Οι Ουλαμίτες
Τρίτη 3 Απριλίου 2012
Ένα ιστορικό κείμενο από τις "Χαμένες Πατρίδες" του Ι. Καψή που βρήκαμε στον ενδιαφέροντα ιστότοπο efedros.blogspot.com, που αναδεικνύει τη διαχρονική προσφορά των εφέδρων αξιωματικών στους αγώνες του Έθνους.
Πρέπει να σταθεί η Ιστορία μπροστά στο ηρωικό αυτό τμήμα. Καμιά πολεμική έκθεση, κανένα επίσημο έγγραφο δεν αναφέρει τη δράση του. Κι όμως η θυσία του ουλαμού εφέδρων δεν πρέπει να λησμονηθεί. Ήταν οι υποψήφιοι αξιωματικοί μας. Δεν πρόφτασαν να κερδίσουν τις επωμίδες του ανθυπολοχαγού. Μόνο τη δόξα έδρεψαν άφθονη.
Πολεμούσαν συνεχώς επί 5 ημέρες. Κι όμως, ούτε ένα βογγητό δεν ακούσθηκε μια μεμψιμοιρία. Έχασαν πολλούς, όλους όμως στο πεδίο της μάχης — ούτε έναν λιποτάκτη. Πείνασαν, δίψασαν, ταλαιπωρήθηκαν αλλά στο κοσμοχαλασμό της μάχης έκαναν ασκήσεις οπλασκίας. Την ώρα του κινδύνου όλοι θυμόντουσαν τους ουλαμίτες. Όταν η οχλοβοή της μάχης κόπασε, τους λησμόνησαν. Ούτε μια εύφημη μνεία δεν υπάρχει για τη χούφτα εκείνη των γενναίων. Κι όμως θα έπρεπε να ήταν το παράδειγμα για τους μετέπειτα συναδέλφους τους.
Αλλά την ώρα της μάχης οι ουλαμίτες δεν νοιάζονται για την υστεροφημία. Στο πλευρό τους, προς τα δυτικά, πολεμά ο Τσάκαλος και τον συναγωνίζονται. Διοικεί το 2ο Σύνταγμα ο γενναίος αξιωματικός και κατέχει δύο λόφους, που δέσποζαν της οδού προς Αλή Βεράν — ενός καρόδρομου, ποτισμένου με αίμα. Μαζί με το Δασωμένο Λόφο, οι θέσεις του 2ου Συντάγματος είναι το κλειδί της άμυνας. Στον Τσάκαλο έστειλε η Μοίρα δύο υπέροχα παλληκάρια: τον Τσάμη και τον Ζερβογιάννη. Γρήγορα όμως μετάνοιωσε και του στέλνει κι αυτόν, που θα τον έσερνε στο θάνατο. Είναι ο ταγματάρχης που κιοτεύει. Δειλιάζει και φεύγει και φεύγοντας συμπαρασύρει τους άνδρες του. Άστραψε ο Τσάκαλος. Να φύγει το Σύνταγμα του; Έχει διαταγή να «κρατηθεί επί των θέσεων του μέχρι της νυκτός». Μέχρις ότου το σκοτάδι λυτρώσει τα σακατεμένα τμήματα.
Ο Τσάκαλος βρίσκεται 200 μ. μόνο πίσω από τη πρώτη γραμμή. Έχει τη σημαία και μία χούφτα γενναίων — είναι οι εφεδρείες του. Η Γαλανόλευκη ξεδιπλώνεται και πάλι και με το περίστροφο στο χέρι ο Τσάκαλος ορμά. Γύρω όλοι είναι πεσμένοι στη γη. Το τουρκικό πυροβολικό βάλλει με ρυθμό... πολυβόλων. Το καυτό σίδερο έχει ανασκάψει τη κοιλάδα. Οι οβίδες του είναι εγκαιροφλεγείς. Αλλ' ο Τσάκαλος προχωρεί. Οι άνδρες του αναθαρρεύουν κι απωθούν τους Τούρκους. Η νίκη έχει σιμώσει. Και τη στιγμή εκείνη η ζηλόφθονη Μοίρα παίρνει τον Τσάκαλο. Μια εγκαιροφλεγής οβίδα τσακίζει τα πόδια του — τα κόβει σύρριζα από το κορμό. Ο Τσάκαλος πέφτει και στο γκρέμισμα του αντήχησε η καταραμένη κοιλάδα. Με τα χέρια του προσπαθεί να κρατήσει το αίμα, τη ζωή, που του φεύγει.
Ζητεί να τον στήσουν σ' ένα μικρό βράχο. Θέλει να παρακολουθεί τους άνδρες του. Κι όταν τους βλέπει να προχωρούν, το πρόσωπο του φωτίζει ένα πονεμένο χαμόγελο. Αλλ' ο θάνατος σκοτεινιάζει γρήγορα το βλέμμα του κι αγωνιά: «Πώς πάμε; Πέστε μου, πώς πάμε;» — «Νικήσαμε... οι Τούρκοι φεύγουν», του λένε, θέλοντας να γλυκάνουν τις τελευταίες του στιγμές. Τη μάχη τη κέρδισε, έτσι τουλάχιστον, πιστεύει ο γενναίος αξιωματικός. Και στα τελευταία λεπτά της ζωής του αφήνει τη σκέψη να τρέξει πίσω, εκεί πέρα στη ξελογιάστρα Σμύρνη. Πίσω απ' το διοικητήριο, σ' ένα από τα σμυρνέϊκα αρχοντικά, μια κοπέλλα περιμένει τον ερχομό του — είναι η μνηστή του. «Να της δώσεις τα πράγματα μου, λέει σ' ένα νεαρό αξιωματικό του. Και πες να μη λυπηθεί. Πεθαίνω ευχαριστημένος...». Έτσι πέθανε ο Τσάκαλος. Αλλά ποιον να πρωτοκλάψει κανείς; Λίγα μέτρα πιο μακριά, ένα άλλο παλληκάρι, ο αντισυνταγματάρχης Καλλιαγκάκης αργοπεθαίνει κι αυτός. Μια οβίδα τον έχει σακατέψει. Δεν αφήνει όμως ν' ασχοληθούν μαζί του. Συγκεντρώνει τις τελευταίες δυνάμεις του κι εμψυχώνει τους άνδρες του. Και το Σύνταγμα του, το 26ο, ορμά ακάθεκτο κατά των Τούρκων.
