«Σεβασμιότατε, αξιότιμε κύρια Πρέσβειρα, κύριε Εντεταλμένε Περιφερειακέ Σύμβουλε, κύριε Δήμαρχε, κύρια Διευθύντρια τη; Περιφερειακής Διεύθυνσης Βορείου Αιγαίου, κύριοι εκπρόσωποι της στρατιωτικής ηγεσίας του τόπου, κυρίες και κύριοι, αγαπητοί μαθητές, Ενενήντα επτά ολόκληρα χρόνια πέρασαν, όμως οι μνήμες δεν έσβησαν, τα ονόματα δεν ξεχάστηκαν, οι συγγενείς, δεύτερης πια και τρίτης γενιάς, δεν έστρεψαν τα νώτα στους νεκρούς τους. Ο τόπος της σφαγής έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης του πόνου και της οδύνης και χώρος εμπορίου. Ο τόπος φιλοξενίας και περίθαλψής τους παρέμεινε τόπος μνήμης, σεβασμού και καταφύγιο ψυχών. Ψυχών που ανήκαν σε ανθρώπους που ελάχιστους Απρίληδες είχαν προλάβει να απολαύσουν, που όταν έκλειναν για λίγο τα μάτια, οι εικόνες των αγαπημένων προσώπων τους τούς συντρόφευαν κι η ελπίδα ότι σύντομα θα φύγουν από τον ξένο τόπο θέριευε μες στη σκέψη τους μέρα με τη μέρα για οκτώ και πλέον μήνες. Κι όμως, έμειναν τελικά για πάντα εδώ, στην ήρεμη και γαλήνια λημνιακή γη, τουλάχιστον μακριά από το πεδίο της φρίκης και των σκληρών και βασανιστικών μνημών, αυτοί που τόσο απότομα κι απροσδόκητα πέρασαν από την εφηβική ανεμελιά στη σκληρή πραγματικότητα του πολέμου, απλά και μόνο γιατί ήταν φιλότιμοι και ιδεολόγοι. Οι Ανζάκοι (ANZACs).
|
Στα χαρακώματα της Καλλίπολης. |
Το ANZAC, δηλαδή το Αυστραλιανό και Νεοζηλανδέζικο Εκστρατευτικό Σώμα (Australian and New Zealand Army Corps - ANZAC) συγκροτήθηκε το 1914. Παρά το γεγονός ότι ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος δεν απειλούσε άμεσα την εδαφική ακεραιότητα της Αυστραλίας, η τότε κυβέρνηση της χώρας αποφάσισε, ως μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και λόγω συνταγματικής της υποχρέωσης απέναντι στη Μεγάλη Βρετανία, να λάβει μέρος στον πόλεμο. Στην Καλλίπολη θα ήταν η πρώτη φορά που η νεοσύστατη Αυστραλιανή Αυτοκρατορική Δύναμη, όπως ονομάστηκε η στρατιωτική δύναμη των Αυστραλών που στάλθηκε στην Ευρώπη, θα έπαιρνε μέρος σε πολεμική αναμέτρηση. Όλα ξεκίνησαν ένα πρωινό του Νοεμβρίου του 1914, όταν οι ANZACs, νέοι, χαμογελαστοί και άμαθοι στη φρίκη του πολέμου, ξεκίνησαν ως εθελοντές ένα πρωινό του Νοεμβρίου του 1914 από το λιμάνι Όλμπανι της Δυτικής Αυστραλίας υπό τις διαταγές του στρατηγού Γουίλιαμ Μπέρντγουντ (William Birdwood). Αρχικά, ήταν προγραμματισμένο να ταξιδέψουν στη Βρετανία, όπου και θα εκπαιδεύονταν. Η έλλειψη υποδομής, όμως, είχε ως αποτέλεσμα να μεταφερθούν σε εκπαιδευτικά στρατόπεδα των συμμαχικών δυνάμεων στην Αίγυπτο. Παρέμειναν εκεί για περίπου τρεις μήνες, όπου, εν τω μεταξύ, έφταναν και άλλοι Αυστραλοί στρατιώτες. Στις αρχές Μαρτίου του 1915 δόθηκε η ειδοποίηση από την κεντρική διοίκηση των συμμαχικών δυνάμεων για την εκστρατεία κατάληψης των Στενών των Δαρδανελίων και ότι η στρατιωτική δύναμη των Αυστραλών και Νεοζηλανδών θα χρησιμοποιούνταν γι' αυτή την επιχείρηση. Λίγοι στην Αυστραλία, αλλά και στον τόπο μας, γνωρίζουν ότι το νησί αυτό διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην τότε επιχείρηση.
