Το Νομοσχέδιο για τις Κρίσεις των Αξιωματικών και η Αμυντική Ισχύς της Χώρας - Μέρος Ι
Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010
γράφει ο Βελισσάριος
"Άνθρωποι, Ιδέες και Υλικό… με αυτή τη Σειρά!" Σμήναρχος John Boyd
Όπως είναι γνωστό, η χώρα διέρχεται οξεία οικονομική κρίση. Μεταξύ άλλων, η κρίση αυτή αγγίζει – αναπόφευκτα ή όχι – και τον τομέα της άμυνας. Αν υποθέσουμε ότι κάποιες περικοπές στις αμυντικές δαπάνες είναι αναπόφευκτες, και με δεδομένο ότι το γεωπολιτικό περιβάλλον δεν έχει μεταβληθεί, το ερώτημα που τίθεται είναι πώς θα καλυφθεί το έλλειμμα ισχύος που προκύπτει.
Η απάντηση είναι κοινότοπη, απλή, αλλά κι εξαιρετικά δύσκολη. Όταν ένας ένοπλος οργανισμός δε μπορεί να ενισχύσει τον εξοπλισμό του, τότε αναγκαστικά, η μόνη επιλογή του είναι να στραφεί προς την βελτίωση των “ποιοτικών” του χαρακτηριστικών. Στην πραγματικότητα, αυτό υποτίθεται ότι αποτελεί στόχο υπό όλες τις συνθήκες, αλλά ας υποθέσουμε ότι η οικονομική κρίση θέτει το ζήτημα πιο επιτακτικά.
Στη χώρα μας οι αρμόδιοι για την εθνική άμυνα επαίρονται σε κάθε αφορμή για την “υψηλή μας ποιότητα” και, κυρίως, για εκείνο το περίφημο “ποιοτικό πλεονέκτημα”. Τουλάχιστον δημοσίως, και στις δηλώσεις. Γιατί όσοι έχουν αντίληψη των πραγμάτων από μέσα, αλλά και οι απλοί Έλληνες πολίτες που έχουν την εμπειρία της στρατιωτικής θητείας , ξέρουν ότι αυτά είναι, κοινώς, «φούμαρα».. Η πραγματικότητα των Ενόπλων Δυνάμεων, όχι ομοιόμορφα ασφαλώς, αλλά κατά το μάλλον ή ήττον, είναι απογοητευτική. Τα συμπτώματα και τις εκφάνσεις του φαινομένου τις ξέρουν – λίγο ή πολύ – όλοι οι ενδιαφερόμενοι.
Αν, λοιπόν, υποθέσουμε ότι κάποιος έχει πραγματική διάθεση να επιδιώξει την “ποιοτική αναβάθμιση” των Ενόπλων Δυνάμεων , τίθεται το θεμελιώδες ερώτημα: τι πρέπει να κάνει; τι θα ενισχύσει την ποιότητα των Ενόπλων Δυνάμεων; Και, ειδικότερα: όταν αντιμετωπίζει κανείς μια συνολικά προβληματική κατάσταση, όπως στις Ένοπλες Δυνάμεις, πως διαχωρίζει τα συμπτώματα από τα αίτια; Και πώς εντοπίζει τους καίριους παράγοντες, στους οποίους, αν παρέμβει αποτελεσματικά, θα προξενήσει αλυσιδωτή και πολλαπλασιαστική επίδραση σε όλες τις δραστηριότητες και τις εκφάνσεις του οργανισμού; Ο εντοπισμός και η παρέμβαση στους κεντρικούς αυτούς παράγοντες είναι η βασική ευθύνη της πολιτικής – και στρατιωτικής – ηγεσίας. Ουσιαστικά, αυτές είναι που αποτελούν το βασικότερο από τα αντικείμενα πολιτικής του αμυντικού τομέα.
Ένας στρατιωτικός οργανισμός χαρακτηρίζεται από τη νοοτροπία του σε ορισμένα κεντρικά ζητήματα. Είναι τα ζητήματα που σχετίζονται με:
- την επιλογή, την διαμόρφωση, την εξέλιξη και την αξιοποίηση των αξιωματικών και μονίμων υπαξιωματικών του
- τη στρατολόγηση, την επιλογή και τη διαχείριση των οπλιτών του,
- τους μηχανισμούς λειτουργίας κι επεξεργασίας δόγματος, και
- τη βασική οργάνωση και λειτουργία του στρατεύματος.