Αλλ' ας αφήσουμε για λίγο έναν πολεμιστή — κάποιον από τις χιλιάδες των αφανών ηρώων του Αλή Βεράν, ν' αφηγηθεί τη δραματική εκείνη εποποιία. Ο Χρήστος Σπανομανώλης, γράφει: « Οί αξιωματικοί μας ειδοποίησαν, ότι όχι μόνον δέν πρόβλεπεται ανάπαυσις, αλλά από τάς συγκεντρωθείσας πληροφορίας,ήμεθα σχεδόν περικυκλωμένοι από τόν εχθρόν καί θά εδίδαμεν την μεγαλυτέραν μάχην, που εδόθη ποτέ στην Μικράν Ασία. Στό δικό μου τμήμα ανέλαβε τό καθήκον αυτό εις ανθυπολοχαγός. Καί τι δέν μας υπέμνησε, θυμούμαι ακόμη τήν ήρωϊκή μορφή του, μέ χαμόγελοστα χείλη. «Λεβέντες μου, σήμερα, εδώ, ή Ελλάς θά δώση εξετάσεις. Σήμερα θ' αποδείξωμε τί θά πή « Έλλην στρατιώτης». Δέν σας κρύβω, ότι θά πολεμήσωμε ενας πρός δέκα, αλλά μή ξεχνάτε καί τούς Τριακόσιους τού Λεωνίδα. Γνωρίζω, ότι είσθε καταπονημένοι, αλλά δέν μπορεί νά γίνη αλλοιώς. Ή διαταγή τού στρατηγού μας είναι «μέχρις έσχατων. Νύν υπέρ πάντων ό άγων. Ό θεός μαζί μας. Ζήτω ή Ελλάς». «Τά μάτια όλων μας βούρκωσαν, γιατί καταλαβαίνετε τί μας περίμενε, έπειτα από τήν εξάντληση πού είχαμε, αλλ ' αυτό γιά ένα δευτερόλεπτο, μόνο από τις νηστείες, γινήκαμε άλλοι άνθρωποι καί αποφασίσαμε νά πουλήσουμε ακριβά τό πετσί μας. »Διαταγή τού στρατηγού νά προχωρήσωμεν, οπότε αμέσως αρχίζουν οί πρώτες κανονιές τών Τούρκων. Από τήν διεύθυνση τών πυρών καταλάβαμε, ότι είμεθα περικυκλωμένοι.» Καταιγισμός οβίδων «Σκόντα» τών 105 πάνω από τά κεφάλια μας μαζί μέ μυριάδες σφαίρες τού τουρκικού πεζικού. Άκροβολιζόμεθα καί περιμένομε μέ αγωνία τήν διαταγήν διά τήν πρώτην έξόρμησιν. Διαταγή τού αξιωματικού «έφ' όπλου λόγχη»-πρόλογος γιά το τί θά επακολούθηση. Τά τουρκικά «Σκόντα» ξερνούν επάνω μας φωτιά καί ατσάλι, συντρίβοντας ανθρώπους, κάρρα, εφόδια, ζώα. »Άκούμε, τις ιαχές τών επερχομένων Τούρκων μέ τό « Αλλάχ, Αλλάχ».»Στήν κατάλληλη στιγμή δίδεται ή διαταγή τής έξορμήσεως μέ άλματα καί μέ τό δικό μας «Αέρα». «Χαλασμός κόσμου. Έπαψε τό πυροβολικό καί αρχίζει ό αγών τής λόγχης καί σώμα πρός σώμα τούς παίρνομε φαλάγγι. Πατούμεεπάνω σέ σκοτωμένους Έλληνας, Τούρκους, τραυματίας, ούτε ξέρουμε. Πού καί πού αγκαλιασμένοι κάτω Τούρκοι καί Έλληνες». Πρός στιγμή άπέτυχεν ή προσπάθεια τους καί αποσύρονται.»
Αρχίζει πάλι τό πυροβολικό μας, πού ήτο σέ μικρή απόσταση άπό μας »Ακούμε τή διαταγή τού πυροβολικού:»Δυόμιση χιλιάδες μέτρα.»Χίλια πεντακόσια,»Οκτακόσια. »Σημείον, ότι πλησιάζουν πάλιν οί Τούρκοι. Διαταγή, πάλιν ανεφοδιασμός άκροβολισμός καί έτοιμοι πρός έφοδον. Καί είναι ακόμη 9η πρωινή. Παύει τό πυροβολικό τους καί αρχίζει τό δικό μας. Μυριάδες σφαίρες σφυρίζουν πάνω από τά κεφάλια μας, οπότε ξαφνικά βλέπομε εναν αντ/ρχην ολόρθο πάνω σ' ενα βραχάκι νά μας φωνάζη: «Πού θά ξαναδήτε, βρέ παιδιά, αυτό τό μεγαλειώδες θέαμα; Άντε, παιδιά, όλοι μαζί Αέρα!...». Καί μας σύρει αυτός ό ημίθεος σέ νέα έφοδο. Πρώτος αυτός μέ τό περίστροφο. Άλλη φονική συμπλοκή. Κι' οί Τούρκοι δέν τό βάζουν κάτω. Πολεμούν άγρια, σκληρά. Ή σάλπιγγα μας βαρά: Προχωρείτε...Προχωρείτε...»Πάλι υποχωρούν οι Τούρκοι καί επιστρέφομε γιά ανεφοδιασμό. »Καί όμως είμεθα όλοι εκτός εαυτού. Άπό τό ενα μέρος οί δικοί μας. Δέν θέλουν νά πιστέψουν στό πεπρωμένο κι' αρχίζουν νά βλέπουν μέσα στήν τόση συμφορά ν' ανατέλλη αμυδρά κάποια ελπίδα, αντλούν ψυχικές δυνάμεις άπό τήν αποτελεσματικότητα τής αντιστάσεως τους. Από τήν άλλη οί Τούρκοι, πού νόμισαν πώς δέν είχαν παρά νά λάβουν τόν κόπο νά περιμαζέψουν εκείνη τήν μάζα τών ενόπλων, κι έξαφνα σκοντάφτουν σέ μιάν άμυνα περισσότερο επίμονη καί πεισματώδη από ότι είχαν φαντασθή....»