Στις αρχές του 1915 ο Έλληνας πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, ελπίζοντας ότι η κατάληψη των Δαρδανελλίων θα είχε ως αποτέλεσμα τη διεκδίκηση της Κωνσταντινούπολης έδωσε την άδεια στη Μεγάλη Βρετανία να χρησιμοποιήσει τη Λήμνο ως ναυτική βάση. Στόχος των συμμαχικών δυνάμεων ήταν να χρησιμοποιήσουν το νησί ως ορμητήριο για την απόβαση στην Καλλίπολη και ως βάση για την εκπαίδευση και την ιατρική περίθαλψη των στρατιωτών. Ο απάγκιος κόλπος του Μούδρου φαινόταν ιδανικός για τον ελλιμενισμό και την προστασία των πλοίων από τους δυνατούς ανέμους. Από την ακριτική Λήμνο, λοιπόν, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ παρακολουθούσε τις αποβατικές ενέργειες. Στις 4 Μαρτίου 1915 οι πρώτοι ANZACs πάτησαν για πρώτη φορά το πόδι τους σε ελληνική γη. Το λιμάνι του Μούδρου με τα απάνεμα νερά του τους υποδέχτηκε και η λημνιακή φύση την άνοιξη υπήρξε γι΄ αυτούς βάλσαμο της ψυχής μετά την έρημο της Αιγύπτου. Ωστόσο, καθώς το νερό και οι υποδομές στο νησί ήταν υποτυπώδεις, μεγάλο μέρος των στρατευμάτων παρέμεινε στα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στον κόλπο του Μούδρου. Οι ξένοι στρατιώτες άρχισαν σιγά-σιγά να ξεθαρρεύουν και να συναναστρέφονται τους ντόπιους. Ο σηματωρός, Ν.Κ. Χάρβεϊ, γράφει στα απομνημονεύματά του: «Δεν είχαμε αρκετά ξύλα, σε αντίθεση με το αλκοόλ που ήταν μπόλικο. Κάθε μαγαζί στη Λήμνο μέχρι το τέλος του Μαρτίου πουλούσε μπύρα και κονιάκ. Μετά ήρθε το Πάσχα τους και με μεγάλη περιέργεια παρακολουθούσαμε τον τρόπο με τον οποίο το γιόρταζαν. Οι καμπάνες των εκκλησιών τους χτυπούσαν συχνά και για δύο περίπου μέρες δεν σταματούσαν καθόλου. Την ημέρα του Πάσχα ήρθαν στο στρατόπεδο οι Έλληνες και μας πρόσφεραν κόκκινα αυγά και άλλα δώρα». Δε γνώριζαν τότε ότι για πολλούς από αυτούς ήταν το τελευταίο Πάσχα της ζωής τους.
|
Άποψη του κόλπου του Μούδρου, 1915. |
Στις 20 Απριλίου 1915 το λιμάνι του Μούδρου πλημμυρίζει από πολεμικά πλοία των συμμαχικών δυνάμεων των οποίων ο συνολικός αριθμός ανέρχεται στα 200. Ανάμεσα σε αυτά και τα περίφημα για την εποχή τους πλοία - νοσοκομεία Britannic και Aquitania και το πλοίο HMS London. Ο Τ. Α. Μάιλς γράφει: «Κανένα άλλο λιμάνι του κόσμου εκείνες τις μέρες δεν είχε περισσότερα πλοία απ' αυτό το λιμανάκι της Λήμνου». Έχει έλθει η ώρα της μάχης. Οι Αυστραλονεοζηλανδοί ξεκινούν από την λημνιακή γη το απόγευμα της 24ης Απριλίου για να επιτεθούν στην Καλλίπολη και να ανακτήσουν τον έλεγχο των Στενών από τους Τούρκους. Οι ANZACs αποβιβάζονται στους λόφους, βόρεια του όρμου Καμπά Τεπέ. ο οποίος αργότερα πήρε το όνομά τους. Η πρώτη αντεπίθεση των Οθωμανών είναι σφοδρή και τους απωθεί προς την ακτή σε μια λωρίδα της οποίας το βαθύτερο σημείο έφτανε τα 1000 μέτρα από την παραλία. Οι απώλειες και από τις δυο πλευρές είναι μεγάλες. Ενώ οι σύμμαχοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο ακρωτήριο Έλλη, οι ANZACs κατορθώνουν να διασπάσουν τις γραμμές των Τούρκων και να προχωρήσουν προς το ύψωμα Τσουνούκ Μπαΐρ. Όμως εκεί βρίσκονται αντιμέτωποι με το διοικητή της 19ης Οθωμανικής Μεραρχίας, τον 34χρονο Μουσταφά Κεμάλ, που με ταχύτατη πορεία φθάνει πρώτος στο ύψωμα και ανακόπτει την πορεία τους. Κάπου 2.000 Αυστραλοί βρήκαν τραγικό θάνατο εκείνο το πρωινό. Την ίδια τύχη έχει και την επόμενη μέρα η επίθεση τμημάτων των ANZACs στο ύψωμα Ασί Μπαμπά.