Τα βασικά αυτά χαρακτηριστικά λειτουργίας του στρατεύματος ως οργανισμού διαμορφώνουν την αξία του στα ειδικά και τεχνικά θέματα. Το εμφανέστερο κι εντυπωσιακότερο στοιχείο ενός στρατιωτικού οργανισμού είναι, ασφαλώς, οι επιχειρησιακοί του σχηματισμοί, αλλά η ποιότητα αυτών κρίνεται, ήδη, τελεσίδικα, ένα βήμα πιο πίσω, στους λιγότερο εμφανείς, λιγότερο εντυπωσιακούς, αλλά οργανικά κρισιμότερους μηχανισμούς και διαδικασίες οργάνωσής του. Κρίνεται στην ποιότητα και τον τρόπο λειτουργίας των σχολών του, των επιτελείων του, και στις διαδικασίες που έχουν σχέση με τη διαχείριση του ανθρωπίνου δυναμικού του – σε κάθε επίπεδο. Γιατί το ανθρώπινο δυναμικό είναι που κάνει όλα τα υπόλοιπα – χωρίς την παραμικρή εξαίρεση.
Να το επαναλάβουμε για να γίνει πιο κατανοητό. Ένας στρατός – από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα – εμφανίζει μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία στο επιχειρησιακό επίπεδο όχι γιατί παρουσιάζει κάποιο, μικρότερο ή μεγαλύτερο, “ταλέντο” σε επιχειρησιακά, τακτικά ή τεχνικά θέματα, αλλά επειδή ως οργανισμός είναι δομημένος έτσι ώστε να επιτυγχάνει υψηλές επιδόσεις. Κι αντιστρόφως, η κακή επίδοση ή η κάμψη ενός στρατιωτικού οργανισμού οφείλεται πάντοτε σε αντίστοιχες μεταβολές στην ίδια τη λειτουργία του ως οργανισμού. Το “ταλέντο” δεν είναι έμφυτο σε κανέναν οργανισμό. Το δημιουργεί και το αναπτύσσει όποιος οργανισμός ξέρει πώς να το κάνει.
Ο τρόπος που ο στρατιωτικός οργανισμός επιλέγει, εκπαιδεύει κι εξελίσσει τους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς του – καθώς και η συνολική αντίληψη που έχει για το ρόλο τους και την παρουσία τους – είναι από τις πιο καίριες και κρίσιμες επιλογές του οργανισμού. Μπορεί στους αδαείς να φαίνεται ως απλή διαχείριση κάποιας διοικητικής διαδικασίας, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί στρατηγικής σημασίας επιλογή.
Το δυστύχημα είναι ότι ανάμεσα στους αδαείς συγκαταλέγονται οι πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Αμύνης, καθώς και -εν πολλοίς- οι στρατιωτικές ηγεσίες. Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις έχουν ένα σύστημα διαχείρισης του προσωπικού τους το οποίο εμφανέστατα αγνοεί την ίδια την στρατηγική του σημασία, και αντιμετωπίζεται σαν ένα διοικητικό θέμα. Το σύστημα προσωπικού απλώς “διαχειρίζεται” λιγότερο ή περισσότερο “¨αποτελεσματικά”, τα θέματα προσωπικού.
Η στρατηγική αυτή άγνοια εξηγείται εύκολα από ιστορικής απόψεως, αλλά δεν παύει να είναι καταστροφική. Ο σύγχρονος Ελληνικός Στρατός οικοδομήθηκε αρχικά πάνω στα πρότυπα του Γαλλικού, στις αρχές του 20ου αιώνα – με τις μετακλήσεις γαλλικών στρατιωτικών αποστολών, που διήρκεσαν μέχρι πριν από τον Β’ ΠΠ. Το γεγονός ότι το γαλλικό σύστημα υπήρξε ανεπιτυχές ήταν ένα θέμα δευτερεύον για τη δύσκολη εκείνη εποχή. Μεταπολεμικά, οι Ένοπλες Δυνάμεις λειτούργησαν υπό την επιρροή των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων. Το κατά πόσον το συγκεκριμένο σύστημα ήταν επιτυχές ήταν ακόμη πιο δευτερεύον, πολύ περισσότερο καθ’ όσον το ζητούμενο δεν ήταν η ποιότητα του συστήματος αλλά το πολύ πιο πεζό θέμα του πολιτικού ελέγχου του στρατεύματος. Για τους υπηρετούντες στους Β’ Κλάδους, το καίριο ερώτημα ήταν “σε ποιόν πρόσκειται πολιτικά ο τάδε ή ο δείνα”;
Όσο οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είχαν ακόμη νωπές πολεμικές αναμνήσεις, και στις τάξεις της υπηρετούσαν εμπειροπόλεμα στελέχη, διατηρείτο, τουλάχιστον, μια αίσθηση στρατιωτικού μηχανισμού, έστω κι αν αυτός δεν ήταν ο βέλτιστος. Η βαθμιαία και φυσική, όμως, απομάκρυνσή τους από την παράδοση αυτή έχει οδηγήσει πλέον σε εκφυλιστικά φαινόμενα.