Νύκτωσε. Κι η μάχη κόπασε. Οι Τούρκοι εξακολουθούν να βάλλουν, αλλά στα τυφλά. Το σκοτάδι είναι πυκνό. Και τότε γράφεται ο επίλογος της τραγωδίας. Ο Τρικούπης δίνει διαταγή στα τμήματα του να «οπισθοχωρήσουν ακροποδητί» προς Μπανάζ. Στις 9.45' το βράδυ αρχίζει η υποχώρηση. Φεύγουν κι αφήνουν πίσω τους τα πάντα — και τους τραυματίες. Τι σπαρακτικές στιγμές ήταν εκείνες! Οι λαβωμένοι ήρωες, βλέποντας τους συντρόφους τους να φεύγουν, λυγίζουν το κουράγιο τους εγκαταλείπει κι εκλιπαρούν:
— Συνάδελφοι, πού μας αφήνετε; Πάρτε μας μαζί σας...Ποιος όμως να τους βοηθήσει; Φεύγουν με σκυφτό κεφάλι.
— Παιδιά... μάνες έχουμε κι εμείς... Θα μας σφάξουν. Κι όταν απελπίζονται ζητούν, τουλάχιστον, έναν εύσπλαχνο θάνατο:
— Σκοτώστε μας, μη μας αφήνετε έτσι... Συνάδελφε... μπήξε εδώ τη λόγχη σου...
Και σε μια παρακλητική κίνηση ξεγυμνώνουν τα στήθια, που τόσες φορές στάθηκαν ανδρικά στη πρώτη γραμμή. Έφυγαν οι στρατιώτες μας και μέσα στη νύκτα οι στάλες της βροχής έσμιγαν με το πικρό δάκρυ.
“Μέσα στο πανδαιμόνιο, την ώρα, που οι άλλοι υποχωρούν χωρίς τάξη, ένα τμήμα ξεχωρίζει. Είναι οι άνδρες του ουλαμού εφέδρων του Αφιόν. Ο διοικητής τους, αντισυνταγματάρχης Βλάχος, διατάζει ασκήσεις παρέλασης. Πόσο θυμίζουν τους 300 των Θερμοπυλών οι άνδρες εκείνοι — πριν απ' τη μάχη η παρέλαση! Τους είχαν στείλει στον ουλαμό, για να γίνουν αξιωματικοί. Και μεταβάλλονται σ' αθάνατους ήρωες.”
Από τις "Χαμένες Πατρίδες" του Ι. Καψή
Πηγή
Πρέπει να σταθεί η Ιστορία μπροστά στο ηρωικό αυτό τμήμα. Καμιά πολεμική έκθεση, κανένα επίσημο έγγραφο δεν αναφέρει τη δράση του. Κι όμως η θυσία του ουλαμού εφέδρων δεν πρέπει να λησμονηθεί. Ήταν οι υποψήφιοι αξιωματικοί μας. Δεν πρόφτασαν να κερδίσουν τις επωμίδες του ανθυπολοχαγού. Μόνο τη δόξα έδρεψαν άφθονη.
Πολεμούσαν συνεχώς επί 5 ημέρες. Κι όμως, ούτε ένα βογγητό δεν ακούσθηκε μια μεμψιμοιρία. Έχασαν πολλούς, όλους όμως στο πεδίο της μάχης — ούτε έναν λιποτάκτη. Πείνασαν, δίψασαν, ταλαιπωρήθηκαν αλλά στο κοσμοχαλασμό της μάχης έκαναν ασκήσεις οπλασκίας. Την ώρα του κινδύνου όλοι θυμόντουσαν τους ουλαμίτες. Όταν η οχλοβοή της μάχης κόπασε, τους λησμόνησαν. Ούτε μια εύφημη μνεία δεν υπάρχει για τη χούφτα εκείνη των γενναίων. Κι όμως θα έπρεπε να ήταν το παράδειγμα για τους μετέπειτα συναδέλφους τους.
Αλλά την ώρα της μάχης οι ουλαμίτες δεν νοιάζονται για την υστεροφημία. Στο πλευρό τους, προς τα δυτικά, πολεμά ο Τσάκαλος και τον συναγωνίζονται. Διοικεί το 2ο Σύνταγμα ο γενναίος αξιωματικός και κατέχει δύο λόφους, που δέσποζαν της οδού προς Αλή Βεράν — ενός καρόδρομου, ποτισμένου με αίμα. Μαζί με το Δασωμένο Λόφο, οι θέσεις του 2ου Συντάγματος είναι το κλειδί της άμυνας. Στον Τσάκαλο έστειλε η Μοίρα δύο υπέροχα παλληκάρια: τον Τσάμη και τον Ζερβογιάννη. Γρήγορα όμως μετάνοιωσε και του στέλνει κι αυτόν, που θα τον έσερνε στο θάνατο. Είναι ο ταγματάρχης που κιοτεύει. Δειλιάζει και φεύγει και φεύγοντας συμπαρασύρει τους άνδρες του. Άστραψε ο Τσάκαλος. Να φύγει το Σύνταγμα του; Έχει διαταγή να «κρατηθεί επί των θέσεων του μέχρι της νυκτός». Μέχρις ότου το σκοτάδι λυτρώσει τα σακατεμένα τμήματα.
Ο Τσάκαλος βρίσκεται 200 μ. μόνο πίσω από τη πρώτη γραμμή. Έχει τη σημαία και μία χούφτα γενναίων — είναι οι εφεδρείες του. Η Γαλανόλευκη ξεδιπλώνεται και πάλι και με το περίστροφο στο χέρι ο Τσάκαλος ορμά. Γύρω όλοι είναι πεσμένοι στη γη. Το τουρκικό πυροβολικό βάλλει με ρυθμό... πολυβόλων. Το καυτό σίδερο έχει ανασκάψει τη κοιλάδα. Οι οβίδες του είναι εγκαιροφλεγείς. Αλλ' ο Τσάκαλος προχωρεί. Οι άνδρες του αναθαρρεύουν κι απωθούν τους Τούρκους. Η νίκη έχει σιμώσει. Και τη στιγμή εκείνη η ζηλόφθονη Μοίρα παίρνει τον Τσάκαλο. Μια εγκαιροφλεγής οβίδα τσακίζει τα πόδια του — τα κόβει σύρριζα από το κορμό. Ο Τσάκαλος πέφτει και στο γκρέμισμα του αντήχησε η καταραμένη κοιλάδα. Με τα χέρια του προσπαθεί να κρατήσει το αίμα, τη ζωή, που του φεύγει.