Η αποβατική επιχείρηση γρήγορα αποτελματώνεται με την άφιξη οθωμανικών ενισχύσεων και τις μεγάλες απώλειες από όλες τις πλευρές. «Χρειάστηκαν δέκα χρόνια για να παρθεί η Αρχαία Τροία που βρισκόταν στα ίδια Στενά. Τώρα καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι να κατακτήσουμε τα Στενά αυτά» παραδέχτηκε ο στρατηγός της συμμαχικής δύναμης, σερ Ίαν Χάμιλτον, μετά την πρώτη μάχη στα Δαρδανέλια. Από τον Αύγουστο και μετά η Λήμνος καθίσταται κέντρο ιατρικής περίθαλψης, συγκέντρωσης και υποδοχής ενισχύσεων, αρρώστων και τραυματιών, καθώς και σταθμός εφοδιασμού. Κατασκευάζονται αποβάθρες, ένας καλός δρόμος, ένας υποτυπώδης σιδηρόδρομος και οργανώνονται οι μεταφορές - κυρίως μέσω υποζυγίων. Επίσης, χρησιμοποιούνται μεγάλες αντλίες νερού δεδομένου ότι το νερό από τα πηγάδια δεν επαρκεί. Δύο αυστραλιανά στρατιωτικά νοσοκομεία στήνονται σε τέντες και καλύβες - με εξοπλισμό για την εκτέλεση βασικών ιατρικών επεμβάσεων και ακτινογραφιών. Αυστραλές νοσοκόμες, οι μόνες γυναίκες που υπηρέτησαν στην εκστρατεία της Καλλίπολης, φροντίζουν με αυτοθυσία τους τραυματίες και τους αρρώστους. Περίπου 4.000 Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες νοσηλεύονται στη Λήμνο με τη συνδρομή 96 Αυστραλών νοσοκόμων. Παρά τις δυσκολίες, δεν λείπουν και οι χαρούμενες στιγμές κατά την παραμονή στη Λήμνο. Στα ημερολόγιά τους Αυστραλές νοσοκόμες που υπηρέτησαν στο νησί, αναφέρονται στην ομορφιά του τοπίου, στα μοναδικά ηλιοβασιλέματα, στις μικρές γιορτές και συναυλίες που διοργανώνονταν, στις ενθουσιώδεις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα. Οι Αυστραλοί στρατιώτες επισκέπτονται συχνά τα μαγαζιά και τα παραδοσιακά καφενεία του νησιού. Εντυπωσιάζονται από τις ελληνικές εκκλησίες και το γενοβέζικο φρούριο της πρωτεύουσας του νησιού.
Τους επόμενους μήνες άλλοι 11.000 Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες θα αφήσουν την τελευταία τους πνοή στα μέρη αυτά. Στις αρχές Οκτωβρίου του 1915 το Βρετανικό Πολεμικό Συμβούλιο αποφασίζει τον τερματισμό της εκστρατείας της Καλλίπολης και τη βαθμιαία εκκένωση της Χερσονήσου, η οποία στέφεται με απόλυτη επιτυχία. Οι απώλειες, όμως, είναι τόσες που δεν έχουν χώρο οι εκφράσεις συγχαρητηρίων. Υπολογίζεται ότι οι Άγγλοι, οι Αυστραλοί και οι Νεοζηλανδοί θρήνησαν 33.000 νεκρούς και 120.000 τραυματίες και ασθενείς, οι Γάλλοι 4.000 νεκρούς και 23.000 τραυματίες, αλλά και οι Οθωμανοι 55.000 νεκρούς και 100.000 τραυματίες. Ποταμός αίματος που δεν μπορεί να εκφραστεί με αριθμούς, αλλά μόνο με το μέγεθος της οδύνης των αγαπημένων, των συγγενών, αλλά και των εθνών. Στις αρχές του 1917 οι τελευταίοι Αυστραλοί αποχωρούν από τη Λήμνο. Για πολλούς η Λήμνος υπήρξε το τελευταίο τους «πόστο», μιας και 148 Αυστραλοί και 76 Νεοζηλανδοί στρατιώτες αναπαύονται εν ειρήνη στα δύο συμμαχικά μας νεκροταφεία, για να θυμίζουν το κόστος κάθε πολέμου και να δηλώνουν την ανυπαρξία νικητών και νικημένων.