Η πορεία που ακολουθούν οι Ένοπλες Δυνάμεις κατά τις τελευταίες δεκαετίες είναι η συνεχόμενη μετάπτωση από ένα στρατιωτικό μηχανισμό σε ένα πλαδαρό δημοσιοϋπαλληλικό οργανισμό, με ολοένα εντεινόμενη άγνοια του ρόλου του, αυξανόμενη απόσταση από τη φύση του αντικειμένου του, και μετατροπή του σε ένα συνονθύλευμα που αδυνατεί να εκτελέσει πολεμικές αποστολές – αυτό που ο καθένας έχει διαπιστώσει ακόμη και στην απλή του στρατιωτική θητεία. Είναι μία πορεία συνεχούς απομείωσης της στρατιωτικής ισχύος της χώρας, η οποία μας έχει φέρει στο σημείο να είμαστε ευάλωτοι στη στρατιωτική τουρκική πίεση κι ανυπόληπτοι μεταξύ των υπολοίπων μερών του γεωστρατηγικού μας χώρου.
Το αν αυτό αποτελεί σκόπιμη και συνειδητή πολιτική επιλογή, ή αν οφείλεται στην παταγώδη άγνοια των ανθρώπων που το προκαλούν, έχει μικρή σημασία. Σημασία έχει το αποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό. Είναι η μείωση του ειδικού βάρους της Ελλάδας στο διεθνή της περίγυρο, και η ολοένα αυξανόμενη υποχωρητικότητα έναντι της τουρκικής απειλής.
Ας πάμε τώρα στην επικαιρότητα: Στις αρχές Αυγούστου, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας κατέθεσε στη Βουλή ενημερωτικό σημείωμα για την υποβολή σχεδίου νόμου με τίτλο: “Υπηρεσιακή εξέλιξη και ιεραρχία των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων – Θέματα διοίκησης των Ε.Δ., στρατολογίας και συναφείς διατάξεις”. Το νομοσχέδιο αυτό, σύμφωνα με το ενημερωτικό σημείωμα, καθώς και με τα συνοπτικά δημοσιευμένα στον τύπο, αφορά δύο βασικά θέματα: τα θέματα υπηρεσιακής εξέλιξης και ιεραρχίας των στελεχών των ΕΔ σε αντικατάσταση ή τροποποίηση του ισχύοντος Ν. 2496/96 καθώς και τον αντίστοιχο νόμο Ν. 2292/95 για τα θέματα διοίκησης κι ελέγχου των Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ έχει “σημειακές παρεμβάσεις” στην νομοθεσία περί στρατολογίας.
Από τις πρώτες δημοσιευμένες πληροφορίες για το περιεχόμενο του νομοσχεδίου, καθίσταται, δυστυχώς, προφανής μία πολύ απλή αλήθεια:Ένα ήδη τραγικά ανεπαρκές σύστημα διαχείρισης αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων φτάνει σε νέα ύψη (ή μάλλον βάθη) ανεπάρκειας και διαλυτικής επίδρασης επί του στρατιωτικού οργανισμού. Επιπλέον, η στάση των πολιτικών δυνάμεων επί του θέματος είναι απογοητευτική: εκτός της κυβέρνησης (που εισηγείται το νομοσχέδιο) και των κομμάτων της Αριστεράς (που έτσι κι αλλιώς δε φαίνονται να ενοχλούνται από την αποσάθρωση του στρατιωτικού μηχανισμού), είναι εξαιρετικά δυσάρεστη η εικόνα «δεξιών» κομμάτων όπως η ΝΔ και το ΛΑΟΣ, να αντιμετωπίζουν ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα διεκπεραιωτικά, ως ζήτημα «λειτουργικότητας» και μόνον.
Ήδη χθες, το ίδιο το νομοσχέδιο δόθηκε στη δημοσιότητα. Επειδή το θέμα είναι κεντρικής σημασίας, θα επανέλθουμε σύντομα και αναλυτικά.
1 σχόλια:
A βρε Boyd, εδώ είναι βαλκάνια!
Δυστυχώς όταν τα περισσότερα στελέχη νιάζονται κυρίως για το μισθό τους, δεν υπάρχει καιρός και διάθεση για τίποτε άλλο...
Δημοσίευση σχολίου