Ζητεί να τον στήσουν σ' ένα μικρό βράχο. Θέλει να παρακολουθεί τους άνδρες του. Κι όταν τους βλέπει να προχωρούν, το πρόσωπο του φωτίζει ένα πονεμένο χαμόγελο. Αλλ' ο θάνατος σκοτεινιάζει γρήγορα το βλέμμα του κι αγωνιά: «Πώς πάμε; Πέστε μου, πώς πάμε;» — «Νικήσαμε... οι Τούρκοι φεύγουν», του λένε, θέλοντας να γλυκάνουν τις τελευταίες του στιγμές. Τη μάχη τη κέρδισε, έτσι τουλάχιστον, πιστεύει ο γενναίος αξιωματικός. Και στα τελευταία λεπτά της ζωής του αφήνει τη σκέψη να τρέξει πίσω, εκεί πέρα στη ξελογιάστρα Σμύρνη. Πίσω απ' το διοικητήριο, σ' ένα από τα σμυρνέϊκα αρχοντικά, μια κοπέλλα περιμένει τον ερχομό του — είναι η μνηστή του. «Να της δώσεις τα πράγματα μου, λέει σ' ένα νεαρό αξιωματικό του. Και πες να μη λυπηθεί. Πεθαίνω ευχαριστημένος...». Έτσι πέθανε ο Τσάκαλος. Αλλά ποιον να πρωτοκλάψει κανείς; Λίγα μέτρα πιο μακριά, ένα άλλο παλληκάρι, ο αντισυνταγματάρχης Καλλιαγκάκης αργοπεθαίνει κι αυτός. Μια οβίδα τον έχει σακατέψει. Δεν αφήνει όμως ν' ασχοληθούν μαζί του. Συγκεντρώνει τις τελευταίες δυνάμεις του κι εμψυχώνει τους άνδρες του. Και το Σύνταγμα του, το 26ο, ορμά ακάθεκτο κατά των Τούρκων.
Αλλ' ας αφήσουμε για λίγο έναν πολεμιστή — κάποιον από τις χιλιάδες των αφανών ηρώων του Αλή Βεράν, ν' αφηγηθεί τη δραματική εκείνη εποποιία. Ο Χρήστος Σπανομανώλης, γράφει: « Οί αξιωματικοί μας ειδοποίησαν, ότι όχι μόνον δέν πρόβλεπεται ανάπαυσις, αλλά από τάς συγκεντρωθείσας πληροφορίας,ήμεθα σχεδόν περικυκλωμένοι από τόν εχθρόν καί θά εδίδαμεν την μεγαλυτέραν μάχην, που εδόθη ποτέ στην Μικράν Ασία. Στό δικό μου τμήμα ανέλαβε τό καθήκον αυτό εις ανθυπολοχαγός. Καί τι δέν μας υπέμνησε, θυμούμαι ακόμη τήν ήρωϊκή μορφή του, μέ χαμόγελοστα χείλη. «Λεβέντες μου, σήμερα, εδώ, ή Ελλάς θά δώση εξετάσεις. Σήμερα θ' αποδείξωμε τί θά πή « Έλλην στρατιώτης». Δέν σας κρύβω, ότι θά πολεμήσωμε ενας πρός δέκα, αλλά μή ξεχνάτε καί τούς Τριακόσιους τού Λεωνίδα. Γνωρίζω, ότι είσθε καταπονημένοι, αλλά δέν μπορεί νά γίνη αλλοιώς. Ή διαταγή τού στρατηγού μας είναι «μέχρις έσχατων. Νύν υπέρ πάντων ό άγων. Ό θεός μαζί μας. Ζήτω ή Ελλάς». «Τά μάτια όλων μας βούρκωσαν, γιατί καταλαβαίνετε τί μας περίμενε, έπειτα από τήν εξάντληση πού είχαμε, αλλ ' αυτό γιά ένα δευτερόλεπτο, μόνο από τις νηστείες, γινήκαμε άλλοι άνθρωποι καί αποφασίσαμε νά πουλήσουμε ακριβά τό πετσί μας. »Διαταγή τού στρατηγού νά προχωρήσωμεν, οπότε αμέσως αρχίζουν οί πρώτες κανονιές τών Τούρκων. Από τήν διεύθυνση τών πυρών καταλάβαμε, ότι είμεθα περικυκλωμένοι.» Καταιγισμός οβίδων «Σκόντα» τών 105 πάνω από τά κεφάλια μας μαζί μέ μυριάδες σφαίρες τού τουρκικού πεζικού. Άκροβολιζόμεθα καί περιμένομε μέ αγωνία τήν διαταγήν διά τήν πρώτην έξόρμησιν. Διαταγή τού αξιωματικού «έφ' όπλου λόγχη»-πρόλογος γιά το τί θά επακολούθηση. Τά τουρκικά «Σκόντα» ξερνούν επάνω μας φωτιά καί ατσάλι, συντρίβοντας ανθρώπους, κάρρα, εφόδια, ζώα. »Άκούμε, τις ιαχές τών επερχομένων Τούρκων μέ τό « Αλλάχ, Αλλάχ».»Στήν κατάλληλη στιγμή δίδεται ή διαταγή τής έξορμήσεως μέ άλματα καί μέ τό δικό μας «Αέρα». «Χαλασμός κόσμου. Έπαψε τό πυροβολικό καί αρχίζει ό αγών τής λόγχης καί σώμα πρός σώμα τούς παίρνομε φαλάγγι. Πατούμεεπάνω σέ σκοτωμένους Έλληνας, Τούρκους, τραυματίας, ούτε ξέρουμε. Πού καί πού αγκαλιασμένοι κάτω Τούρκοι καί Έλληνες». Πρός στιγμή άπέτυχεν ή προσπάθεια τους καί αποσύρονται.»