|
Το Κοινοπολιτειακό Στρατιωτικό Νεκροταφείο στο Μούδρο, 1915. |
Αποφράδα ημέρα, επομένως, η 25η Απριλίου 1915 για την Αυστραλία, αλλά και ημερομηνία-σταθμός για τη σφυρηλάτηση της εθνικής της ενότητας. Το 1901 οι βρετανικές αποικίες της Αυστραλίας ενώνονται και δημιουργούν το ομόσπονδο αυστραλιανό κράτος, που όμως δεν έχει ακόμα συνοχή. Η σφαγή της Καλλίπολης γίνεται η αφορμή για να δημιουργηθεί κλίμα εθνικής ομοψυχίας στην Αυστραλία και να πάρει σάρκα και οστά το όνειρο της δημιουργίας του Αυστραλιανού έθνους. Φέρνοντας και πάλι στη θύμησή μας τις μαρμάρινες πλάκες που κρατούν μέσα τους παράπονα σχεδόν ενός αιώνα προς την Κλωθώ, τη Λάχεση και την Άτροπο, που τόσο πρώιμα καθόρισαν να κοπεί το νήμα της ζωής τους και τόσο μακριά από το χώμα της δικής τους πατρίδας, ας τιμήσουμε σήμερα όχι μόνο το στρατιώτη, αλλά πολύ περισσότερο τον απλό άνθρωπο, το νέο παιδί που δε γεύτηκε το «νόστιμον ήμαρ» κι έχει ανάγκη από το δικό μας σεβασμό και το αίσθημα μνήμης για να νοιώσει γαλήνη και να αισθανθεί πως αυτό το κομμάτι γης που τον σκεπάζει είναι τώρα πια περισσότερο δικό του παρά δικό μας.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό γι΄ αυτό το μικρό τόπο που συνέδεσε το όνομά του με το θάνατο και την αποτυχία, ότι παρά την τραγική κατάληξη της εκστρατείας οι Αυστραλοί και οι Νεοζηλανδοί έφυγαν με αγαθές αναμνήσεις από τη Λήμνο, αναπολώντας την ομορφιά του τοπίου, αλλά και την αυθεντική και δοτική συμπεριφορά των κατοίκων. Είναι, επίσης, ιδιαίτερα σημαντικό για εμάς να γίνει γνωστό ότι η Λήμνος αγκάλιασε στα χώματά της και τίμησε, όπως συνάδει με τη θρησκεία αγάπης και προσφοράς που ευλαβικά ασπαζόμαστε, κάθε ξένο που άφησε εδώ την τελευταία του πνοή. Λιτά, χωρίς τυμπανοκρουσίες και εμπορικές σκοπιμότητες, μάθαμε να τιμούμε όχι τον πόλεμο και τους ήρωες, αλλά τον άνθρωπο και το θείο δώρο της ζωής κι έχοντας επίγνωση ότι άνθρωποι δικοί μας βρίσκονται διασκορπισμένοι σε κάθε γωνιά αυτού του πλανήτη, και πολύ περισσότερο στη φιλόξενη για τους Έλληνες Αυστραλία, προσευχόμαστε για την ανάπαυση και κρατούμε ζωντανές στη μνήμη μας αυτές τις νεαρές ψυχές, ελπίζοντας να αναπαυθούν με την ανάλογη ηρεμία και γαλήνη οι ψυχές και των δικών μας αγαπημένων που στάλθηκαν μακριά υπακούοντας κι αυτοί σε ένα εντεταλμένο καθήκον διαφορετικό από αυτό του πολέμου, αλλά το ίδιο επιτακτικό και αναγκαίο. Ο θάνατος είναι άρρηκτα δεμένος με την ανθρώπινη μοίρα κι η Λήμνος με ευλάβεια και ιδιαίτερο σεβασμό, γνωρίζοντας πολύ καλά τι σημαίνει μισεμός και απώλεια, κοιμίζει στην αγκαλιά της και τιμά αυτούς που δεν έφταιξαν, που το νεανικό τους χαμόγελο πάγωσε στα χείλη υπηρετώντας το υψηλό ιδανικό της αλληλεγγύης, αυτούς που δεν τράφηκαν με το μίσος και τη σκληρότητα που γεννά ο πόλεμος, αλλά με την αγάπη για τη φύση, τη ζωή, τους ανθρώπους και την πατρίδα».
|
Μούδρος, 15 Νοεμβρίου 1915, Υδροπλάνο προσθαλασσώνεται. |
Πηγή