεφαλαί, φρικωδώς μορφάζουσαι, με τα χαρακτηριστικά των συνεσπασμένα υπό της οδύνης, ετοποθετήθησαν κατά γης, ως παράταξις φρίκης, εκατέρωθεν της οδού, υπό της οποίας ο Ελληνικός Στρατός έμελλε να εισέλθη εις την πόλιν, ως δια να ευχηθούν το “καλώς ορίσατε” εις τους νικητάς αδελφούς των.»
11
Ο συγγραφέας Σπύρος Μελάς, όπως θα δούμε και από την «διήγησή» του σε επόμενη ενότητα, περιγράφει εικόνες λεηλασίας (από τους ντόπιους) που δεν μας τιμούν, μέχρι να βάλει τάξη ο Στρατός μας. Και ότι την επόμενη μέρα χρειάστηκε να δώσει διαταγή ο Αρχιστράτηγος, όταν έφτασε στην πόλη, να κρεμάνε όποιον πιάνανε να κάνει πλιάτσικο.
Ας με συγχωρήσουν οι αναγνώστες μου … συνειδητά, προτιμώ να τιμήσω το μεγαλείο και την 100στή επέτειο της νίκης, παρά να σταθώ στα όσα μελανά σημεία θα μπορούσαν να την στιγματίσουν, παριστάνοντας τον πολύξερο από την ασφάλεια της πολυθρόνας μου. Δεν θα κρίνω με δάχτυλα που πατάνε πλήκτρα, αυτούς που κρατούσαν Μάνλιχερ ή αυτούς που έζησαν αιώνες κάτω από ζυγό. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει αρκετή βιβλιογραφία, για όποιον θέλει περισσότερες λεπτομέρειες.
Πηγή
2 σχόλια:
Από που θα βρούμε το βιβλίο?
http://www.empros.com.gr/epikoinonia
Δημοσίευση σχολίου