Αρχίζει πάλι τό πυροβολικό μας, πού ήτο σέ μικρή απόσταση άπό μας »Ακούμε τή διαταγή τού πυροβολικού:»Δυόμιση χιλιάδες μέτρα.»Χίλια πεντακόσια,»Οκτακόσια. »Σημείον, ότι πλησιάζουν πάλιν οί Τούρκοι. Διαταγή, πάλιν ανεφοδιασμός άκροβολισμός καί έτοιμοι πρός έφοδον. Καί είναι ακόμη 9η πρωινή. Παύει τό πυροβολικό τους καί αρχίζει τό δικό μας. Μυριάδες σφαίρες σφυρίζουν πάνω από τά κεφάλια μας, οπότε ξαφνικά βλέπομε εναν αντ/ρχην ολόρθο πάνω σ' ενα βραχάκι νά μας φωνάζη: «Πού θά ξαναδήτε, βρέ παιδιά, αυτό τό μεγαλειώδες θέαμα; Άντε, παιδιά, όλοι μαζί Αέρα!...». Καί μας σύρει αυτός ό ημίθεος σέ νέα έφοδο. Πρώτος αυτός μέ τό περίστροφο. Άλλη φονική συμπλοκή. Κι' οί Τούρκοι δέν τό βάζουν κάτω. Πολεμούν άγρια, σκληρά. Ή σάλπιγγα μας βαρά: Προχωρείτε...Προχωρείτε...»Πάλι υποχωρούν οι Τούρκοι καί επιστρέφομε γιά ανεφοδιασμό. »Καί όμως είμεθα όλοι εκτός εαυτού. Άπό τό ενα μέρος οί δικοί μας. Δέν θέλουν νά πιστέψουν στό πεπρωμένο κι' αρχίζουν νά βλέπουν μέσα στήν τόση συμφορά ν' ανατέλλη αμυδρά κάποια ελπίδα, αντλούν ψυχικές δυνάμεις άπό τήν αποτελεσματικότητα τής αντιστάσεως τους. Από τήν άλλη οί Τούρκοι, πού νόμισαν πώς δέν είχαν παρά νά λάβουν τόν κόπο νά περιμαζέψουν εκείνη τήν μάζα τών ενόπλων, κι έξαφνα σκοντάφτουν σέ μιάν άμυνα περισσότερο επίμονη καί πεισματώδη από ότι είχαν φαντασθή....»
Νύκτωσε. Κι η μάχη κόπασε. Οι Τούρκοι εξακολουθούν να βάλλουν, αλλά στα τυφλά. Το σκοτάδι είναι πυκνό. Και τότε γράφεται ο επίλογος της τραγωδίας. Ο Τρικούπης δίνει διαταγή στα τμήματα του να «οπισθοχωρήσουν ακροποδητί» προς Μπανάζ. Στις 9.45' το βράδυ αρχίζει η υποχώρηση. Φεύγουν κι αφήνουν πίσω τους τα πάντα — και τους τραυματίες. Τι σπαρακτικές στιγμές ήταν εκείνες! Οι λαβωμένοι ήρωες, βλέποντας τους συντρόφους τους να φεύγουν, λυγίζουν το κουράγιο τους εγκαταλείπει κι εκλιπαρούν:
— Συνάδελφοι, πού μας αφήνετε; Πάρτε μας μαζί σας...Ποιος όμως να τους βοηθήσει; Φεύγουν με σκυφτό κεφάλι.
— Παιδιά... μάνες έχουμε κι εμείς... Θα μας σφάξουν. Κι όταν απελπίζονται ζητούν, τουλάχιστον, έναν εύσπλαχνο θάνατο:
— Σκοτώστε μας, μη μας αφήνετε έτσι... Συνάδελφε... μπήξε εδώ τη λόγχη σου...
Και σε μια παρακλητική κίνηση ξεγυμνώνουν τα στήθια, που τόσες φορές στάθηκαν ανδρικά στη πρώτη γραμμή. Έφυγαν οι στρατιώτες μας και μέσα στη νύκτα οι στάλες της βροχής έσμιγαν με το πικρό δάκρυ.
“Μέσα στο πανδαιμόνιο, την ώρα, που οι άλλοι υποχωρούν χωρίς τάξη, ένα τμήμα ξεχωρίζει. Είναι οι άνδρες του ουλαμού εφέδρων του Αφιόν. Ο διοικητής τους, αντισυνταγματάρχης Βλάχος, διατάζει ασκήσεις παρέλασης. Πόσο θυμίζουν τους 300 των Θερμοπυλών οι άνδρες εκείνοι — πριν απ' τη μάχη η παρέλαση! Τους είχαν στείλει στον ουλαμό, για να γίνουν αξιωματικοί. Και μεταβάλλονται σ' αθάνατους ήρωες.”
Από τις "Χαμένες Πατρίδες" του Ι. Καψή
Πηγή
9 σχόλια:
Περασμένα, ευτυχώς όχι ξεχασμένα, μεγαλεία, πού διηγώντας τα νά κλαίς. Κυριολεκτικά.
ΤΙ ΝΑ ΛΕΝΕ ΑΡΑΓΕ ΤΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΩΝ ΜΑΣ ΑΓΩΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΚΑΤΑΝΤΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ;;;
ΔΕΝ ΘΑ ΑΝΑΡΩΤΙΟΥΝΤΕ ΑΝ ΑΞΙΖΕ Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥΣ, ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ "ΗΓΕΤΕΣ" ΝΑ ΠΟΔΟΠΑΤΟΥΝ ΚΑΘΕ ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΟ,ΚΑΘΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΙΧΝΟΣ ΝΤΡΟΠΗΣ ΝΑ ΑΠΟΚΑΛΟΥΝ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ "ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΥΣ",
"ΒΟΛΕΜΕΝΟΥΣ" ΚΑΙ ΤΟΣΑ ΑΛΛΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΚΕΡΔΙΣΟΥΝ ΤΗΝ ΕΥΝΟΙΑ ΤΩΝ ΑΦΕΝΤΙΚΩΝ ΤΟΥΣ!!!
ΚΑΫΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΤΙ ΣΟΥ ΜΕΛΕ ΝΑ ΠΑΘΕΙΣ!!!
Ευχαριστούμε για τα καλά σας σχόλια και ανταποδίδουμε
efedros.blogspot.com
Ορισμένα αποσπάσματα από τον τόμο «Υποχωρητικοί Αγώνες των Α’ και Β’ Σωμάτων Στρατού», της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού.
Η μάχη του Αλή Βεράν άρχισε ουσιαστικά την 1330 ώρα της 17ης Αυγούστου 1922.
Ο Αρχιστράτηγος Μουσταφά Κεμάλ, επιθυμώντας να κατευθύνει ο ίδιος την εξέλιξη της μάχης, μετέβη περί τη μεσημβρία της 17ης Αυγούστου επί του υψώματος Ζαφέρ Τεπέ νότια του Σάλκιοϊ, όπου εγκατέστησε το παρατηρητήριό του.
Τη μάχη του Αλή Βεράν, οι Τούρκοι αποκαλούν και αποφασιστική μάχη του Αρχιστρατήγου, επειδή τη διεύθυνε προσωπικά ο Μουσταφά Κεμάλ.
Ο στρατηγός Τρικούπης, εξαναγκαστείς (λόγω της διαμορφωθείσας κατάστασης) να αποδεχθή τη μάχη παρά τη κοιλάδα του Αλή Βεράν, διέταξε προφορικά τις Μεραρχίες του να αμυνθούν μέχρι την επέλευση του σκότους, οπότε θα επιχειρείτο έξοδος δια του Αλή Βεράν προς Μπανάζ, προς διαφυγή των στρατευμάτων εκ του κλοιού.
Η ΧΙΙΙ Μεραρχία στην οποία έλαχε η αποστολή να αντιμετωπίσει την από βορειοανατολικά, ανατολικά και νοτιοανατολικά κυρία Τουρκική προσπάθεια, έταξε το 3ο Σύνταγμα Πεζικού υπό τον Αντισυνταγματάρχη Αβράμπο, νότια του Σάλκιοϊ με μέτωπο προς βορρά και ανατολικά. Το 2ο Σύνταγμα υπό τον Συνταγματάρχη Τσάκαλο ετάχθη επί του Κιουτσούκ Αντά Τεπέ με μέτωπο προς νοτιοανατολικά ναι νότια. Το 3ο Σύνταγμα διέθεσε το ΙΙ/3 Τάγμα επί του λόφου 1100 νοτιοδυτικά Σάλκιοϊ και το Ι/3 Τάγμα, του οποίου τη διοίκηση είχε αναλάβει ο Ταγματάρχης Βλάχος Σίμος, αριστερά αυτού επί πυκνά δασωμένου αντερείσματος. Αργότερα το Ι/3 Τάγμα ενισχύθηκε δια του ΙΙΙ/3 Τάγματος. Μετά του 3ου Συντάγματος είχε ενωθεί και ο Ουλαμός Εφέδρων Αξιωματικών του Αφιόν. Το 2ο Σύνταγμα Κατέλαβε δια των ΙΙ/2 Και ΙΙΙ/2 Ταγμάτων τα νότια του Κιουτσούκ Αντά Τεπέ αντερείσματα. Ο αγώνας και των δύο Συνταγμάτων άρχισε αμέσως σφοδρός, εναλλασσομένων συνεχώς των Τουρκικών επιθέσεων μετά των Ελληνικών αντεπιθέσεων.
Εντός της βαθειάς γραμμής που αποτελούσε το εσωτερικό του πεδίου της μάχης, συνωθούνταν 20 χιλιάδες περίπου άνδρες, που ανήκαν στους κάθε φύσης βοηθητικούς σχηματισμούς των Σωμάτων Στρατού και Μεραρχιών, οι οποίοι επιζητούσαν την όποια ευκαιρία για να διαφύγουν προς τα δυτικά. Το άμαχο τούτο πλήθος, συνθλιβόταν σε πλήρη ανάμιξη και αταξία …. με αποτέλεσμα να δημιουργείται οχλοβοή και αναταραχή που επηρέαζε δυσμενώς τους μαχόμενους.
(Δική μου παρατήρηση: 20 χιλιάδες στρατιώτες που φέρουν οπλισμό και εξάρτηση, ακόμη και αν ανήκουν σε βοηθητικές υπηρεσίες, με ποια δικαιολογία μπορούν να θεωρούνται άμαχο πλήθος και να μη χρησιμοποιούνται στη γραμμή μάχης, ειδικά μάλιστα όταν κινδυνεύουν με κατάρρευση τα πάντα;;; Αυτό που συνέβη στο Αλή Βεράν θα έπρεπε να αποτελεί το βασικό επιχείρημα για τη πλήρη εκπαίδευση μαχητή, όλου του στρατιωτικού προσωπικού, όλων των ειδικοτήτων, όλων των Όπλων και Σωμάτων, όλων όσων μπορούν να κρατήσουν στα χέρια τους όπλο, ακόμη και αν δεν βλέπουν καλά, ή έχουν πλατυποδία, ή είναι Ι3 ή Ι4 κ.α.. Πάντοτε βεβαίως στο μέτρο των δυνατοτήτων ενός εκάστου.).
Περί την 1600 το Τουρκικό πυροβολικό άρχισε να βάλει δραστικά ολόκληρο το εσωτερικό της βαθειά γραμμής. Κανένα σημείο αυτής δεν μπορούσε να προσφέρει και την ελάχιστη κάλυψη. Τα αποτελέσματα των Τουρκικών βλημάτων ήσαν αυτόχρημα τρομαχτικά. Αυτοκίνητα και άλλα οχήματα αναφλέγονταν και οι απώλειες μεταξύ των συνωθούμενων αμάχων στρατιωτών ήσαν βαρύτατες.
Η μία κατόπιν της άλλης οι πεδινές και οι Σκόντα πυροβολαρχίες, στο σύνολο 14, βαλλόμενες καταιγιστικά σίγησαν. Πολλά των πυροβόλων συνετρίβησαν και κάποια από τα βλητοφόρα ανατινάχθηκαν, διασπείροντας πέριξ αυτών τον όλεθρο. Οι υπηρέτες αυτών των πυροβολαρχιών, αφού υπέστησαν σημαντικές απώλειες, εγκατέλειψαν τα πυροβόλα των και ετράπησαν προς τας πέριξ δασωμένες πλαγιές, ενώ οι ομοζυγίες των κάλπαζαν προς διάφορες κατευθύνσεις, αναζητώντας μάταια να καλυφθούν.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Από τη 1600 η κατάσταση είχε καταστεί κρισιμότατη. Σκληρός, ηρωϊκός και απεγνωσμένος αγώνας διεξαγόταν υπό της ΧΙΙΙ Μεραρχίας εναντίον των επιτιθεμένων Τουρκικών δυνάμεων, που κατέφθαναν ολοένα και πολυαριθμότερες στο πεδίο της μάχης …. Επανειλημμένες Τουρκικές προσπάθειες προς κατάληψη των υψωμάτων Μπουγιούκ και Κιουτσούκ Αντά Τεπέ, αποκρούστηκαν δια τοπικών αντεπιθέσεων. Επί του Μπουγιούκ Αντά Τεπέ, μάχεται το Ι/26 Τάγμα υπό τον διοικητή του 26ου Συντάγματος Ταγματάρχη Παπαγιαννίδη Ευάγγελο (είχε αντικαταστήσει το Συνταγματάρχη Καλιαγκάκη που είχε φονευθεί κατά τη σύμπτυξη τις προηγούμενες μέρες). Στο δεξιό αυτού αγωνίζονται τα υπολείμματα της IV Μεραρχίας, μεταξύ των οποίων η πεζομαχούσα IV Ημιλαρχία υπό τον Ίλαρχο Κανδάκη Ανδρέα διακρίνεται για το πνεύμα αυτοθυσίας, υφιστάμενη απώλειες που υπερέβησαν το 70% της δύναμης της.
Το Τουρκικό πυροβολικό όχι μόνο συνεχίζει, αλλά εντείνει τη δραστική του βολή συντρίβοντας τα πάντα και μεταβάλλοντας κυριολεκτικά το εσωτερικό του πεδίου της μάχης, σε σφαγείο. Τα στρατηγεία των Μεραρχιών και των Σωμάτων Στρατού παραμένουν ακάλυπτα στο μέσο αυτής της κόλασης.
Κατόπιν διαταγής του στρατηγού Τρικούπη, η ΧΙΙΙ Μεραρχία στη προσπάθεια της να διατηρήσει με κάθε θυσία τις υπ’ αυτή κατεχόμενες θέσεις μέχρι την επέλευση του σκότους, συγκέντρωσε όλους τους άνδρες των μεταγωγικών και των σχηματισμών της, τους οποίους διέθεσε μετά του Ουλαμού Εφέδρων Αξιωματικών Αφιόν δια την ενίσχυση της γραμμής μάχης.
Λίγο μετά την 1800, ο διοικητής του 2ου Συντάγματος Πεζικού Συνταγματάρχης Τσάκαλος Ιωάννης ο οποίος περιφέρεται έφιππος στο μέσο των μαχόμενων ανδρών του προς τόνωση του ηθικού τους, τραυματίζεται βαριά από θραύσμα οβίδας. Μεταφερόμενος στο χειρουργείο ο ηρωικός αυτός αξιωματικός, εξέπνευσε. Το γεγονός αυτό επέφερε κλονισμό του Συντάγματος το οποίο άρχισε να συμπτύσσεται. Περί την 1800 φονεύεται επίσης και ο διοικητής του 26ου Συντάγματος Ταγματάρχης Παπαγιαννίδης, του οποίου το μαχόμενο Τάγμα υφίσταται βαρείες απώλειες, ιδιαίτερα σε αξιωματικούς.
Προ της επελεύσεως του σκότους, ο αντισυνταγματάρχης Κωτούλας Ιωάννης, θέλοντας να παρασύρει εκ νέου προς τα εμπρός τους υπ’ αυτό άνδρες του 14ου Συντάγματος Πεζικού, ανεπέτασσε τη σημαία αυτού και έφιππος μετά του ιερέως του Συντάγματος παρότρυνε τούτους να τον ακολουθήσουν. Κατ’ αρχάς οι άνδρες ακολούθησαν τούτον επί του υψώματος 1140, με μεγάλη ορμή. Μόλις όμως ευρέθησαν εντός των πυκνών πυρών πολυβόλων των επιτιθεμένων Τουρκικών δυνάμεων, ανετράπησαν και υποχώρησαν. Η άτακτος αυτή υποχώρηση παρέσυρε τους ευρισκόμενους στο εσωτερικό της τοποθεσίας ελάτας των ομοζυγιών του πεδινού πυροβολικού, οι οποίοι αποκόψαντες τις σειράδες ετράπησαν με καλπασμό προς τα δυτικά. Τούτους εμιμήθησαν οι ημιονηγοί των μεταγωγικών …. Οι οποίοι ανέτρεψαν τους φόρτους των ημιόνων των και ιππεύσαντες αυτούς, ηκολούθησαν την αυτή κατεύθυνση.
Εντός ελάχιστου χρόνου, προ των έκπληκτών και αιφνιδιασθέντων στρατηγών Τρικούπη και Διγενή, ο ανθρώπινος αυτός χείμαρρος εξεκένωσε το εσωτερικό της τοποθεσίας. Άπαντες επεδίωκαν ήδη δια της φυγής να απομακρυνθούν από τη πυκνώς βαλλομένη ζώνη υπό του Τουρκικού πυροβολικού.
Για όσους δεν το γνωρίζουν, ή ηθελημένα το αγνοούν, η γλώσσα μας, η Ελληνική γλώσσα, αποτελεί το DNA της εθνικής μας καταγωγή και αυτογνωσίας.
Παρά τα γεγονότα αυτά η μαχομένη γραμμή της ΧΙΙΙ Μεραρχίας ουδόλως επηρεάστηκε. Οι γενναίοι άνδρες των 2ου και 3ου Συνταγμάτων Πεζικού με κάποια τμήματα της ΙΧ Μεραρχίας εξακολουθούσαν να προβάλουν απεγνωσμένη αντίσταση μέχρι την επέλευση του σκότους. Αλλά και τμήματα του 14ου Συντάγματος της ΧΙΙ Μεραρχίας υπό τον διοικητή αυτού Συνταγματάρχη Κωτούλα συνέχιζαν να προβάλουν αντίσταση στη μικρή κοιλάδα του Αλή Βεράν. Η μάχη του Αλή Βεράν είχε λήξει με πλήρη συντριβή της Ομάδας Τρικούπη, αλλ’ αυτή διατήρησε τη κυριότητα του πεδίου της μάχης μέχρι την επέλευση του σκότους.
Οι Ελληνικές δυνάμεις που πολέμησαν στο Αλή Βεράν, τίμησαν τα όπλα τους μέχρι τέλους. Οι ήρωες του σκληρού αυτού αγώνα έμειναν αφανείς, λόγω της ολέθριας έκβασης του.
Τα όσα έγραψα για τη μάχη του Αλή Βεράν, αποτελούν ακριβή μεταφορά των περιλαμβανομένων στο τόμο της ΔΙΣ/ΓΕΣ που προανέφερα, στις σελίδες 225-252.
Αν και το κέιμενο είναι γραμμένο στη καθαρεύουσα, είναι κατανοητό και μάλιστα κατά τη γνώμη μου αποδίδεται πολύ δυνατά από ότι θα απεδίδετο στη δημοτική.
Η συγγραφή έγινε επί Διευθύνσεως της ΔΙΣ από το στρατηγό Κωνσταντίνο Κανελλόπουλο που κατά τη διάρκεια της μάχης του Αλή Βεράν ήταν υπασπιστής του στρατηγού Τρικούπη και ως εκ τούτου έζησε τα γεγονότα από τη γραμμή του πυρός.
Η υποχώρηση του ελληνικού στρατού ήταν μια θλιβερή υπόθεση, αλλά δε χρειάζεται να κατηγορούμε γι’ αυτό τον απλό Έλληνα φαντάρο. Ακόμα και όταν γινόταν εκκενώσεις περιοχών οι Έλληνες δρούσαν ως πραγματικοί στρατιώτες. Ο Κεμάλ θα είχε μεγάλο πρόβλημα αν ήταν να τους αντιμετωπίσει στη Θράκη. Ο λοχαγός Wittal του Ινδικού Ιππικού, που βρισκόταν στην Ανατολία ως παρατηρητής κατά τη διάρκεια του πολέμου των Ελλήνων με τον Κεμάλ, μου είπε: «Οι Έλληνες στρατιώτες ήταν μαχητές πρώτης κατηγορίας. Οι αξιωματικοί τους ήταν άριστοι.... Θα μπορούσαν να έχουν καταλάβει την Άγκυρα και να τελειώσουν τον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί».
Κατά τον Χεμινγουέι η προδοσία αυτή πήγασε και από τους συμμάχους, αλλά και από τον βασιλιά Κωνσταντίνο που αντικατέστησε τους έμπειρους –αλλά βενιζελικούς- αξιωματικούς, με δικούς του «που ποτέ δεν είχαν ακούσει τον κρότο της μάχης». Και τελειώνει με μια πρόταση που δεν θα την έγραφε ποτέ ένας απλός δημοσιογράφος αν δεν είχε μέσα του το ταλέντο του μεγάλου νομπελίστα συγγραφέα: «Όλη μέρα περνούν δίπλα μου, λεροί, εξαντλημένοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι στρατιώτες που βαδίζουν στη γκρίζα γυμνή ύπαιθρο της Θράκης. Χωρίς μπάντες, χωρίς [ανθρωπιστικές] οργανώσεις να τους ανακουφίσουν, χωρίς τόπο να ξαποστάσουν, παρά γεμάτοι ψείρες, με βρώμικες κουβέρτες και κουνούπια όλη τη νύχτα. Είναι οι τελευταίοι από αυτό που ήταν κάποτε η δόξα της Ελλάδας. Κι αυτό είναι το τέλος της δεύτερης πολιορκίας της Τροίας» (Έρνεστ Χέμινγουέι, Toronto Star, 3 Νοεμβρίου 1922).
Διαβάζει κανείς τέτοιου είδους κείμενα και θλίβεται για τις χαμένες θυσίες και τον χαμό αγνώστων ηρώων. Νομίζω πως ποτέ δε θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε τις πολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα και οδήγησαν στην καταστροφή.
Αν και οι αιτίες είναι σε μεγάλο ποσοστό γνωστοί, η ψυχολογική και ψυχική κατάσταση υπό τις οποίες οι υπεύθυνοι έλαβαν τις πολιτικές και τις στρατιωτικές αποφάσεις και επιλογές που οδήγησαν στην καταστροφή, θα μας είναι για πάντα άγνωστοι. Για παράδειγμα, ποτέ δε θα είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε το μέγεθος της έχθρας μεταξύ βασιλικών και βενιζελικών που μάλλον αποτελεί τη ρίζα του κακού. Κατά συνέπεια, σήμερα μας φαίνεται παράλογο πως γίνεται η Ελλάς του 1922 να δίνει τον υπέρ πάντων αγώνα, οι στρατιώτες της να γράφουν σελίδες δόξας, αλλά παρά ταύτα ο πόλεμος να χάνεται και αυτό που φαίνεται να ενδιαφέρει περισσότερο τους ηγέτες είναι ο πόλεμος των εσωτερικών "εχθρών".
Είμαι βέβαιος ότι οι Έλληνες πολίτες του μέλλοντος (σε ότι κράτος θα τους έχουμε κληρονομήσει), θα έχουν ανάλογα ερωτήματα και για τη σημερινή εποχή. Είμαι σίγουρος πως δε θα μπορούν να καταλάβουν τη ψυχοσύνθεση του λαού, των πολιτικών, των δικαστών, της εκκλησίας, των ακαδημαϊκών, των επιχειρηματιών και δε συμμαζεύεται, οι οποίοι ενώ το σπίτι μας καίγεται δεν έχουν στοιχειωδώς καθαρό μυαλό για να δουν 2 μέτρα πιο πέρα από τη μύτη τους και να κάνουν αυτά που πρέπει μπας και περισωθεί κάτι, έστω την ύστατη ώρα.
Και μια άλλη άποψη, πολύ περιλυπτικά, για τον Στρατηγό Νικόλαο Τρικούπη και την περίφημη μάχη του Αλή Βεράν:
΄΄Μετείχε στη Μικρασιατική εκστρατεία. Ήταν διοικητής του Α' σώματος στρατού στη περιοχή Αφιόν Καραχισάρ. Δυστυχώς όμως ο Τρικούπης αν και ηγείτο 5 Μεραρχιών και μετά από σειρά στρατηγικών λαθών, με σοβαρότερο το γεγονός της μη ανάπτυξης αναγκαίων, για τόσες μεγάλες στρατιωτικές μονάδες που διοικούσε, προκεχωρημένων φυλακίων και δικτύου παρατηρητών, δεχόμενος αιφνίδια επίθεση διπλάσιων αριθμητικά εχθρικών δυνάμεων, αντί να απαγκιστρωθεί της περιοχής, άφησε και περικυκλώθηκε εξ αυτών, με αποτέλεσμα να επέλθει το μοιραίο ρήγμα του μετώπου στην κοιλάδα Αλή Βεράν με τη γνωστή κατάληξη της κατάρρευσης ολόκληρου του μετώπου και την άτακτη φυγή όσων πρόλαβαν από την αιχμαλωσία. Ο ίδιος συνελήφθη αιχμάλωτος και επέστρεψε στην Ελλάδα κατά την ανταλλαγή αιχμαλώτων το 1923[1], οπότε και αποστρατεύθηκε, χωρίς ποτέ να κληθεί σε απολογία.
Το 1927, αντίθετα με τα προηγηθέντα των ευθυνών του, ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία και προάχθηκε σε αντιστράτηγο, με τον βαθμό τον οποίο και τελικά αποστρατεύθηκε.΄΄ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ.΄΄Νικόλαος Τρικούπης΄΄
Δημοσίευση σχολίου